Ζακ Αρκαντέλτ
Ζακ Αρκαντέλτ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Jakob Arcadelt (Ολλανδικά) |
Γέννηση | 10 Αυγούστου 1507 Ναμύρ |
Θάνατος | 14 Οκτωβρίου 1568 Παρίσι[1] |
Χώρα πολιτογράφησης | Βενετική Δημοκρατία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ιταλικά[2] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συνθέτης precentor |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Ζακ Αρκαντέλτ ή Αρκαντέλ (Jacques Arcadelt, ή Jacob Archadelt, ή Arcadet, ή Arcadente) [3], Μπολόνια 5 Νοεμβρίου 1504; 1505; 1507; – Παρίσι 14 Οκτωβρίου 1568) ήταν Γαλλοφλαμανδός συνθέτης του 16ου αιώνα, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της πρώτης γενεάς συνθετών του ιταλικού μαδριγαλίου της Αναγέννησης.[4] Παρόλο που, γενικά, είναι γνωστός για τις φωνητικές κοσμικές του συνθέσεις, έγραψε και θρησκευτική μουσική.
Το πρώτο βιβλίο του με μαδριγάλια, που δημοσιεύτηκε μέσα σε μια δεκαετία από την εμφάνιση των πρώτων δειγμάτων της συγκεκριμένης φόρμας, ήταν η πιο ευρέως τυπωμένη συλλογή μαδριγαλίων ολόκληρης της εποχής.[5] Εκτός από μαδριγαλιστής, ήταν εξίσου παραγωγικός και έμπειρος στο να συνθέτει λυρικά τραγούδια (chansons), κυρίως αργά στην καριέρα του, όταν ζούσε στο Παρίσι.[6] Μέσα από τις εκδόσεις του Αρκαντέλτ, που ήσαν περισσότερες από εκείνες οποιουδήποτε άλλου συνθέτη του είδους, το μαδριγάλι έγινε γνωστό έξω από την Ιταλία. Οι μεταγενέστεροι συνθέτες θεωρούσαν το στυλ του ως ιδεώδες. Κατοπινές ανατυπώσεις του πρώτου βιβλίου του για μαδριγάλια χρησιμοποιήθηκαν συχνά για διδακτικούς σκοπούς, για περισσότερο από έναν (1) αιώνα μετά την αρχική δημοσίευσή του.[7]
Βιογραφικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Λίγα είναι γνωστά για τα πρώτα χρόνια της ζωή του Αρκαντέλτ. Πιθανόν, ήταν φλαμανδός με γαλλική ανατροφή και, από παραλλαγές στην ορθογραφία του ονόματός του, μπορεί να καταγόταν από την περιοχή της Λιέγης ή του Ναμύρ, στο σημερινό Βέλγιο. Έφυγε στην Ιταλία, νεαρός, και τον βρίσκουμε στη Φλωρεντία από τα τέλη της δεκαετίας του 1520, έχοντας έτσι την ευκαιρία να συναντήσει ή να συνεργαστεί με τον Φιλίπ Βερντελό.[7] Ίσως πήγε για μικρό χρονικό διάστημα στη Βενετία όπου, μάλλον, ήρθε σε επαφή με τον κύκλο του Αδριανού Βίλαερτ, που ήταν αρχιμουσικός στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου.[4] Γύρω στο 1538 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου είχε ακρόαση και συμμετοχή στην παπική χορωδία της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου. Ήδη, πολλοί συνθέτες από την Ολλανδία δούλευαν ως τραγουδιστές καθ' όλη εκείνη την εποχή και είναι, μάλιστα, πιθανό να πήγε στη Ρώμη πριν έρθει στη Φλωρεντία.