Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος | |||
---|---|---|---|
Χρονολογία | 1 Σεπτεμβρίου 1939 – 2 Σεπτεμβρίου 1945 | ||
Τόπος | Ευρώπη, Ειρηνικός Ωκεανός, Νοτιοανατολική Ασία, Μέση Ανατολή, Μεσόγειος Θάλασσα και Αφρική | ||
Έκβαση |
| ||
Αντιμαχόμενοι | |||
| |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Απολογισμός | |||
| |||
[ αναλυτικότερα ] |
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν παγκοσμίου κλίμακας πόλεμος που διήρκεσε από το 1939 έως το 1945, αν και σχετικές συγκρούσεις ξεκίνησαν νωρίτερα. Περιλάμβανε τη συντριπτική πλειονότητα των χωρών του κόσμου (συμπεριλαμβανομένων όλων των μεγάλων δυνάμεων της εποχής - τη Σοβιετική Ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, την Ιαπωνία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιταλία και τη Γαλλία) σχηματίζοντας δύο αντίπαλες στρατιωτικές συμμαχίες: τους Συμμάχους και τις Δυνάμεις του Άξονα. Αποτέλεσε την πιο εκτεταμένη γεωγραφικά και δαπανηρή σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους ένοπλη σύγκρουση στην ιστορία της ανθρωπότητας, στην οποία έλαβαν μέρος περισσότεροι από 100 εκατομμύρια άνθρωποι από περισσότερες από 30 χώρες, που διέθεσαν όλες τις οικονομικές, βιομηχανικές και επιστημονικές ικανότητες τους στην παγκόσμια προσπάθεια, εξαλείφοντας τη διάκριση μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών πόρων.
Από την πλειονότητα των ιστορικών θεωρείται ως συνέχεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, διότι στην ουσία τα αίτια και οι δυνάμεις που τον προκάλεσαν ήταν οι ίδιες. Μερικές από τις βασικές αιτίες του πολέμου ήταν οι επαχθείς όροι που επιβλήθηκαν στην ηττημένη Γερμανία από τη συνθήκη των Βερσαλιών και η τάση των χωρών του φασιστικού Άξονα (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) να κυριαρχήσουν στον κόσμο. Στη Γερμανία κυβερνούσε από το 1933 ο Αδόλφος Χίτλερ, που επεδίωκε να ανορθώσει το γόητρο της καταρρακωμένης χώρας του και να πάρει εκδίκηση από τους Αγγλογάλλους για την ήττα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην Ιταλία εξουσίαζαν οι φασίστες του Μπενίτο Μουσολίνι από το 1922, ενώ η στρατοκρατική Ιαπωνία είχε ξεκινήσει και επιδίωκε τη συνέχιση της επεκτατικής της πολιτικής, που ονόμαζε «Μεγάλη Σφαίρα Ευημερίας της Ανατολής».
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος σημαδεύτηκε από μαζικές εκτελέσεις και θανάτους στρατιωτών αλλά και πολιτών. Οι ναζιστικές δυνάμεις του Χίτλερ προχώρησαν σε μαζικούς θανάτους και πολιτών, κυρίως εβραϊκής καταγωγής, το ονομαζόμενο Ολοκαύτωμα, έγκλημα κατά της ανθρωπότητας από τους Γερμανούς του Χίτλερ. Συνολικά δολοφονήθηκαν περισσότεροι από 11 εκατομμύρια άνθρωποι. Κυριάρχησε η πρακτική των βομβαρδισμών βιομηχανικών κέντρων και κατοικημένων περιοχών σε πόλεις της Ευρώπης από τους Γερμανούς, τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς, κατά τη διάρκεια της οποίας περισσότεροι από 1 εκατομμύριο άνθρωποι σκοτώθηκαν. Συμπεριλαμβάνονται και όσοι σκοτώθηκαν από τη ρίψη των δύο ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι από τις Η.Π.Α., ως αντίποινα από τη σύναψη συμμαχίας της Ιαπωνίας με τον Χίτλερ και τη ναζιστική Γερμανία. Το Ολοκαύτωμα κατά των Εβραίων και οι επιθέσεις με ατομικές βόμβες κατατάσσονται συχνά ως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.[7][8][9][10][11] Ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι συγκλονιστικός και υπολογίζεται σε 50 έως 85 εκατομμύρια. Τα δεδομένα αυτά έκαναν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο την πιο θανατηφόρα σύγκρουση στην ανθρώπινη ιστορία. Χρονολογικά, άρχισε στις 7 Ιουλίου 1937 στην Ασία και την 1 Σεπτεμβρίου 1939 στην Ευρώπη και τελείωσε στις 2 Σεπτεμβρίου 1945.
Σημαντικό ρόλο τόσο πριν από την έναρξη όσο και κατά τη διάρκεια του πολέμου διαδραμάτισαν και οι υπηρεσίες πληροφοριών, όπως η Άμπβερ στη Γερμανία και το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ορισμένα από τα επιτεύγματά τους επηρέασαν σημαντικά την τελική έκβαση του Πολέμου.
«Καινοτομία» αυτού του πολέμου: η ατομική βόμβα. Με το τέλος του πολέμου άρχισε ο Ψυχρός Πόλεμος, εξαιτίας του ανταγωνισμού ΗΠΑ-Σοβιετικής Ένωσης για την παγκόσμια κυριαρχία, ενώ η Μεγάλη Βρετανία αν και βρίσκονταν στο στρατόπεδο των νικητών, έχασε το μεγαλύτερο μέρος των αποικιών της και την προηγούμενη ηγετική θέση της.
Αίτια – Μεσοπόλεμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι νικητές επέβαλαν με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών στην ηττημένη Γερμανία σκληρότατους όρους, με σκοπό να τη γονατίσουν οικονομικά. Οι πολεμικές επανορθώσεις που επιβλήθηκαν στη Γερμανία ήταν τόσο υπέρογκες, που δημιούργησαν ένα κύμα αντιδράσεων στον Γερμανικό λαό, που πάντα πίστευε ότι δεν έχασε πραγματικά τον πόλεμο αλλά «προδόθηκε». Παράλληλα, ο κόσμος βρισκόταν σε μία οικονομική κρίση που ξεκίνησε με την κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης το 1929, η οποία ακολουθήθηκε από μια ταχεία κάμψη της παραγωγής, απασχόλησης και εξωτερικού εμπορίου των ΗΠΑ. Αλυσιδωτά, οι επιπτώσεις ήταν σημαντικές: Το Ηνωμένο Βασίλειο θέσπισε στη διάσκεψη της Οττάβας, το σύστημα της προτίμησης στο εμπόριο με κράτη της Κοινοπολιτείας, ενώ η Φασιστική Ιταλία εφάρμοσε αυστηρούς ελέγχους στην παραγωγή και προχώρησε στη στρατιωτικοποίηση της χώρας.
Η απελπισία από την παγκόσμια οικονομική κρίση και το αίσθημα ότι οι Γερμανοί παρεμποδίζονταν να έχουν όλα αυτά που δικαιούνταν, οδήγησαν σε μια έξαρση του εθνικισμού και διευκόλυναν την άνοδο στην εξουσία του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος NSDAP με αρχηγό τον Χίτλερ. Η πολιτική του Χίτλερ ήταν να αναδημιουργήσει τη Γερμανία αποκτώντας τον αναγκαίο «ζωτικό χώρο» (Lebensraum) και να κάνει ένα «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» με όλους εκείνους, που θεωρούσε, ότι είχαν φέρει τη χώρα στην κακή αυτή κατάσταση. Το τελευταίο, πέρα από τη Γαλλία, περιελάμβανε και τους Εβραίους και ήταν και το βασικό επιχείρημα του αντισημιτισμού του.
Στο ξεκίνημα της διακυβέρνησής του, ο Χίτλερ βεβαίωνε για τις ειρηνικές διαθέσεις του, αλλά στις 14 Οκτωβρίου 1933 ανακοίνωσε ότι δεν αναγνώριζε πλέον τους περιορισμούς όσον αφορά στους εξοπλισμούς που είχαν επιβληθεί στη Γερμανία και ότι, ταυτόχρονα, αποσυρόταν από την Κοινωνία των Εθνών. Την παραπάνω εξαγγελία συνόδευσε με προσφορά για περιορισμό των εξοπλισμών βάσει διμερούς συμφωνίας με τη Γαλλία, πράγμα που προκάλεσε αβεβαιότητα για τις πραγματικές του προθέσεις. Μετά τη δολοφονία του Αυστριακού Καγκελάριου Ένγκελμπερτ Ντόλφους, εξερράγη στην Αυστρία φιλοχιτλερικό κίνημα και οι κινήσεις του γερμανικού στρατού δημιούργησαν υπόνοιες για ετοιμασίες επέμβασης στην Αυστρία, η οποία τελικά ματαιώθηκε από μια Ιταλική κινητοποίηση.
