Πάπας Παύλος ΣΤ΄
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Πάπας Παύλος ΣΤ΄ | |
---|---|
Από | 21 Ιουνίου 1963 |
Έως | 6 Αυγούστου 1978 |
Προκάτοχος | Ιωάννης ΚΓ΄ |
Διάδοχος | Ιωάννης Παύλος Α΄ |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 26 Σεπτεμβρίου 1897 |
Θάνατος | 6 Αυγούστου 1978 |
Προσφωνήσεις του Πάπα Παύλου ΣΤ΄ | |
---|---|
Προσφώνηση αναφοράς | Αγιότατος |
Προφορική προσφώνηση | Αγιότατε |
Θρησκευτική προσφώνηση | Άγιος Πατέρας |
Μεταθανάτια προσφώνηση | Δ/Δ |
Ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ (λατινικά: Paulus PP. VI, ιταλικά: Paolo VI), κατά κόσμον Τζοβάννι Μπαττίστα Ενρίκο Αντόνιο Μαρία Μοντίνι (Giovanni Battista Enrico Antonio Maria Montini, 26 Σεπτεμβρίου 1897 - 6 Αυγούστου 1978), ήταν ο προκαθήμενος της Καθολικής Εκκλησίας από τις 21 Ιουνίου του 1963 έως τις 6 Αυγούστου του 1978. Διαδέχθηκε τον Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄, που είχε συγκαλέσει τη Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο, την οποία αποφάσισε να συνεχίσει. Ο φιλελεύθερων απόψεων Πάπας Παύλος ΣΤ' σφυρηλάτησε την περαιτέρω βελτίωση των σχέσεων της Καθολικής Εκκλησίας με τους Ορθόδοξους, τους Αγγλικανούς και τους Διαμαρτυρόμενους, γεγονός που κατέληξε σε έναν αριθμό από ιστορικές συναντήσεις και συμφωνίες[1].
Η ζωή του σε νεανική ηλικία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Τζοβάννι Μπαττίστα Μοντίνι γεννήθηκε στο χωριό Κοντσέζιο της επαρχίας Μπρέσια, της Λομβαρδίας της Ιταλίας. Ο πατέρας του, Τζόρτζιο Μοντίνι ήταν δικηγόρος, δημοσιογράφος, καθοδηγητής της Καθολικής Δράσης και βουλευτής στο Ιταλικό Κοινοβούλιο. Η μητέρα του, Τζουντέττα Αλγκίσι, προερχόταν από οικογένεια επαρχιακών ευγενών. Είχε δυο αδελφούς. Ο Φραντσέσκο Μοντίνι έγινε γιατρός. Ο Λουντοβίκο Μαντίνι έγινε δικηγόρος και πολιτικός.
Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1897 βαπτίστηκε με το όνομα Τζοβάννι Μπαττίστα Ενρίκο Αντόνιο Μαρία Μοντίνι. Ανατράφηκε στο Κασάρε Αρίτσι, που ήταν ένα σχολείο που λειτουργούσαν οι Ιησουίτες και από το 1916 πήρε το απολυτήριο από το δημόσιο σχολείο του Αρνάλντο ντα Μπρέσια. Οι σπουδές του συχνά διακόπτονταν από διάφορες ασθένειες. Το 1916 μπήκε στην Κατήχηση για να γίνει ιερέας της Καθολικής Εκκλησίας. Χειροτονήθηκε ιερέας στις 29 Μαΐου 1920 και τέλεσε την πρώτη του Θεία Λειτουργία στο Κοντσέζιο στον ιερό ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου που βρισκόταν κοντά στο πατρικό του σπίτι.
Ο Μοντίνι ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Μιλάνο με διδακτορικό στο Κανονικό Δίκαιο την ίδια χρονιά. Μετά σπούδασε στο Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο, στο Πανεπιστήμιο Σαπιέντσα της Ρώμης και, έπειτα από έκκληση του Τζουζέπε Πιτζάρντο, στην Ευγενική Εκκλησιαστική Ακαδημία. Σε ηλικία 25 ετών και πάλι έπειτα από έκκληση του Τζουζέπε Πιτζάρντο, ο Μοντίνι έγινε Γραμματέας(;) Εσωτερικών το 1922, οπότε εργάστηκε ως υφιστάμενος του Τζουζέπε Πιτζάρντο, μαζί με τους Φραντσέσκο Μποργκοντζίνι-Δούκα, Αλφρέντο Οτταβιάνι, Κάρλο Γκράνο, Ντομένικο Ταρντίνι και Φράνσις Σπέλμαν από τις ΗΠΑ.
Ο Μοντίνι υπηρέτησε στο Υπουργείο Εσωτερικών του Βατικανού μεταξύ 1922 και 1954. Κατά τη διάρκεια αυτής της θητείας του ο Μοντίνι και ο Ντομένικο Ταρντίνι συμπεριλαμβάνονταν στους στενότερους και πιο αποδοτικούς συνεργάτες του Πάπα Πίου ΙΒ΄, ο οποίος το 1954 τον έχρισε Αρχιεπίσκοπο του Μιλάνου, οπότε αυτομάτως έγινε Γραμματέας της Επιτροπής Ιταλών Επισκόπων. Ήταν φίλος του ιερέα και συγγραφέα Πρίμο Ματσολάρι.
Ο Ιωάννης ΚΓ’ τον τοποθέτησε στο Κολλέγιο των Καρδιναλίων το 1958, οπότε μετά το θάνατο αυτού του Ποντίφικα, ο Μοντίνι θεωρούνταν ως ο πιθανότερος διάδοχός του.