[8] Tον Ιανουάριο του 1539, πιθανότατα έγινε μέλος του Ιουλιανού Παρεκκλησίου στη Ρώμη (τα αρχεία αναφέρουν κάποιον Jacobus flandrus, υποδηλώνοντας φλαμανδική προέλευση, αλλά δεν μπορεί να είναι γνωστό με βεβαιότητα αν υποδηλώνεται ο Αρκαντέλτ).[7] Μετά από μερικούς μήνες έγινε μέλος της περίφημης Καπέλα Σιστίνα, όπου διορίστηκε magister puerorum. Την ίδια χρονιά, εκδόθηκαν τουλάχιστον τέσσερα βιβλία των μαδριγαλίων του.[9] Η πρώτη από αυτές τις συλλογές, Il primo libro di madrigali, έφτασε τις 45 εκδόσεις, καθιστώντας την, τήν πιο ευρέως ανατυπωμένη συλλογή μαδριγαλίων της εποχής.[8] Θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι σπούδασε με τον Ζοσκέν ντε Πρε.[4]
Ο Αρκαντέλτ παρέμεινε στη Ρώμη ως τραγουδιστής και συνθέτης στην Καπέλα Σιστίνα μέχρι το 1551, εκτός από μια επίσκεψή του στη Γαλλία το 1547. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πιθανότατα στις αρχές του 1542, γνώρισε τον περίφημο Μιχαήλ Άγγελο, αλλά η μουσική που έγραψε για δύο σονέτα του, αντιμετωπίστηκαν, μάλλον, με αδιαφορία από εκείνον. Πράγματι, από τις επιστολές του Μιχαήλ Αγγέλου σχετικά με το θέμα, πιθανότατα, ο διάσημος καλλιτέχνης θεωρούσε τον εαυτό του ως μη-μουσικό και ανίκανο να εκτιμήσει το έργο του Αρκαντέλτ. Πάντως, ο Μιχαήλ Άγγελος χάρισε στον συνθέτη ένα κομμάτι σατέν κατάλληλο για να φτιάξει ένα ακριβό πανωφόρι (doublet).[6]
Ο Αρκαντέλτ έγραψε πάνω από 200 μαδριγάλια πριν φύγει από την Ιταλία, το 1551, για να επιστρέψει στη Γαλλία, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Τα πολυάριθμα λυρικά τραγούδια (chansons) του χρονολογούνται από αυτό το έτος και μετέπειτα.[8] Το 1557 δημοσίευσε ένα βιβλίο με λειτουργίες, αφιερωμένο στον νέο εργοδότη του, Charles de Guise, Καρδινάλιο της Λορένης (ο Αρκαντέλτ ήταν maître de chapelle, δηλ. Διευθυντής Παρεκκλησίου). Σε αυτή την έκδοση αναφέρεται ως μέλος του Βασιλικού Παρεκκλησίου και, ως εκ τούτου, πρέπει να υπηρετούσε τόσο τον Ερρίκο Β’ -ο οποίος πέθανε το 1559- όσο και τον Κάρολο Θ’, κατά τη διάρκεια της όψιμης φάσης της σταδιοδρομίας του. Στο Παρίσι συνεργαζόταν με τον εκδοτικό οίκο «Le Roy & Ballard», με τον οποίο εξέδωσε τα άφθονα λυρικά τργούδια, τις λειτουργίες και τα μοτέτα του, ακριβώς όπως οι Βενετοί εκδότες είχαν δημοσιεύσει, παλαιότερα, τα μαδριγάλιά του.[7]
- Ο Φρανσουά Ραμπελαί μνημονεύει τον Αρκαντέλτ στην εισαγωγή του βιβλίου IV του διάσημου έργου του, Γαργαντούας ( Gargantua και Pantagruel).[6][10]
Μουσικολογικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη διάρκεια της μακράς και παραγωγικής του καριέρας, ο Αρκαντέλτ έγραψε μουσική, τόσο θρησκευτική όσο και κοσμική, φωνητική στο σύνολό της, ωστόσο. Άφησε συνολικά 24 μοτέτα, 125 γαλλικά λυρικά τραγούδια (chansons), γύρω στα 250 μαδριγάλια (περίπου 50 από τα οποία είναι αμφίβολης κυριότητας), 3 λειτουργίες, 3 σειρές των Θρήνων του Ιερεμία και 1 μεγαλυνάριο (magnificat). Όμως, μπορεί να υπάρχουν έως και 250 ακόμα μαδριγάλια του Αρκαντέλτ, που σώζονται ανώνυμα σε χειρόγραφες πηγές.[7][9] Οι επιρροές στη μουσική του, κυμαίνονται από το λυρικό τραγούδι και το πολυφωνικό ύφος της πατρίδας του, την τοπική λαϊκή μουσική της Ιταλίας όπως τη φρότολα (frottola) και τη μουσική που άκουγε ενώ υπηρετούσε στη χορωδία της Καπέλα Σιστίνα. Από όλους τους πρώτους μαδριγαλιστές ήταν, μακράν, ο πιο καθολικός στις επιρροές του καθώς και ο ελκυστικότερος. Ο Αρκαντέλτ έφερε τη μορφή του μαδριγαλίου στην πρώτη ωριμότητά του,[6] ενώ η καθαρότητα και διαφάνεια της πολυφωνικής γραφής και του ύφους του συνέβαλε στον προσανατολισμό των νεότερων συνθετών, της γενιάς του Παλεστρίνα.[4]
Μαδριγάλια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα εκατοντάδες μαδριγάλια του Αρκαντέλτ, γραμμένα σε περίοδο τουλάχιστον δύο δεκαετιών, ήταν συνήθως για 4 φωνές, αν και έγραψε μερικά για 3 και, λίγα, για 5 και 6 φωνές. Στυλιστικά, τα μαδριγάλιά του είναι μελωδικά και απλά σε δομή και με σαφή αρμονική βάση, συνήθως εντελώς διατονικά. Η μουσική, συχνά, είναι συλλαβική και ενώ χρησιμοποιεί μερικές φορές επαναλαμβανόμενες φράσεις, είναι σχεδόν πάντα χωρίς επαναλήψεις, σε αντίθεση με το σύγχρονο λυρικό τραγούδι της εποχής του, το οποίο ήταν συχνά στροφικό (κουπλέ/ρεφρέν/κουπλέ, κ.ο.κ.).[11] Ο Αρκαντέλτ εναλλάσσει ομοφωνικές και πολυφωνικές υφές, «σε μια κατάσταση ευαίσθητης, ασταθούς ισορροπίας».[12] Τα μαδριγάλιά του περισσότερο αντιπροσωπεύουν την "κλασική" φάση ανάπτυξης της φόρμας, με σαφές περίγραμμα, τετραμερή γραφή, ανάπτυξη και ισορροπία. Η μουσική απεικόνιση του κειμένου, ο χρωματισμός, τα διανθίσματα, η δεξιοτεχνία, ο εξπρεσιονισμός και ο μανιερισμός της γραφής των ύστερων μαδριγαλιστών, είναι στοιχεία ανύπαρκτα στον Αρκαντέλτ.[6]
Η μουσική του έγινε εξαιρετικά δημοφιλής στην Ιταλία και τη Γαλλία για περισσότερο από εκατό χρόνια, με το πρώτο βιβλίο του για μαδριγάλια να ανατυπώνεται 58 (!) φορές μέχρι το 1654 και η μουσική του να εμφανίζεται σε αναρίθμητες ταμπλατούρες για διάφορα όργανα, όπως το λαούτο, την κιθάρα και τη βιόλα. Πρόσθετες αποδείξεις για τη δημοτικότητά του είναι η συχνότητα με την οποία τού αποδόθηκαν ανώνυμες συνθέσεις και η απεικόνιση της μουσικής του σε αρκετούς πίνακες της εποχής.[7]