Το 1935 ο Χίτλερ, κατόπιν διενέργειας δημοψηφίσματος μεταξύ του τοπικού πληθυσμού, ανακατέλαβε την περιοχή του Σάαρ, ενώ το Μάρτιο του 1936 επανέλαβε την ενέργειά του και στη Ρηνανία. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους συνέπηξε με τον αυτοκράτορα της Ιαπωνίας Χιροχίτο το Γερμανοϊαπωνικό Σύμφωνο. Λίγους μήνες αργότερα (1937) με τη σύμπραξη της Ιταλίας συγκροτήθηκε ο Άξονας Βερολίνου - Ρώμης. Στις 29 Σεπτεμβρίου του 1939 συνήφθη η Συμφωνία του Μονάχου, με την οποία ο ηγέτης των Ναζί πέτυχε την παραχώρηση άδειας των δυτικών συμμάχων να προβεί σε περαιτέρω επεκτατικές διπλωματικές κινήσεις, με αντάλλαγμα την τήρηση ειρηνικής στάσης εκ μέρους του. Όπως αποδείχθηκε όμως πολύ σύντομα, ο Χίτλερ εξαπάτησε τους υπόλοιπους συνέδρους κερδίζοντας ουσιαστικά, περισσότερο χρόνο για την αρτιότερη προετοιμασία της πολεμικής εκστρατείας που είχε προ πολλού, σχεδιάσει[12] σε βάρος τους.
Σε αντίδραση προς τη Γερμανική επεκτατικότητα, η Γαλλία, μέσω του υπουργού της των Εξωτερικών, Λουί Μπαρτού, προσπάθησε να συνασπίσει όλα τα μέρη, των οποίων τα συμφέροντα, κινδύνευαν από την αναβίωση της γερμανικής ισχύος. Μετά τη δολοφονία του, ο διάδοχός του Πιέρ Λαβάλ προσανατολίστηκε σε μία τετραμερή συμφωνία μεταξύ Γαλλίας, Γερμανίας, Μεγάλης Βρετανίας και Ιταλίας. Αυτό, όμως, ευνοούσε τα ιταλικά σχέδια για επίθεση κατά της Αιθιοπίας. Ο ηγέτης της Ιταλίας, Μουσολίνι, πέτυχε γαλλοϊταλική συμφωνία που του έδινε ελευθερία δράσης στην Αιθιοπία[13].
Η Ιαπωνία από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε ξεκινήσει επέκταση βασισμένη στη εκβιομηχάνιση και τον εκσυγχρονισμό της. Το 1905 νίκησε τη Ρωσία και το 1910 κατέλαβε την Κορέα και την έκανε αποικία της. Η πορεία εκδημοκρατισμού της χώρας ανακόπηκε τη δεκαετία του 1930 από την οικονομική κρίση η οποία ανέδειξε πολλούς στρατιωτικούς ηγέτες που ανέλαβαν τον έλεγχο της χώρας στο όνομα του Αυτοκράτορα Χιροχίτο. Το 1931, η Ιαπωνία εισέβαλε στη Μαντζουρία, και το 1937 έκανε μια νέα εισβολή, κατακτώντας και ολόκληρη τη χώρα αυτή. Γι' αυτό τον λόγο, πολλοί μελετητές θεωρούν ως σημείο έναρξης του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου το 1936/1937.
Διπλωματία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παρόλο που τα παραπάνω οικονομικά και γεωπολιτικά αίτια έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην υποκίνηση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, θα ήταν λάθος να παραγνωρισθεί το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή διπλωματία στην περίοδο του Μεσοπολέμου έζησε τις χειρότερες στιγμές της, οι οποίες έδρασαν ως καταλύτης και επιταχυντής της καταστροφής που ακολούθησε. Τα προβλήματα στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου περιέπλεξαν πολύ τα ίδια συμφέροντα των νικητών. Η Γαλλία απαίτησε τη δια παντός εξασθένηση της Γερμανίας, τρομαγμένη και εξοργισμένη από τις καταστροφές που είχε υποστεί με τον συνεχή, πολεμικό, ανταγωνισμό μαζί της, τα τελευταία 20 χρόνια. Η Αγγλία όμως, δεν ευνοούσε (από την εποχή των Ναπολεόντειων πολέμων ακόμα) την επικράτηση μίας χώρας στην ηπειρωτική Ευρώπη, βλέποντας τη Γερμανία ως τον φυσικό «μετριαστή» της Γαλλικής επιρροής στην ήπειρο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, προσπάθησαν να εξασκήσουν έμμεσα τη διπλωματική τους επιρροή εναντίον των Αγγλο - Γάλλων, που ουσιαστικά ήταν οι δυο κύριες αποικιακές δυνάμεις στον κόσμο και είχαν υπό τον έλεγχό τους περιοχές, για τις οποίες η ίδια η Αμερική, διατηρούσε αντίστοιχο ενδιαφέρον, ειδικά στα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής και Αραβίας. Ιδιαίτερα η ιδέα των Αμερικανών για τη δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών απέδειξε την αμφίρροπη θέση τους, από τη στιγμή που οι ίδιοι απέφυγαν, τελικά, να συμμετάσχουν σε αυτήν. (Σημείωση: Οι Ηνωμένες Πολιτείες έμελλε να είναι το πέμπτο μόνιμο μέλος της ΚτΕ, αλλά η αμερικανική Γερουσία ψήφισε στις 19 Μαρτίου 1920 κατά της κύρωσης της Συνθήκης των Βερσαλλιών, εμποδίζοντας έτσι, την αμερικανική συμμετοχή στον Σύνδεσμο.)
Οι «μικροί» νικητές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Ιταλία και Ιαπωνία, αρχικά βρέθηκαν στο πλευρό των Αγγλο - Γάλλων με την ελπίδα να τους αναγνωριστούν μεταπολεμικά γεωπολιτικά κέρδη, τα οποία όμως δεν υλοποιήθηκαν, γιατί και οι δυο αυτές χώρες αναζητούσαν τον δικό τους «ζωτικό χώρο» στη Μεσόγειο και τον Ειρηνικό, περιοχές που όμως έλεγχαν σθεναρά Άγγλοι και Αμερικανοί αντίστοιχα. Όσο για τη Ρωσία, που τώρα ήταν η κοιτίδα των Σοβιέτ και είχε εμπειρίες από τις απόπειρες των Αγγλο - Γάλλων να σταματήσουν την επανάσταση της, αρχικά με στρατιωτική επέμβαση κι αργότερα με απόπειρα δολοφονίας του Λένιν, ένοιωθε την ανάγκη να εξασφαλίσει την επιρροή της στις γειτονικές χώρες. Μάλιστα το 1920 - 1921 ενεπλάκη σε πόλεμο με την Πολωνία. Ταυτόχρονα οι Αγγλο - Γάλλοι φοβήθηκαν ότι, πολύ εύκολα, μια σοβιετική επανάσταση θα μπορούσε να εξαχθεί και στις δικές τους χώρες, με την υποκίνηση της Ρωσίας. Οι Σοβιετικοί από την πλευρά τους, αν και θεωρούσαν τους Δυτικούς ως ιδεολογικούς τους εχθρούς, άλλοτε επιζήτησαν τη συμμαχία τους εναντίον του Χίτλερ και άλλοτε επιδίωξαν τον διαχωρισμό της θέσης τους από αυτούς.
Αυτοί οι πολύπλοκοι ανταγωνισμοί επέτρεψαν στους Χίτλερ και Μουσολίνι να ελιχθούν διπλωματικά μεταξύ των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και να αποκομίσουν τεράστια οφέλη και, κυρίως, ανοχή για μεγάλο διάστημα, πράγμα που τους επέτρεψε να οικοδομήσουν το περιβάλλον εκείνο, που θα τους επέτρεπε να εξαπολύσουν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Αγγλο - Γαλλική διπλωματία από τη μία μεριά έβλεπε στα πρόσωπα των δυο δικτατόρων ένα «αντισοβιετικό τείχος», έναν αντικομουνιστικό «χωροφύλακα» στην Ευρώπη, πράγμα που διευκόλυνε την ανοχή στο ναζιστικό καθεστώς, ενώ πεισματικά ήθελαν να πιστεύουν (και ειδικά οι Άγγλοι) ότι απέφευγαν μια βέβαια πολεμική σύγκρουση, που διαφορετικά θα έθετε τελικά σε κίνδυνο τις αποικίες τους ανά τον κόσμο, που απαιτούσαν χρήμα και μέσα για να διατηρήσουν.
