Πατριάρχης Σωφρόνιος Γ΄
Ο Σωφρόνιος Γ΄ (κατά κόσμον Σταύρος Μεϊδαντζόγλου) ήταν Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 1863 έως το 1866, και αργότερα (1870-1899) Πατριάρχης Αλεξανδρείας (ως Σωφρόνιος Δ΄).
Πατριάρχης Σωφρόνιος Γ΄ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1798 Κωνσταντινούπολη |
Θάνατος | 3 Σεπτεμβρίου 1899 Αλεξάνδρεια |
Τόπος ταφής | Εκκλησία Αγίου Γεωργίου |
Χώρα πολιτογράφησης | Οθωμανική Αυτοκρατορία (1867–1899) |
Θρησκεία | Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ορθόδοξος ιερέας |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Βιογραφία
ΕπεξεργασίαΓεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των ετών 1798 και 1802[1]. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Το 1820 χειροτονήθηκε διάκονος, οπότε πήρε και το όνομα Σωφρόνιος. Το 1839 εξελέγη Μητροπολίτης Χίου, οπότε χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και κατόπιν επίσκοπος από τον Πατριάρχη Γρηγόριο ΣΤ΄. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1855 εξελέγη Μητροπολίτης Αμασείας[2]. Εργάστηκε για την ίδρυση ελληνικών σχολείων στην επαρχία του και κατά τα έτη 1858-1860 ήταν μέλος της μεγάλης εθνοσυνέλευσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία συνέταξε τους λεγόμενους Εθνικούς ή Γενικούς Κανονισμούς[1], οι οποίοι ψηφίστηκαν το 1862 και επέτρεπαν τη συμμετοχή περισσότερων λαϊκών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων του Πατριαρχείου[3].
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1863[4], μετά την παραίτηση του Ιωακείμ Β΄, εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης. Κατά την Πατριαρχία του διαπραγματεύτηκε και το 1866 παραχώρησε με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη[5] στην Εκκλησία της Ελλάδος τις Μητροπόλεις των Επτανήσων, τα οποία είχαν ήδη ενωθεί με την Ελλάδα το προηγούμενο έτος. Την ίδια χρονιά προέκυψε και το λεγόμενο «μοναστηριακό ζήτημα» στην Εκκλησία της Ρουμανίας, καθώς ο ηγεμόνας Αλέξανδρος Κούζας κατέσχεσε όλα τα ακίνητα του Πατριαρχείου, της Μονής Σινά και του Αγίου Όρους στη χώρα αυτή και απέκοψε την Εκκλησία της Ρουμανίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Κατόπιν αυτών, ο Πατριάρχης Σωφρόνιος παραιτήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1866[6] και αποσύρθηκε στο σπίτι του στην Πρίγκηπο μέχρι το 1870. Τη χρονιά εκείνη απεβίωσε ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Νικάνωρ και προκλήθηκαν ταραχές για την εκλογή του διαδόχου του. Στις 30 Μαΐου 1870 εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας ως Σωφρόνιος Δ΄[7]. Η Πατριαρχία του αμαυρώθηκε από την άδικη εκδίωξη του Πατριαρχικού Επιτρόπου Καΐρου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως Νεκταρίου Κεφαλά, τον οποίο αργότερα η Εκκλησία ανακήρυξε Άγιο[7] και μόλις το 1998 το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας απεκατέστησε συνοδικώς την κανονική τάξη περί του προσώπου του, επί Πατριαρχίας Πέτρου Ζ'.
Παρέμεινε Πατριάρχης Αλεξανδρείας μέχρι τον θάνατό του, στις 3 Σεπτεμβρίου 1899, σε ηλικία πέραν των 101 ετών. Τα οστά του βρίσκονται σήμερα σε μαρμάρινη λειψανοθήκη στο Ναό του Αγίου Γεωργίου Παλαιού Καΐρου[1].
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 «Σωφρόνιος Γ΄». ec-patr.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Μαΐου 2019. Ανακτήθηκε στις 16 Μαΐου 2020.
- ↑ Καλλίφρων 1867, σελ. 151.
- ↑ Αντώνας 2016, σελ. 126.
- ↑ Καλλίφρων 1867, σελ. 222.
- ↑ Αντώνας 2016, σελ. 141.
- ↑ Καλλίφρων 1867, σελ. 264.
- ↑ 7,0 7,1 «Σωφρόνιος Δ΄ (1870-1899)». patriarchateofalexandria.com. Ανακτήθηκε στις 16 Μαΐου 2020.
Πηγές
Επεξεργασία- Οικουμενικό Πατριαρχείο Αρχειοθετήθηκε 2019-05-15 στο Wayback Machine.
- Πατριαρχείο Αλεξανδρείας
- Αντώνας, Βασίλειος (2016). Η ενσωμάτωση των Επτανήσων στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος: Από τον Τύπο της εποχής (1864-1866). Διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
- Καλλίφρων, Βασίλειος Δ. (1867). Εκκλησιαστικά ή Εκκλησιαστικόν Δελτίον. Κωνσταντινούπολη.