Πιθανότατα η δημοτικότητά του οφειλόταν στο χάρισμα που είχε να «συλλαμβάνει» το ιταλικό πνεύμα και να το «παντρεύει» με την τεχνική τελειότητα του γαλλο-φλαμανδικού αρμονικού και πολυφωνικού στυλ. Επιπλέον, έγραψε «πιασάρικες» μελωδίες που ήταν εύκολο να τραγουδηθούν. Σε αντίθεση με τις μεταγενέστερες γενιές των συνθετών μαδριγαλίων, ο Αρκαντέλτ δεν περίμενε μόνο τους επαγγελματίες τραγουδιστές να ερμηνεύουν τα έργα του. Ο καθένας που θα μπορούσε να διαβάσει νότες, θα μπορούσε να τραγουδήσει τα μαδριγάλιά του.[13]
Για τα κείμενα των μαδριγαλίων του, ο Αρκαντέλτ επέλεγε ποιητές, από τον περίφημο Πετράρχη -μάλιστα, η σύνθεση ενός πλήρους κύκλου τραγουδιών (canzone), ως σύνολο πέντε αλληλένδετων μαδριγαλίων, αποτέλεσε τον «προκάτοχο» της μόδας για τους κύκλους μαδριγαλίων-, μέχρι τους Μπέμπο,Σανατσάρο, Λορεντσίνο, Benedetto Varchi, Filippo Strozzi και του ιδίου του Μιχαήλ Άγγελου, καθώς και του Luigi Cassola της Πιατσέντσα, ενός «σκοτεινού» συγγραφέα, που υπήρξε από τους συχνότερα καθιερωμένους ποιητές των πρώτων μαδριγαλιστών.[6][7] Πάντως, μεγάλο ποσοστό ποίησης των μαδριγαλίων του Αρκαντέλτ παρέμεινε ανώνυμο, όπως ακριβώς πιστεύεται ότι, μερικές από τις μουσικές του σώζονται ανώνυμα, αλλά είναι δικές του.
Ένας άλλος ποιητής που έγραφε κείμενα ήταν ο μαρκήσιος Αλφόνσο ντ'Αβάλος, ο οποίος έδωσε τα λόγια στην πιο διάσημη σύνθεση του Αρκαντέλτ -και μία από τις πιο ανθεκτικές του 16ου αιώνα: το τετράφωνο μαδριγάλι Il bianco e dolce cigno «Ο Λευκός και Γλυκύς Κύκνος».[6] γοητευτικό σε πολλά επίπεδα. Σύμφωνα με τον Α. Αϊνστάιν, «... είναι [ο Αρκαντέλτ] ικανοποιημένος με μια απλή, τρυφερή ρητορία του κειμένου, ανάλογη με τη στοιχειώδη και μαγική δύναμη της μουσικής, της αρμονίας, η οποία καλύπτει αυτό το ποίημα με έναν μανδύα λεπτής και απόμακρης συναισθηματικότητας. Εδώ επιτυγχάνεται το ιδανικό εκείνου που, ο χρόνος, αναμένει από τη γλυκύτητα και και το μειλίχιο της μουσικής. Ο Αρκαντέλτ έχει δώσει σ'αυτή τη σύνθεση μια ποιότητα που είναι πολύ σπάνια στην κοσμική μουσική του 16ου αιώνα, δηλαδή ανθεκτικότητα ...» Η δομή είναι ως επί το πλείστον ομοφωνική, με έναν υπαινιγμό «ψευδοεναρμόνισης» (fauxbourdon).[6]
Λυρικά τραγούδια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δεδομένου ότι ο Αρκαντέλτ έζησε τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ιταλία, και έγραψε κοσμική μουσική και στις δύο χώρες, τα μαδριγάλια και τα λυρικά τραγούδια (chansons) του δεν έχουν -δικαιολογημένα- κάποια σταθερά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, το λυρικό τραγούδι ήταν, από τη φύση του, πιο σταθερή μουσική φόρμα, συχνά στροφική και με επαναλαμβανόμενα μοτίβα (κουπλέ/ρεφρέν/κουπλέ, κ.ο.