Παράλληλα, οι Αμερικανοί παρακολουθούσαν ήδη από τη δεκαετία του 1920 τις κινήσεις της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό και καταλάβαιναν ότι τελικά η σύγκρουση θα ήταν αναπόφευκτη αλλά οι πολιτικοί της είχαν υποσχεθεί να μην επιτρέψουν ξανά να πεθάνουν τα παιδιά τους για τα συμφέροντα των χωρών έξω από την ήπειρό τους, πράγμα που τους έκανε να κρατήσουν μια επιφανειακά ουδέτερη στάση, που και αυτή ευνόησε τους δυο δικτάτορες στην Ευρώπη. Επιπλέον, αμερικανικές εταιρείες είχαν επενδύσει στη μεσοπολεμική Γερμανία, που είχε πολύ φτηνά εργατικά χέρια, και υπήρξαν δηλώσεις υπέρ του χιτλερικού καθεστώτος, σε γνωστούς οικονομικούς κύκλους της χώρας.
Η στάση αυτή επέτρεψε και την απώλεια της δημοκρατικής Ισπανίας, όπου Χίτλερ και Μουσολίνι απεκόμισαν τα μέγιστα σε εντυπώσεις και διπλωματία, ενώ οι «ουδέτεροι» Αγγλο - Γάλλοι βρέθηκαν, τελικά, σε πολύ δύσκολη θέση, όταν με το τέλος του Ισπανικού Εμφυλίου το 1939, η Ισπανία υπέκυψε στον Φράνκο και βρέθηκαν περικυκλωμένοι από φιλοναζιστικά καθεστώτα, απέχοντας μόνο λίγους μήνες από τον αναπόφευκτο πλέον πόλεμο. Αυτή η πολύπλοκη και παράλογη διπλωματική κατάσταση έφτασε μάλιστα μέχρι το σημείο να γεννήσει και το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης, σχεδόν την ίδια ώρα που αποφασιζόταν από τον Χίτλερ η μοιραία επέκταση ανατολικά. Εν πολλοίς, η διπλωματία εκείνη. όχι μόνο προσέφερε έδαφος για τη δημιουργία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά ως ένα βαθμό, επηρέασε και τον Ψυχρό Πόλεμο και ίσως ακόμα και σήμερα τις τύχες ορισμένων περιοχών της υφηλίου.[14]
Προπολεμικές συγκρούσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ιταλική εισβολή στην Αιθιοπία (1935)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Οκτώβριο του 1935, ξεκινά Β' Ιταλο-Αιθιοπικός Πόλεμος ο οποίος έληξε σύντομα, τον Μάιο του 1936. Ο πόλεμος ξεκίνησε με την εισβολή των Ιταλικών ενόπλων δυνάμεων στην Αιθιοπική Αυτοκρατορία (επίσης γνωστή ως Αβυσσινία), που είχαν ως βάση τις τότε Ιταλικές κτήσεις της Σομαλιλάνδης και της Ερυθραίας.[15] Ο πόλεμος είχε ως αποτέλεσμα τη στρατιωτική κατοχή της Αιθιοπίας και την προσάρτησή της στη νεοσύστατη αποικία της Ιταλικής Ανατολικής Αφρικής. Μέσω του γεγονότος αυτού, φάνηκε και η αδυναμία της Κοινωνίας των Εθνών να διατηρήσει την ειρήνη. Τόσο η Ιταλία όσο και η Αιθιοπία ήταν έθνη-μέλη, όμως η Κοινωνία των Εθνών δεν έδρασε, ενώ η Ιταλία παραβίαζε σαφώς το Άρθρο Χ του Συμφώνου της Κοινωνίας.[16] Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία υποστήριξαν την επιβολή κυρώσεων στην Ιταλία για την εισβολή, αλλά οι κυρώσεις δεν επιβλήθηκαν ποτέ πλήρως και δεν απέτρεψαν την εισβολή.[17] Μέσω αυτής της εισβολής η Ιταλία κατάφερε να εδραιωθεί στην Αφρική.
Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος (1936-1939)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Ιούλιο του 1936 στην Ισπανία, στρατιωτικοί με επικεφαλής τον στρατηγό και αρχηγό του κόμματος "Φάλαγγα" Φρανθίσκο Φράνκο αποφάσισαν να κινηθούν κατά της εκλεγμένης κυβέρνησης και να καταλάβουν πραξικοπηματικά την εξουσία. Από την μεριά των υποστηρικτών του Φράνκο δημιουργείται η Εθνικιστική Παράταξη ενώ οι αντίπαλοί τους και υποστηρικτές της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης, συγκροτούν τη Δημοκρατική Παράταξη. Ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι έδωσαν στρατιωτική υποστήριξη στον Φράνκο, με την Ιταλία να υποστηρίζει τους πραξικοπηματίες σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι έκαναν οι Γερμανοί: συνολικά ο Μουσολίνι έστειλε στην Ισπανία περισσότερα από 70.000 επίγεια στρατεύματα και 6.000 προσωπικό αεροπορίας, καθώς και περίπου 720 αεροσκάφη.[18] Η Σοβιετική Ένωση υποστήριξε την υπάρχουσα κυβέρνηση της Ισπανικής Δημοκρατίας. Περισσότεροι από 30.000 ξένοι εθελοντές, γνωστοί ως Διεθνείς Ταξιαρχίες, πολεμούσαν επίσης ενάντια στους Εθνικιστές. Η Γερμανία χρησιμοποίησε αυτόν τον πόλεμο, ως ευκαιρία να δοκιμάσει τα πιο προηγμένα όπλα και τακτικές τους. Η Εθνικιστική Παράταξη κέρδισε τελικά τον εμφύλιο πόλεμο, τον Απρίλιο του 1939. Ο Φράνκο, πλέον δικτάτορας, θα παραμείνει επίσημα ουδέτερος κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά γενικά θα ευνοήσει τον Άξονα, με μεγαλύτερη συνεργασία του την αποστολή εθελοντών για τη μάχη στο Ανατολικό Μέτωπο.[18]
Ιαπωνική εισβολή στην Κίνα (1937)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Ιούλιο του 1937, η Ιαπωνία κατέλαβε την πρώην κινεζική αυτοκρατορική πρωτεύουσα του Πεκίνου αφού υποκίνησε το περιστατικό της Γέφυρας του Μάρκο Πόλο, που κατέληξε στην εκστρατεία της Ιαπωνίας εναντίον της Κίνας.[19] Από τον Σεπτέμβριο έως τον Νοέμβριο, οι Ιάπωνες επιτέθηκαν στο Ταϊγιουάν, δέσμευσαν τον στρατό των Κινέζων Εθνικιστών γύρω από το πεδίο της μάχης[20] και πολέμησαν τον στρατό των Κινέζων Κομμουνιστών.[21][22] Ο στρατηγός Τσιανγκ Κάι Σεκ ανέπτυξε τα στρατεύματά του για να υπερασπιστεί τη Σαγκάη, αλλά μετά από τρεις μήνες μάχης, η Σαγκάη έπεσε. Οι Ιάπωνες συνέχισαν να απωθούν τις κινεζικές δυνάμεις, καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσα Νανκίνγκ τον Δεκέμβριο του 1937. Μετά την πτώση του Νανκίνγκ, δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες Κινέζοι πολίτες και αφοπλισμένοι μαχητές δολοφονήθηκαν από τους Ιάπωνες.[23][24]
Τον Μάρτιο του 1938, οι εθνικιστικές κινεζικές δυνάμεις κέρδισαν την πρώτη τους μεγάλη νίκη στο Τάιχερχουάνγκ, αλλά δυο μήνες αργότερα η πόλη Ξουτσόου καταλήφθηκε από τους Ιάπωνες.[25] Τον Ιούνιο του 1938, οι κινεζικές δυνάμεις καθυστέρησαν την ιαπωνική πρόοδο πλημμυρίζοντας τον Κίτρινο Ποταμό. Αυτός ο ελιγμός αγόρασε χρόνο για τους Κινέζους να προετοιμάσουν την άμυνά τους στη Γουχάν, αλλά η πόλη καταλήφθηκε τελικά τον Οκτώβριο.[26] Οι Ιαπωνικές στρατιωτικές νίκες δεν επέφεραν την κατάρρευση της κινεζικής αντίστασης που η Ιαπωνία ήλπιζε να επιτύχει. Αντ 'αυτού, η κινεζική κυβέρνηση μετεγκαταστάθηκε εσωτερικά στο Τσονγκκίνγκ και συνέχισε τον πόλεμο.[27][28]
Συγκρούσεις Σοβιετικής Ένωσης - Ιαπωνίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του 1930, οι Ιαπωνικές δυνάμεις στη Μαντζουρία είχαν σποραδικές συνοριακές συγκρούσεις με τη Σοβιετική Ένωση και τη Μογγολία. Το ιαπωνικό δόγμα του Χοκουσίν-Ρον, το οποίο είχε στόχο την επέκταση της Ιαπωνίας προς τα βόρεια, υιοθετήθηκε από τον αυτοκρατορικό στρατό κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Με την ήττα της Ιαπωνίας στο Μάχη του Χαλχίν Γκολ το 1939, τον πόλεμο με την Κίνα να διεξάγεται ταυτόχρονα[29] και τους Γερμανούς να επιδιώκουν ουδετερότητα με τους Σοβιετικούς, αυτή η πολιτική θα αποδειχθεί δύσκολο να διατηρηθεί. Η Ιαπωνία και η Σοβιετική Ένωση υπέγραψαν τελικά ένα Σύμφωνο Ουδετερότητας τον Απρίλιο του 1941. Η Ιαπωνία όμως εξακολούθησε να υιοθετεί επεκτατικό δόγμα, το οποίο πήρε πλέον κατεύθυνση προς τα νότια και τον Ειρηνικό, οδηγώντας τελικά στον πόλεμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Συμμάχους.[30][31]
Προσάρτηση Αυστρίας (1938) και Τσεχοσλοβακίας (1939) στη Γερμανία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 12 Μαρτίου του 1938, η Γερμανία εξανάγκασε σε άνευ όρων συνθηκολόγηση την Αυστρία και την προσάρτησε, σε μια κίνηση που ονομάστηκε Anschluss (Άνσλους). Η Ιταλία περίμενε να δει την αντίδραση της Βρετανίας, που τελικά δεν υπήρξε, κι έτσι προτίμησε να δεχτεί την ενέργεια, σφίγγοντας περισσότερο τον δεσμό του άξονα Ρώμης-Βερολίνου. Τον Σεπτέμβριο, υπό την απειλή πολέμου, ο Χίτλερ προσάρτησε στη Γερμανία και τη Σουδητία, περιοχή της δυτικής Τσεχοσλοβακίας, με συμπαγή γερμανική μειονότητα 3.500.000 ατόμων. Ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Νέβιλ Τσάμπερλεν, σαφής υποστηρικτής της πολιτικής του «κατευνασμού» (appeasement), υπέγραψε με τη Γερμανία τη Συμφωνία του Μονάχου, σύμφωνα με την οποία η Σουδητία αποδιδόταν στη Γερμανία, με αντάλλαγμα την υπόσχεση να μην προσαρτηθεί περισσότερο τσεχικό έδαφος, πράγμα που καταστρατηγήθηκε έξι μήνες αργότερα, όταν τον Μάρτιο του 1939 ο Χίτλερ κατέλαβε ολόκληρη την Τσεχοσλοβακία.