Έλαβε το όνομα Παύλος, με σκοπό να ανανεώσει την παγκόσμια αποστολή της εξάπλωσης του Λόγου του Χριστού. Επαναλειτούργησε το Δεύτερο Συμβούλιο του Βατικανού, που αυτομάτως είχε κλείσει με το θάνατο του προκατόχου του, και του έθεσε νέες προτεραιότητες και κατευθύνσεις. Αφού το Συμβούλιο ολοκλήρωσε το έργο του, ο Παύλος ΣΤ΄ τέθηκε επικεφαλής της διερμηνείας και εφαρμογής των συναντήσεών του, βαδίζοντας συχνά στη λεπτή γραμμή μεταξύ των αντικρουόμενων προσδοκιών μεταξύ των διαφόρων ομάδων που δρούσαν στο εσωτερικό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Το μέγεθος και το βάθος των μεταρρυθμίσεών του, που περιλάμβαναν όλες τις πτυχές της εκκλησιαστικής ζωής ξεπέρασε ανάλογες μεταρρυθμίσεις των προκατόχων και των διαδόχων του.
Σχέσεις με την Ορθοδοξία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 25 Ιουλίου του 1967, ο προκαθήμενος της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, Πάπας Παύλος ΣΤ', συναντήθηκε σε κατανυκτική ατμόσφαιρα με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα στον καθεδρικό ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι. Είχαν περάσει 1.250 χρόνια από την τελευταία επίσκεψη Πάπα στην Κωνσταντινούπολη, η οποία είχε πραγματοποιηθεί το έτος 711 από τον Πάπα Κωνσταντίνο. Οι δύο ιεράρχες συναντήθηκαν για πρώτη φορά το 1964 στο Όρος των Ελαιών, στην Ιερουσαλήμ. Μεταξύ των σκοπών της επίσκεψης του Πάπα στο Φανάρι ήταν, ακριβώς, η συνεργασία των δύο Εκκλησιών για την προστασία των μνημείων των Αγίων Τόπων μέσα στη δίνη της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης. Κύριος στόχος, ωστόσο, της επίσκεψης του Πάπα και της ανταπόδοσής της από τον Πατριάρχη, στις 26 Οκτωβρίου του ίδιου έτους στο Βατικανό, δεν ήταν άλλος από την προώθηση του μεγάλου κοινού οράματος του Αθηναγόρα και του Παύλου ΣΤ' για την αναγέννηση της από αιώνες χαμένης ενότητας της χριστιανοσύνης και, πρωτίστως, για την προσέγγιση των δύο μεγάλων Εκκλησιών: "Οικοδομήσωμεν το Σώμα Χριστού τα διηρημένα συνάπτοντες και τα εσκορπισμένα επανασυνάπτοντες. Συνάψωμεν δε τα διηρημένα αμοιβαίαις πράξεσιν βεβαιούντες τα κοινά της Πίστεως και του κανόνος σημεία", ήταν τα λόγια του Πατριάρχη. Αποκορύφωμα της προσπάθειας αυτής ήταν αναμφισβήτητα η άρση, το 1965, του αμοιβαίου αναθέματος του 1054 και στην Κωνσταντινούπολη ο Πάπας "προς γενικήν κατάπληξιν, προσηυχήθη γονυκλινής επί των μαρμαρίνων πλακών του δαπέδου της Αγίας Σοφίας... εις τον τόπον ο οποίος προσιδίαζε περισσότερον παντός άλλου εις την ιστορικήν αυτήν χειρονομίαν, εκεί όπου προ εννέα αιώνων ο απεσταλμένος του Πάπα Λέοντος Θ', του αδιαλλάκτου προκατόχου του, είχε καταθέσει το βούλευμα του αφορισμού", σχολίασε ο Τύπος[2].
Θεολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Παύλος ΣΤ΄ ήταν ένας «Θεοτοκιστής» Πάπας, συζητώντας επανειλημμένα στα «Θεοτοκικά» φόρα και τις Μαριολογικές συναντήσεις, επισκεπτόμενος ιερά της Θεοτόκου και εκδίδοντας τρεις (3) Θεοτοκικές εγκυκλίους. Ακολουθώντας το διάσημο προκάτοχό του, τον Άγιο Αμβρόσιο του Μιλάνου, ονόμασε τη Θεοτόκο «Μητέρα της Εκκλησίας», κατά τη διάρκεια του Συμβουλίου του Βατικανού. Ο Παύλος ΣΤ΄ προώθησε τον παγκόσμιο διάλογο με τα άλλα χριστιανικά δόγματα, αλλά και τις άλλες θρησκείες και τους εκπροσώπους των αθεϊστών, μη εξαιρώντας κανένα γνωστό δόγμα. Είδε τον εαυτό του ως ταπεινό υπηρέτη των αναξιοπαθούντων ανθρώπων και απαίτησε σημαντικές αλλαγές από τους πλούσιους Αμερικανούς και Ευρωπαίους προς όφελος των φτωχών του Τρίτου Κόσμου. Οι απόψεις του στον έλεγχο των γεννήσεων και σε άλλα ζητήματα αμφισβητήθηκαν στη Δυτική Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, αλλά επιδοκιμάστηκαν στην Ανατολική και τη Νότια Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική. Κατά την παπική του θητεία πραγματοποιήθηκαν μερικές φορές επαναστατικές αλλαγές στον κόσμο, όπως φοιτητικές εξεγέρσεις, ο Πόλεμος του Βιετνάμ και άλλες αναταραχές. Ο Παύλος ΣΤ΄ προσπάθησε να κατανοήσει όλα αυτά τα προβλήματα, αλλά ταυτόχρονα υπεραμύνθηκε του αποθέματος πίστης που εμπιστευόταν. Ο Παύλος ΣΤ΄ πέθανε στις 6 Αυγούστου του 1978, ανήμερα του εορτασμού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα για τους Ορθοδόξους.