κ.). Το μαδριγάλι, από την άλλη πλευρά, ήταν συνήθως σύνθεση πιο «γραμμική», σχεδόν πάντα χωρίς επαναλήψεις. Καθώς ο Αρκαντέλτ δανείστηκε μερικά χαρακτηριστικά του λυρικού τραγουδιού, όταν έγραψε τα μαδριγάλιά του, μερικά από αυτά τα τραγούδια έχουν τα χαρακτηριστικά των μαδριγαλίων. Τα περισσότερα είναι συλλαβικά και απλά, με σύντομες «εκρήξεις» πολυφωνικού γραψίματος, μερικές φορές κανονικά, και με τμήματα που μιμούνται το ύφος των note nere «μαύρες νότες» (σ.μ. Ήταν ένα στυλ σύνθεσης μαδριγαλίων, το οποίο χρησιμοποιούσε μικρότερης αξίας νότες από τις συνήθεις, λ.χ. δέκατα έκτα αντί για όγδοα, οπότε είχε κατ’ ευφημισμόν, περισσότερα «μαύρα σημάδια» στην παρτιτούρα). Μερικά από τα λυρικά του τραγούδια ήταν, στην πραγματικότητα, contrafacta των μαδριγαλίων του, είχαν δηλαδή, την ίδια μουσική, αλλά με νέα λόγια στα γαλλικά αντί για ιταλικά. Σπάνια, στη μουσική ιστορία, είχαν υπάρξει το μαδριγάλι και το λυρικό τραγούδι τόσο ομοειδή, μεταξύ τους.[7]
Θρησκευτική μουσική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εκτός από την άφθονη παραγωγή του σε μαδριγάλια και λυρικά τραγούδια, ο Αρκαντέλτ συνέθεσε 3 λειτουργίες, 24 μοτέτα, 1 μεγαλυνάριο (magnificat), τους Θρήνους του Ιερεμία και μερικά ιερά τραγούδια -το γαλλικό ισοδύναμο του madrigale spirituale «πνευματικού μαδριγαλίου». Οι λειτουργίες δέχονται την επιρροή της προηγούμενης γενιάς γαλλο-φλαμανδών συνθετών, ιδιαίτερα του Ζ. Μουτόν (Jean Mouton) και του περίφημου Ζοσκέν ντε Πρε. Τα μοτέτα, αποφεύγοντας την πυκνή πολυφωνική γραφή που προτιμάται από τους Ολλανδούς, είναι πιο ρητορικά και σαφή στην υφή, κατά τρόπο παρόμοιο με την κοσμική μουσική του. Μεγάλο μέρος της θρησκευτικής μουσικής του ο Αρκαντέλτ, εκτός από τα ιερά τραγούδια, πιθανώς την έγραψε κατά τη διάρκεια παραμονής του στο παπικό παρεκκλήσι της Ρώμης. Τα έγγραφα από τα αρχεία της Καπέλα Σιστίνα δείχνουν ότι, η εκεί χορωδία τραγούδησε τη μουσική του κατά τη διάρκεια της περιόδου που έμεινε στο περίφημο παρεκκλήσι του Βατικανού.[7]
Εργογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πλήρης, σύγχρονη έκδοση των έργων του Αρκαντέλτ είναι το περίφημο Corpus mensurabilis musicae, CMM, xxxi, 1-10 (δέκα τόμοι), που εκδόθηκε από τον Albert Seay (1965-71). Ο πρώτος τόμος περιλαμβάνει τις λειτουργίες του συνθέτη. Οι κοσμικές συνθέσεις του είναι στους τόμους δύο έως εννέα, και τα μοτέτα με την υπόλοιπη θρησκευτική μουσική στο τόμο δέκα. Οι αρχικές εκδόσεις έχουν ως παρακάτω. Να σημειωθεί ότι, η αρίθμηση γίνεται μέσω του αριθμού των φωνών: για παράδειγμα, υπάρχει ένα Πρώτο Βιβλίο Μαδριγαλίων (Il Primo libro di madrigali) για τέσσερις φωνές και ένα άλλο Πρώτο Βιβλίο Μαδριγαλίων για τρεις φωνές.