Αλλά και τότε ακόμα, η Αγγλία δεν τόλμησε να απαιτήσει από τον Χίτλερ τον σεβασμό των συμφωνημένων. Η αγγλική διπλωματία, έρμαιο μιας πολιτικής των προηγουμένων κυβερνήσεων, που έβλεπαν με συμπάθεια τον Χίτλερ - βλέπε δηλώσεις του πρώην πρωθυπουργού της Ντέιβιντ Λόυντ Τζωρτζ (David Lloyd George) και του Υπουργού Εξωτερικών Λόρδου Χάλιφαξ υπέρ του Χίτλερ - ήθελαν να πιστεύουν μέχρι την τελευταία στιγμή ότι δεν έσφαλαν και μπορούσαν να ελέγξουν τον Χίτλερ. Κατ' άλλους, η στάση αυτή ήταν αποτέλεσμα της αδύναμης ακόμα πολεμικής μηχανής της Αγγλίας για μια μακρόχρονη και μεγάλη πολεμική εμπλοκή και απλά κέρδιζε χρόνο, αλλά κατ' άλλους επρόκειτο απλά για μια διπλωματική γκάφα ολκής, η οποία ως μόνη εγγύηση δεν είχε άλλο, πέραν της καλής θέλησης του Γερμανού δικτάτορα.
Στοιχεία Γερμανικού επεκτατισμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο επεκτατισμός της Γερμανίας φάνηκε ξεκάθαρα με τις επόμενες απειλές του Χίτλερ προς την Πολωνία για τα θέματα του Ντάντσιχ και της ανατολικής Πρωσίας. Οι Άγγλοι αναγκάστηκαν τότε να δεσμευτούν με δική τους επέμβαση, αν προσβαλλόταν η ανεξαρτησία της Πολωνίας. Στις 23 Μαρτίου 1939 η Βρετανία και η Γαλλία είχαν εγγυηθεί μονομερώς την ακεραιότητα του Βελγίου, της Ολλανδίας και της Ελβετίας. Την ίδια εγγύηση έδωσαν στις 31 Μαρτίου και στην Πολωνία. Μετά την κατάληψη της Αλβανίας από την Ιταλία στις 7 Απριλίου 1939, έδωσαν ανάλογες εγγυήσεις στην Ελλάδα και τη Ρουμανία.
Κατά την κρίση της Σουδητίας το 1938, ο Στάλιν, είχε προσφέρει βοήθεια στην Τσεχοσλοβακία, αλλά δεν κλήθηκε να συμμετάσχει στη Συμφωνία του Μονάχου. Ο Χίτλερ του υπέβαλε μια πρόταση για ειρήνη ώστε να αποφευχθεί η σύγκρουση και, τελικά, στις 23 Αυγούστου 1939 υπεγράφη στη Μόσχα το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης. Με μυστικό πρωτόκολλο δόθηκε στον Στάλιν η ελευθερία να προσαρτηθούν στην ΕΣΣΔ η Φινλανδία, η Εσθονία, η Λετονία, η ανατολική Πολωνία και η ανατολική Ρουμανία, σε περίπτωση που η Γερμανία εισβάλει σε αυτές.
Το ιστορικό του Πολέμου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Έναρξη του πολέμου (1939-1940)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα ξημερώματα της 1ης Σεπτεμβρίου 1939, η Γερμανία εξαπέλυσε επίθεση στην Πολωνία.[32][33] Ο γερμανικός στρατός, εφαρμόζοντας νέα και πρωτοποριακή τακτική που περιλάμβανε τη συνδυασμένη δράση αεροπορίας, τεθωρακισμένων και μηχανοκίνητων δυνάμεων,[32] αιφνιδίασε τους Πολωνούς και σε πολύ σύντομο διάστημα κατέλαβε τη χώρα. Η τακτική αυτή έμεινε γνωστή σαν «Κεραυνοβόλος Πόλεμος» (Blitzkrieg).[32] Στις 17 Σεπτεμβρίου, η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε στην Πολωνία από τα ανατολικά[34] και προσάρτησε τις περιοχές της τότε Πολωνίας στις οποίες κατοικούσαν Ουκρανοί και Λευκορώσοι[35] (σύμφωνα με το μυστικό πρωτόκολλο του Γερμανοσοβιετικού συμφώνου[36]).[37] Η Βαρσοβία δέχθηκε ανηλεείς βομβαρδισμούς από τη Luftwaffe και το γερμανικό πυροβολικό.[38][39][40] Τελικά παραδόθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου,[41][42] ενώ στις 8 Οκτωβρίου προσαρτήθηκαν στο Ράιχ μεγάλες περιοχές της χώρας.[43] Λίγες ημέρες αργότερα συγκροτήθηκε το Γενικό Κυβερνείο.[43] Η Πολωνία, παρά την πεισματική άμυνα του στρατού της και τις τοπικές επιτυχίες, είχε καταληφθεί και διαμελισθεί.
Η Αγγλία και η Γαλλία αναγκάστηκαν να κηρύξουν τον πόλεμο στη Γερμανία, αλλά χωρίς ακόμα να κινητοποιήσουν όλες τους τις δυνάμεις για πλήρη εμπλοκή. Ακολούθησε μια περίοδος που έμεινε γνωστή ως ο «Γελοίος Πόλεμος» (Drôle de Guerre) γιατί, παρά την κήρυξη πολέμου, η μια μερίδα των εμπολέμων δεν έπαιρνε ακόμα μέρος σε γενικό πόλεμο εναντίον της Γερμανίας. Από τις 3 Σεπτεμβρίου 1939 (Κήρυξη του πολέμου από την Μεγάλη Βρετανία στη Γερμανία) έως και τις 10 Μαΐου 1940 (Έναρξη της Γερμανικής επίθεσης στο Δυτικό Μέτωπο), διεξάγονταν πολύ περιορισμένες χερσαίες ή εναέριες εχθροπραξίες. Μοναδική κινητικότητα υπάρχει στις ναυτικές επιχειρήσεις. Ο Γερμανικός Στρατός αναδιοργανώνεται στο Δυτικό Μέτωπο και συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος του δυναμικού του σε αυτό.
