Abgrund
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Abgrund | die | Abgrunde |
γενική | des | Abgrunds Abgrundes |
der | Abgrunde |
δοτική | dem | Abgrund Abgrunde |
den | Abgrunden |
αιτιατική | den | Abgrund | die | Abgrunde |
Ετυμολογία
- Abgrund < μέση άνω γερμανική abgrunt < παλαιά άνω γερμανική abgrunti
Προφορά
Ουσιαστικό
Abgrund (de) αρσενικό