Μαδριγάλια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Il primo libro di madrigali (τέσσερις φωνές, Βενετία, 1539)
- Il secondo libro de madrigali (τέσσερις φωνές, Βενετία, 1539, που δημοσιεύθηκε από τον Scotto)
- Il vero secondo libro di madrigali (τέσσερις φωνές, Βενετία, 1539)
- Terzo libro de i madrigali novissimi (τέσσερις φωνές, Βενετία, 1539)
- Il quarto libro di madrigali (τέσσερις φωνές, Βενετία, 1539)
- Primo libro di madrigali (τρεις φωνές, Βενετία, 1542)
- Il quinto libro di madrigali (τέσσερις φωνές, Βενετία, 1544)
Ακόμη, πολλά άλλα μαδριγάλια σε άλλες συλλογές και σε χειρόγραφα, 1537 έως 1559
Λυρικά τραγούδια (chansons)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Quatorsiesme livre de chansons (τέσσερις έως έξι φωνές, Παρίσι, 1561)
- Tiers livres de chansons (τέσσερις φωνές, Παρίσι, 1567)
- Quatrième livre de chansons (τέσσερις φωνές, Παρίσι, 1567)
- Cinquième livre de chansons (τέσσερις φωνές, Παρίσι, 1567)
- Sisième livre de chansons (τέσσερις έως πέντε φωνές, Παρίσι, 1569)
- Neuvième livre de chansons (τέσσερις έως έξι φωνές, Παρίσι, 1569)
Λειτουργίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Τρεις Λειτουργίες (τέσσερις, πέντε και έξι φωνές, Παρίσι, 1557
Μεγαλυνάρια και Θρήνοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Magnificat primi toni (τέσσερις έως έξι φωνές )
- Θρήνοι του Ιερεμία i (τέσσερις φωνές, Παρίσι, 1557)
- Θρήνοι του Ιερεμία ii (τέσσερις φωνές, Παρίσι, 1557)
- Θρήνοι του Ιερεμία iii (τέσσερις φωνές, Παρίσι, 1557)
Μοτέτα και ιερά τραγούδια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολλές ατομικές συνθέσεις που δημοσιεύτηκαν μεταξύ 1532 και 1555, τα μοτέτα στα λατινικά και τα ιερά τραγούδια στα γαλλικά.
- Το περίφημο, για 3 γυναικείες φωνές, μοτέτο του Αρκαντέλτ Nous voyons que les hommes font tous vertu d’ aimer χρησίμευσε ως βασική μελωδία στον Pierre-Louis Dietsch, για να συνθέσει έναν ύμνο Ave Maria [14]
(Πηγή εργογραφίας http://www0.cpdl.org/wiki/index.php/Jacques_Arcadelt)
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2014.
- ↑ CONOR.SI. 70013795.
- ↑ Kennedy
- ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 Λεωτσάκος
- ↑ Randel
- ↑ 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 6,5 6,6 6,7 Einstein
- ↑ 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 7,6 7,7 7,8 Haar & Glozer
- ↑ 8,0 8,1 8,2 Perkins
- ↑ 9,0 9,1 Reese
- ↑ Rabelais, Gargantua and Pantagruel, pp. 445–446
- ↑ Brown, 1999
- ↑ Blume
- ↑ Abraham
- ↑ http://www0.cpdl.org/wiki/index.php/Ave_Maria_(Arcadelt-Dietsch)
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D.C.L (Oxford, 1880)
- Baker’s biographical dictionary of musicians, on line
- Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
- Γιώργος Λεωτσάκος, επιμέλεια λήμματος στην εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα», έκδοση 1991, τόμος 11, σ. 96
- Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
- Eric Blom The New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)
- Abraham, Gerald. The Age of Humanism. London: Oxford University Press, 1968.
- Blume, Friedrich. Renaissance and Baroque Music. New York: W. W. Norton & Company, Inc., 1967.
- Brown, Howard Mayer, and Stein, Louise K. Music in the Renaissance, second edition. Upper Saddle River: Prentice Hall, 1999.
- Einstein, Alfred. The Italian Madrigal. Three volumes. Princeton, New Jersey, Princeton University Press, 1949. ISBN 0-691-09112-9
- Randel, Don, ed. The New Harvard Dictionary of Music. Cambridge, Massachusetts, Harvard University Press, 1986.ISBN 0-674-61525-5
- Gustave Reese, Music in the Renaissance. New York, W.W. Norton & Co., 1954/1959. ISBN 0-393-09530-4
- James Haar/Letitia Glozer, New Grove online
- Perkins, Leeman L. Music in the Age of the Renaissance. New York: W. W. Norton & Company, Inc., 1999.