Στις 30 Νοεμβρίου η ΕΣΣΔ κήρυξε τον πόλεμο στη Φινλανδία,[44][45] μετά την άρνησή της να δεχτεί στο έδαφός της σοβιετικά στρατεύματα όπως αυτά που είχαν εγκατασταθεί στη Λιθουανία, τη Λετονία και την Εσθονία. Οι Φινλανδοί πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση, και προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στους Σοβιετικούς.[45][46][47] Ο πόλεμος τερματίστηκε επισήμως με τη Συνθήκη της Μόσχας στις 13 Μαρτίου 1940, με την ΕΣΣΔ να λαμβάνει σημαντικά εδαφικά ανταλλάγματα.[46][48][49]
Επιχείρηση Βεζερύμπουνγκ (1940)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Γερμανοί είχαν ήδη προετοιμάσει τη λεγόμενη Επιχείρηση Βεζερύμπουνγκ με σκοπό να καταλάβουν την αποκαλούμενη «οδό του σιδήρου» και έτσι να εκμεταλλευθούν τα λιμάνια της και για να εξασφαλίσουν τη ροή Σουηδικού σιδηρομεταλλεύματος. Στις 9 Απριλίου 1940 οι Γερμανοί, εισέβαλαν στη Δανία, η οποία παραδόθηκε την ίδια μέρα μετά από εντελώς συμβολική αντίσταση.
Στη συνέχεια εισέβαλαν στη Νορβηγία, όπου συνάντησαν αυτή τη φορά αντίσταση, με τις Βρετανικές και τις Γαλλικές δυνάμεις κάνουν επίσης απόβαση για να βοηθήσουν τους Νορβηγούς. Οι Νορβηγοί κηρύσσουν επιστράτευση και παρόλο που τα λιμάνια της χώρας καταλήφθηκαν άμεσα από τους Γερμανούς, προβάλουν σθεναρή αντίσταση, με τους συμμάχους τους Βρετανούς όμως να προβαίνουν συνεχώς σε στρατηγικά λάθη. Τελικά οι Βρετανοί και οι Γάλλοι αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν μετά την κατάρρευση του μετώπου στη Γαλλία, και οι Νορβηγοί υπέγραψαν ανακωχή στις 9 Ιουνίου. Παρά την επιτυχία της, η εισβολή στη Νορβηγία στοίχισε ακριβά στον ήδη πενιχρό, σε σκάφη επιφανείας, Γερμανικό στόλο (Kriegsmarine), ο οποίος έχασε περισσότερα από 10 πολεμικά σκάφη,, στην πλειονότητα τους αντιτορπιλικά.
Πόλεμος στη Δυτική Ευρώπη (1940-1941)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την εξασφάλιση της Νορβηγίας οι Γερμανοί στράφηκαν προς τη Γαλλία και για να υπερκεράσουν τη Γραμμή Μαζινό, σχεδίασαν έναν ελιγμό μέσω του Βελγίου, και επίθεση μέσω Λουξεμβούργου και του δάσους των Αρδεννών (ελιγμός του Σεντάν). Στις 10 Μαΐου ξεκίνησε η εισβολή στο Βέλγιο και την Ολλανδία. Στις 14 Μαΐου η Ολλανδία παραδόθηκε, και την ίδια στιγμή ξεκινούσε επίθεση μέσω των Αρδεννών προς τα μετόπισθεν των Βρετανικών και Γαλλικών γραμμών. Ως τις 26 Μαΐου οι Βρετανικές δυνάμεις είχαν εγκλωβιστεί στη Δουνκέρκη, από όπου κατορθώθηκε με επιτυχία να γίνει εκκένωση και να περάσουν στη Βρετανία 338.226 στρατιώτες, εγκαταλείποντας τεράστιες ποσότητες υλικού στα χέρια της Βέρμαχτ. Στις 27 Μαΐου συνθηκολόγησε το Βέλγιο, στις 5 Ιουνίου ξεκίνησε νέα επίθεση των Γερμανών κατά της Γαλλίας, και στις 10 Ιουνίου η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Βρετανίας και της Γαλλίας. Η Γαλλία ζήτησε ανακωχή, η οποία υπογράφηκε στις 25 Ιουνίου. Η Βόρεια Γαλλία κατελήφθη από τη Γερμανία και στη Νότια δημιουργήθηκε το κράτος της Γαλλίας (Γαλλία του Βισύ), που ακολούθησε ως το τέλος του φιλοχιτλερική στάση.
Η Μεγάλη Βρετανία είχε μείνει η μοναδική δύναμη που συνέχιζε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας. Οι ΗΠΑ μετά την πτώση της Γαλλίας κλονίστηκαν, αλλά παρ’ όλη τη συμπάθεια προς τη Βρετανία διατήρησαν την ουδετερότητά τους, ξεκινώντας όμως στρατολογία (για πρώτη φορά σε καιρό ειρήνης) και αυξάνοντας τον στρατιωτικό προϋπολογισμό. Η Βρετανία εφοδιαζόταν από τις ΗΠΑ, και για να διακοπεί αυτός ο εφοδιασμός οι Γερμανοί ξεκίνησαν τη Μάχη του Ατλαντικού, χρησιμοποιώντας τον στόλο υποβρυχίων που είχαν κατασκευάσει, βυθίζοντας πολλά εμπορικά πλοία. Οι ΗΠΑ επέκτειναν τη γραμμή επέμβασής τους μέχρι τη μέση του Ατλαντικού οπότε, μοιραία, συνάντησαν και γερμανικά υποβρύχια που επιτέθηκαν στις νηοπομπές. Αμερικανικά πλοία ενεπλάκησαν σε πολεμικές επιχειρήσεις συχνά με τα γερμανικά υποβρύχια, αρκετά πριν κηρυχθεί πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών, με θύματα και από τις δύο πλευρές.
Ο Χίτλερ γνώριζε ότι ο μόνος τρόπος για να υποτάξει τη Βρετανία ήταν να εισβάλει στο έδαφός της (είχε, έστω και καθυστερημένα, καταρτιστεί το ανάλογο σχέδιο με το προσωνύμιο «Θαλάσσιος Λέων» (Seelöwe)), αλλά δεν τολμούσε απόβαση όσο δεν είχε εξουδετερωθεί η Βρετανική Αεροπορία (RAF). Έτσι, ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1940 τη λεγόμενη Μάχη της Αγγλίας, με αεροπορικές επιδρομές κατά των αεροδρομίων και λιμανιών της Αγγλίας, που συνεχίστηκαν τον Σεπτέμβριο με επιδρομές κατά πόλεων στο εσωτερικό της χώρας. Η αποτελεσματικότητα του ραντάρ, της αντιαεροπορικής άμυνας και των βρετανικών μαχητικών, προκάλεσαν υψηλές απώλειες στη Γερμανική αεροπορία, που εξαναγκάσθηκε έτσι να πραγματοποιεί μόνον νυκτερινούς βομβαρδισμούς. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1940 ο Χίτλερ ανέβαλε την εισβολή για να προετοιμάσει την εκστρατεία κατά της Σοβιετικής Ένωσης, για την οποία οι στρατηγοί του τελικά τον έπεισαν να ξεκινήσει την άνοιξη αντί του φθινόπωρου, όπως αρχικά σχεδίαζε, ώστε να αποφύγουν τον επερχόμενο χειμώνα. Ο Χίτλερ πίστευε ότι, καταβάλλοντας την ΕΣΣΔ, θα έκαμπτε και τη βρετανική αντίσταση, αν και σύμφωνα με άλλους ήθελε να εξουδετερώσει τη Σοβιετική Ένωση, να εξαλείψει τον κίνδυνο από ανατολικά και, ισχυροποιώντας το ναυτικό και την αεροπορία του να καταβάλει στη συνέχεια τη Μεγάλη Βρετανία.[50] Ωστόσο, στις 11 Μαρτίου του 1941, οι ΗΠΑ, τηρώντας πάντα την αυστηρή ουδετερότητά τους, ψηφίζουν στο Κογκρέσο ένα πολύ σημαντικό νόμο (HR 1776), τον Νόμο Εκμισθώσεως και Δανεισμού (Lend Lease Act), με τον οποίο ο Πρόεδρος (Ρούζβελτ) μπορεί να παραχωρεί σε όποια χώρα κρίνει σκόπιμο και με όποιο αντάλλαγμα κρίνει εύλογο οποιουδήποτε είδους υλικά. Ο Νόμος αυτός ανατρέπει ολοσχερώς τα σχέδια του Χίτλερ.
Ελληνικό Μέτωπο (1940-1941)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο, αφού ο Έλληνας πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς απέρριψε τελεσίγραφο των Ιταλών, σύμφωνα με το οποίο ζητούσαν ελεύθερη διέλευση στη χώρα και κατάληψη στρατηγικών της σημείων. Οι Ιταλοί επιτέθηκαν στην χώρα (μέσω της Αλβανίας) το πρωί της 28ης Οκτωβρίου προελαύνοντας προς το εσωτερικό της, αλλά συνάντησαν σημαντικές δυσκολίες στην προώθηση τους, λόγω των καταστροφών στο οδικό δίκτυο και των καιρικών συνθηκών. Την 1η Νοεμβρίου, οι Ιταλοί έδιναν και επίσημα προτεραιότητα στο μέτωπο της Αλβανίας έναντι αυτού της Αφρικής.[51] Οι Ιταλοί αρχικά σημείωσαν επιτυχίες, καθώς κατάφεραν να απωθήσουν τις λιγοστές δυνάμεις του Ελληνικού στρατού κατευθυνόμενοι από την Πίνδο προς το Μέτσοβο, με την κατάσταση για τις ελληνικές δυνάμεις έγινε απελπιστική. Εξαιτίας της κατάστασης, οι κάτοικοι της περιοχής επιστρατεύονται να βοηθήσουν στον ανεφοδιασμό των Ελλήνων, οι οποίοι διέγνωσαν έγκαιρα την απειλή και κατηύθυναν αμέσως όλες τις μονάδες που επιστρατεύονταν στην απειλούμενη περιοχή. Από τις 31 Οκτωβρίου εκδηλώνεται η αντεπίθεση των Ελλήνων, οι οποία έχει μεγάλη επιτυχία. Περί την 16η Νοεμβρίου έχουν ανακαταλάβει τις συνοριακές διαβάσεις της Πίνδου[52], ενώ με την άφιξη των εφεδρειών που διέταξε ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, κατόρθωσαν να επιτύχουν αριθμητική υπεροχή έναντι των Ιταλών ως τα μέσα Νοεμβρίου.[53] Μετά από σκληρή μάχη στην οχυρωμένη μεθόριο, οι Έλληνες προχωρούν στην Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο. Παρόλο που οι Ιταλοί βρήκαν χρόνο ώστε να αναδιοργανωθούν,[54] οι Έλληνες συνέχισαν την προέλαση και κατόρθωσαν να καταλάβουν ουσιαστικά ολόκληρη τη Βόρεια Ήπειρο μέχρι τα Χριστούγεννα. Στις 10 Ιανουαρίου 1941, πριν την έλευση της βαρυχειμωνιάς, καταλήφθηκε και το στρατηγικής σημασίας οχυρωμένο πέρασμα της Κλεισούρας.[55] Αυτό ήταν και το τέλος της «Μάχης της Πίνδου», καθώς ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι η ιταλική εισβολή είχε λήξει. Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, θεωρείται η πρώτη νίκη των Συμμάχων στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και έχει μείνει γνωστός ως «το Έπος του 40'».
Εν τω μεταξύ, τον Μάρτιο του 1941 και με την απειλή της γερμανικής επέμβασης έκδηλη, οι Βρετανοί έστειλαν τις πρώτες τους ενισχύσεις και πολεμοφόδια στους Έλληνες. Και ενώ, λίγες ημέρες μετά την έναρξη των εχθροπραξιών, με εντολή του Βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ, η ελληνική αεροπορία είχε ενισχυθεί με λίγα αεροσκάφη (τα οποία οι Βρετανοί απέσπασαν από το μέτωπο της Μέσης Ανατολής) τώρα έφταναν στην Ελλάδα Βρετανικά αποικιακά στρατεύματα, αποτελούμενα από 34.000 Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς. Επιπλέον, ήρθαν 24.000 Βρετανοί στρατιώτες, 5.000 Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, καθώς και Άραβες, Εβραίοι και Παλαιστίνιοι εθελοντές.[56] Συγκεκριμένα, στάλθηκαν στρατεύματα[57], καθώς και πολεμοφόδια και δύο πλοία[58].
Ο πόλεμος στα Βαλκάνια (1941)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο μεταξύ, με την Ιταλία να αποτυγχάνει σε Αίγυπτο και Ελλάδα και τους Βρετανούς να προσφέρουν βοήθεια στη δεύτερη, ο Άξονας έπρεπε να δράσει στα Βαλκάνια. Τον Νοέμβριο, η Ρουμανία και η Ουγγαρία συμμάχησαν με τον Άξονα και το ίδιο έκανε η Βουλγαρία τον Μάρτιο του 1941.
Στις 6 Απριλίου 1941 ξεκίνησε η εισβολή των Γερμανών στα Βαλκάνια (επίσης γνωστή ως Επιχείρηση 25), στο Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας. Η εισβολή άρχισε με συντριπτική αεροπορική επίθεση στο Βελιγράδι και στις εγκαταστάσεις της Βασιλικής Γιουγκοσλαβικής Πολεμικής Αεροπορίας (VVKJ) από τη Λουφτβάφε (γερμανική Πολεμική Αεροπορία) και με επιθέσεις από δυνάμεις της Βέρμαχτ από τη νοτιοδυτική Βουλγαρία (σύμμαχο του Άξονα). Οι επιθέσεις αυτές ακολουθήθηκαν από προωθήσεις δυνάμεων του γερμανικού στρατού, από τη Ρουμανία, την Ουγγαρία και την Αυστρία (τότε προσαρτημένη στη Γερμανία). Η Γιουγκοσλαβική επίθεση στα βόρεια εδάφη του Ιταλικού προτεκτοράτου της Αλβανίας, σημείωσε, αρχικά, μικρές επιτυχίες αλλά απέτυχε λόγω της κατάρρευσης των υπολοίπων γιουγκοσλαβικών δυνάμεων. Η εισβολή τελείωσε όταν υπογράφηκε ανακωχή, στις 17 Απριλίου 1941, με βάση την άνευ όρων παράδοση του Βασιλικού Γιουγκοσλαβικού Στρατού, η οποία τέθηκε σε ισχύ το μεσημέρι της 18ης Απριλίου. Η Γιουγκοσλαβία στη συνέχεια καταλήφθηκε και διαμοιράστηκε από τις δυνάμεις του Άξονα. Κάποιες περιοχές ενσωματώθηκαν σε γειτονικές χώρες-μέλη του Άξονα, ενώ σε άλλες περιοχές δημιουργήθηκαν κράτη-μαριονέτες του Άξονα, όπως το Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας.
Ο Γερμανικός Στρατός, μέσω Βουλγαρίας, επιτέθηκε στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941. Μέσω του εδάφους της Γιουγκοσλαβίας, η οποία σαρώθηκε ήδη από τις 6 και 7 Απριλίου από τα γερμανικά στρατεύματα, υπερφαλαγγίστηκε η Γραμμή Μεταξά, η οποία όμως, κράτησε τις αμυντικές θέσεις της χωρίς να διασπασθεί.[59] Η 2η Μεραρχία Θωρακισμένων, με διοικητή τον Ρούντολφ Φάιελ (Rudolf Veiel), διεισδύει μέσω της λίμνης Δοϊράνης και προελαύνει ταχύτατα, μη συναντώντας αντίσταση (αφού η μοναδική ελληνική Μεραρχία που τύχαινε να τελεί σε κοντινή τοποθεσία σε εφεδρεία, η 19η, δεν έχει τα μέσα να τη σταματήσει) και καταλαμβάνει τη Θεσσαλονίκη.[60] Ενώ το μέτωπο δεν είχε καταρρεύσει, στις 9 Απριλίου, στη Θεσσαλονίκη, υπογράφεται συνθηκολόγηση, καθώς η γραμμή Μεταξά είναι πλέον περικυκλωμένη. Στην Ελλάδα συνέχισαν να μάχονται οι Βρετανικές δυνάμεις μέχρι τις 27 Μαΐου - κυρίως θέλοντας να βρουν διέξοδο για να διαφύγουν. Η δραστηριότητα των Βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα έληξε με τη Μάχη της Κρήτης, ενώ οι Έλληνες συνέχισαν να πολεμούν τις δυνάμεις του Άξονα μέχρι και την απελευθέρωσή τους μέσω της Ελληνικής Εθνικής Αντίστασης.
Ιαπωνικός επεκτατισμός (1940-1941)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν την πολιτική ουδετερότητας που ακολουθούσαν και προσπάθησαν να αντιπαλέψουν την επεκτατικότητα της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό. Το αμερικανικό Κογκρέσο διέθεσε, τον Μάρτιο του 1941, 7 δις δολάρια για να χορηγηθούν σε χώρες που θα υποδείκνυε ο πρόεδρος (όπως υπαγόρευε ο Νόμος Εκμισθώσεως και Δανεισμού), ενώ τον Ιούλιο αμερικανικές δυνάμεις εγκαταστάθηκαν στην Ισλανδία (που είχε καταληφθεί από τους Βρετανούς το 1940) με αντάλλαγμα 50 παλαιά αντιτορπιλικά, που παραχώρησαν στη Βρετανία και το ναυτικό των ΗΠΑ, ανέλαβε την προστασία των νηοπομπών στα χωρικά τους ύδατα.
Τον Σεπτέμβριο του 1940, η Ιαπωνία είχε αναγκάσει την Κυβέρνηση του Βισύ, της Γαλλίας, να αποχωρήσει, ουσιαστικά, από την Ινδοκίνα. Οι ΗΠΑ σε αντίδραση απαγόρευσαν την εξαγωγή χάλυβα, σιδήρου και αεροπορικών καυσίμων στην Ιαπωνία. Η Ιαπωνία υπέγραψε συνθήκη ουδετερότητας με τη Σοβιετική Ένωση τον Απρίλιο του 1941. ώστε να είναι ασφαλής σε περίπτωση πολέμου με τη Μεγάλη Βρετανία ή τις ΗΠΑ, και, όταν η Γερμανία εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση, η Ιαπωνία κατέλαβε τη νότια Ινδοκίνα. Η Ιαπωνία, κατά κάποιο τρόπο, εκμεταλλεύεται τις μεταβαλλόμενες παγκόσμιες συγκυρίες. Η Ολλανδία είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς, ενώ Γαλλία και Βρετανία βρίσκονται σε πόλεμο με τους Γερμανούς. Παρουσιάζονται, λοιπόν, πρώτης τάξεως και εύκολες ευκαιρίες στους Ιάπωνες, να καταλάβουν τη Γαλλική Ινδοκίνα, σημαντική για τον πόλεμο με την Κίνα, καθώς και τις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες, που ήταν πλούσιες σε φυσικούς πόρους και πετρέλαιο.
Στην περίοδο 1932-39 η Ιαπωνία είχε αναπτύξει με αξιοθαύμαστη επιμονή και εφευρετικότητα μια τεχνολογική πρόοδο, που την έφερνε σε πολύ προνομιούχο θέση απέναντι στις ΗΠΑ, οι οποίες είχαν δοκιμαστεί από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929, έχοντας ελαττώσει κατά πολύ τις στρατιωτικές τους δαπάνες. Ειδικά στον τομέα της αεροπορίας και του στόλου διέθετε δυνάμεις αριθμητικά και ποιοτικά υπέρτερες των ΗΠΑ, οι οποίες απέκτησαν και πολεμική πείρα στις ως τότε εκστρατείες στην Κίνα. Αλλά, καθώς της έλειπαν το πετρέλαιο και ο χάλυβας από το έδαφός της, γνώριζε ότι τα αποθέματά της δεν θα άντεχαν παρά έξι μήνες έως ένα έτος (το μέγιστο) σε μια μεγάλη σύρραξη, ενώ εκείνα των ΗΠΑ ήταν απείρως μεγαλύτερα. Γι' αυτό και το σχέδιο του Επιτελείου της υπέθετε ότι, με ένα αστραπιαίο πόλεμο έξι μηνών, θα μπορούσαν να λυγίσουν τις ΗΠΑ, ώστε να αποδεχτούν μια συνθηκολόγηση ως διπλωματική λύση, με την οποία οι ΗΠΑ θα αποδέχονταν την κυριαρχία της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό. Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους, αν και τεχνικά δεν διέθεταν προς το παρόν ισάξιο τεχνικό δυναμικό στον Ειρηνικό, γνώριζαν από καιρό τα ιαπωνικά σχέδια, έχοντας καταφέρει να παραβιάσουν τους κώδικες επικοινωνίας του ιαπωνικού ναυτικού, κατάσταση που συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της σύρραξης χωρίς να γίνει αντιληπτή από τους Ιάπωνες. Εντούτοις, η Αμερικανική κυβέρνηση για πολιτικούς λόγους - κυρίως φοβούμενη την αντίδραση από τον αμερικανικό πληθυσμό - δεν θέλησε να δώσει εκείνη το πρώτο πολεμικό χτύπημα στην Ιαπωνία, αλλά γνώριζε ότι θα είχε το πλεονέκτημα σε ένα μακροχρόνιο πόλεμο.
Για τον λόγο αυτό, μεταξύ 1941 και 1942, οι επιτυχίες των Ιαπώνων στην περιοχή της Νότιας Ασίας και στον Ειρηνικό Ωκεανό ήταν σημαντικές και θεαματικότερες απ' ό,τι οι αντίστοιχες γερμανικές στην Ευρώπη, αλλά παρέμεναν εύθραυστες. Στα τέλη του 1942, οι Ιάπωνες θα χάσουν το μεγαλύτερο μέρος από το πλέον αξιόμαχο ανθρώπινο υλικό τους, το οποίο δεν μπορούσαν πια να αντικαταστήσουν, ενώ αντίθετα οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν, να κινητοποιήσουν το ανθρώπινο και βιομηχανικό τους δυναμικό, το οποίο τελικά αποδείχτηκε, όπως αναμενόταν, πολλαπλά ισχυρότερο σε σχέση με το ιαπωνικό.
Μέτωπο της Βόρειας Αφρικής (1941-1942)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο μεταξύ, οι Βρετανοί απώθησαν την ιταλική επίθεση στην Αίγυπτο τον Νοέμβριο του 1941 και ανάγκασαν τις ιταλικές δυνάμεις να υποχωρήσουν στη Λιβύη, μέσω της Επιχείρησης "Σταυροφορία"[61]. Για να βοηθήσει του συμμάχους του, ο Χίτλερ, έστειλε στην Αφρική στρατεύματα με διοικητή τον στρατηγό Έρβιν Ρόμελ. Ο Ρόμελ με τις επιθέσεις του, τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, καθώς και τον Ιούνιο του 1942, προέλασε ως το Ελ Αλαμέιν. Συγκεκριμένα, ξεκίνησε με επιτυχία μια επίθεση από τη Λιβύη αναγκάζοντας τις Συμμαχικές δυνάμεις να υποχωρήσουν στην Αίγυπτο. Πείθοντας τους Χίτλερ και Μουσολίνι να αποφύγουν την επίθεση στη Μάλτα, κέντρο ανεφοδιασμού των Συμμάχων, ο Ρόμελ φτάνει στις 29 Ιουνίου 1942 στο Ελ Αλαμέιν (72 μόλις χιλιόμετρα από την Αλεξάνδρεια).
Εν τω μεταξύ, οι Βρετανοί έχουν αποκρυπτογραφήσει μεγάλο ποσοστό των μηνυμάτων που απέστελλαν οι Γερμανοί, με αποτέλεσμα από εδώ και πέρα ο Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ, να αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη επιτυχία τις δυνάμεις του Άξονα στη Β. Αφρική. Τον Οκτώβριο του 1942, ο Μοντγκόμερυ, κατάφερε να απωθήσει τα γερμανοϊταλικά στρατεύματα από την Αίγυπτο και τη Λιβύη, αναγκάζοντας τα να οπισθοχωρήσουν κατά 2.400 χιλιόμετρα. Στις 4 Νοεμβρίου βρίσκονταν πλέον πίσω στην Τυνησία.
Μάχη της Μαδαγασκάρης (1942)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Μαδαγασκάρη, τότε Γαλλική αποικία, ήταν νησί στρατηγικής σημασίας για τις μεγάλες δυνάμεις. Μετά την ήττα της Γαλλίας από τη Γερμανία και την διχοτόμησή της στη Γερμανοκρατούμενη Γαλλία (βόρεια και δυτικά) και το Γαλλικό Κράτος (του Βισύ, νότια), η αποικία της Μαδαγασκάρης πέρασε στα χέρια του δεύτερου. Ουσιαστικά, η Γαλλία του Βισύ ήταν κράτος-μαριονέτα του Άξονα, οπότε ο έλεγχος στα λιμάνια της Μαδαγασκάρης πέρασε στα χέρια της Ιαπωνίας, κάτι που αποτέλεσε μεγάλη απώλεια για τις Συμμαχικές δυνάμεις.
Στις 5 Μαΐου 1942, οι Βρετανοί ξεκίνησαν μια εκστρατεία για την κατάληψη της Μαδαγασκάρης. Ο λόγος ήταν για να απωθήσουν το αυτοκρατορικό Ιαπωνικό Ναυτικό, από λιμάνια της Μαδαγασκάρης και να αποτραπεί η απώλεια ή μείωση των συμμαχικών ναυτιλιακών διαδρομών προς την Ινδία, την Αυστραλία και τη Νοτιοανατολική Ασία. Ξεκίνησε με την Επιχείρηση "Ironclad" και την κατάληψη του λιμανιού Diego-Suarez (τώρα Αντσιρανάνα) κοντά στο βόρειο άκρο του νησιού.[62]
Μια επόμενη εκστρατεία για την κατάληψη ολόκληρου του νησιού, η Επιχείρηση "Stream Line Jane", ξεκίνησε στις 10 Σεπτεμβρίου. Οι Σύμμαχοι μπήκαν στο εσωτερικό, ενώθηκαν με δυνάμεις στην ακτή και εξασφάλισαν όλο το νησί μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου. Οι μάχες σταμάτησαν και υπογράφθηκε ανακωχή στις 6 Νοεμβρίου. Αυτή ήταν η πρώτη επιχείρηση μεγάλης κλίμακας από τους Συμμάχους που συνδύαζε θαλάσσιες, χερσαίες και αεροπορικές επιχειρήσεις. Το νησί τέθηκε υπό τον έλεγχο της Ελεύθερης Γαλλίας.[63][64]
Εισβολή στη Σοβιετική Ένωση (1941-1943)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Χίτλερ, έχοντας εξασφαλίσει το δυτικό μέτωπο και τα Βαλκάνια, στις 22 Ιουνίου 1941, εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση, η οποία αιφνιδιάστηκε αρχικά, πιστεύοντας ότι ο κεραυνοβόλος πόλεμος, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην περίπτωσή της. Ενώ οι Σοβιετικοί διέθεταν υπεροπλία σε άρματα μάχης και αεροπλάνα, αυτά ήταν παλαιάς τεχνολογίας, με ανεπαρκή θωράκιση και οπλισμό, ανίκανα να αντιμετωπίσουν τα αντίστοιχα γερμανικά. Προσπάθησαν να εξαπολύσουν αντεπίθεση, ωστόσο, κυρίως λόγω της έλλειψης ικανών στρατιωτικών ηγετών, η αντεπίθεση συνετρίβη και ο Σοβιετικός Στρατός εξαναγκάσθηκε σε οπισθοχώρηση.
Η εισβολή σχεδιάστηκε σε τρεις άξονες: προς Λένινγκραντ στον βορρά, προς Μόσχα ανατολικά και προς Κίεβο στο νότο, ώστε να καθηλωθεί ο Σοβιετικός στρατός, αλλά και να καταληφθούν οι σημαντικοί πόροι της Ουκρανίας και τα πετρέλαια του Καυκάσου. Το σημαντικό για τους Γερμανούς στρατηγούς ήταν να επιτύχουν νίκη μέσα σε δέκα εβδομάδες, πριν από την έναρξη του ρωσικού χειμώνα, καθώς είχαν ήδη καθυστέρηση τριών εβδομάδων λόγω της εκστρατείας στα Βαλκάνια.
Από την αρχή της εισβολής, οι Σοβιετικοί, υπερασπίστηκαν τη Μόσχα, χάνοντας σημαντικές δυνάμεις, αλλά ο Χίτλερ διέταξε τις δυνάμεις του κεντρικού μετώπου να στραφούν προς Βορρά και Νότο για να βοηθήσουν τα άλλα δύο. Στον Βορρά σε συνεργασία με Φινλανδικές δυνάμεις πολιορκήθηκε το Λένινγκραντ, και στον Νότο μια επιτυχής κυκλωτική κίνηση στο Κίεβο αιχμαλώτισε 665.000 σοβιετικούς στρατιώτες. Αργότερα επαναλήφθηκε επίθεση εναντίον της Μόσχας με νέες σοβιετικές απώλειες και, παρόλο που είχε αρχίσει πλέον ο ρωσικός χειμώνας, οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν, με αρκετές βέβαια δυσκολίες. Ο Γερμανικός στρατός καθηλώθηκε μόλις 22 χλμ. πριν φθάσει στη Μόσχα και δέχτηκε την αντεπίθεση των Ρώσων, και τότε, ενώ οι στρατηγοί του Χίτλερ πρότειναν να υποχωρήσουν, ο Χίτλερ διέταξε να κρατήσουν τις θέσεις τους και να αμυνθούν επί τόπου (Haltbefehl). Η απόφαση αυτή του Χίτλερ, σε αυτή τη φάση του πολέμου, είχε θετικά αποτελέσματα αφού, παρά την ισχυρή αντεπίθεση των Ρώσων, τα εδάφη που χάθηκαν ήταν λιγοστά σε σχέση με αυτά που θα χάνονταν σε περίπτωση σύμπτυξης. Ωστόσο ένα χρόνο αργότερα, η ίδια διαταγή, θα είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή και την αιχμαλωσία της 6ης Γερμανικής Στρατιάς (290.000 στρατιώτες) του Φρίντριχ Πάουλους στο νότιο μέτωπο (Στάλινγκραντ), κάτι που ουσιαστικά σήμαινε την αντίστροφη μέτρηση για την ήττα του Χίτλερ στο έδαφος της Σοβιετικής Ένωσης.
Πόλεμος στον Ειρηνικό (1941-1943)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Ιαπωνία μέχρι τον Δεκέμβριο του 1941 προσπαθούσε να άρει το εμπάργκο που της είχαν επιβάλει οι ΗΠΑ, αλλά και να καταλάβει όσο περισσότερα εδάφη της Νοτιοανατολικής Ασίας μπορούσε, για να εκμεταλλευθεί το πετρέλαιο και τους υπόλοιπους πόρους που διέθεταν. Από την άλλη πλευρά οι ΗΠΑ ανησυχούσαν για την ιαπωνική επεκτατικότητα, αλλά δίσταζαν να μπουν στον πόλεμο τη συγκεκριμένη στιγμή. Εντούτοις, απαίτησαν να αποσυρθούν οι Ιάπωνες από την Κίνα και την Ινδοκίνα.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1941 εξαπολύθηκε ιαπωνική αεροπορική επίθεση στον αμερικανικό στόλο που βρισκόταν στο Περλ Χάρμπορ της Χαβάης, καταστρέφοντας μεν τα περισσότερα βαριά θωρηκτά του αντιπάλου, αλλά κανένα από τα αεροπλανοφόρα του, καθώς απουσίαζαν από τη βάση τη στιγμή της επίθεσης. Την επόμενη μέρα οι ΗΠΑ κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Ιαπωνίας και στις 11 Δεκεμβρίου εναντίον της Γερμανίας και της Ιταλίας. Αμέσως μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, οι Ιάπωνες κατέλαβαν τη νήσο Γουαίηκ, τη νήσο Γκουάμ, και το Χονγκ Κονγκ. Ακολούθησε εισβολή στη Μαλαισία και τη Βιρμανία, που καταλήφθηκε μέχρι τα τέλη Μαΐου 1942. Η Σιγκαπούρη, την οποία κατείχαν οι Βρετανοί, κατακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1942 και το ίδιο έγινε τον Μάρτιο με τις Ανατολικές Ολλανδικές Ινδίες (Ινδονησία) και τη Νέα Γουινέα.
Οι αμερικανικές δυνάμεις είχαν συγκεντρωθεί στη νήσο Λουσόν των Φιλιππίνων, υπό τον στρατηγό Μακ Άρθουρ, με σκοπό την άμυνα των χερσονήσων Μπαταάν και Κορρέτζιντορ, που δεν έγινε δυνατή και καταλήφθηκαν από τους Ιάπωνες (η Μπαταάν στις 9 Απριλίου και η Κορρέτζιντορ στις 6 Μαΐου) κάτι που σήμανε την ολοκληρωτική κατάληψη των Φιλιππίνων. Προσπαθώντας να εκτείνουν την αμυντική τους περίμετρο οι Ιάπωνες κινήθηκαν προς το νότο, καταλαμβάνοντας την Γκουανταλκανάλ στις Νήσους του Σολομώντος. Το σημείο αυτό θεωρήθηκε το νοτιότερο σημείο ενός τεράστιου τόξου στον Ειρηνικό που περιόριζε επέκταση της Αμερικής, ενώ αντίστοιχα επέτρεπε στους Ιάπωνες να ευελπιστούν και σε μια απόβαση στην Αυστραλία. Αλλά στη Ναυμαχία της Θάλασσας των Κοραλλίων (7-8 Μαΐου 1942), η οποία διεξήχθη για πρώτη φορά μόνο με αεροπλανοφόρα, οι Ιάπωνες αναχαιτίστηκαν και σε ένα μήνα στη ναυμαχία του Μίντγουεϊ (4 Ιουνίου 1942), έχασαν τέσσερα αεροπλανοφόρα, πράγμα που τους στοίχισε ακριβά, ενώ σε λίγο, αμερικανικές δυνάμεις, αποβιβάστηκαν στην Γκουανταλκανάλ και κατέλαβαν το νησί και κυρίως το κράτησαν υπό τον έλεγχό τους παρά τις συστηματικές ιαπωνικές αντεπιθέσεις. Στις 5 Ιουνίου διατάχθηκε από το ιαπωνικό στρατηγείο η εγκατάλειψη της Γκουανταλκανάλ αν και η Ιαπωνία εξακολουθούσε να κυριαρχεί έντονα στον υπόλοιπο Ειρηνικό, έχοντας όμως δεχτεί ήδη ένα ισχυρό πλήγμα.
Στη Ναυμαχία της Σάντα Κρουζ στις 26-27 Οκτωβρίου 1942 οι Αμερικανοί αν και μένουν με ένα μόνο ακέραιο και ένα βαριά λαβωμένο αεροπλανοφόρο σε όλο τον Ειρηνικό ανάγκασαν τον -ακόμα ως τότε- ισχυρότερο ιαπωνικό στόλο, να αποσυρθεί ντροπιασμένος στη βάση του, στο Τρουκ. Αυτή η αεροναυμαχία, αν και όχι τόσο διάσημη όσο οι προηγούμενες, είχε εντούτοις σημαδέψει την αναστροφή της τύχης του πολέμου στον Ειρηνικό. Παρόλο που οι ΗΠΑ βρέθηκαν στιγμιαία σε πολύ αδύνατο σημείο, η Ιαπωνία είχε χάσει σχεδόν το 80% των πεπειραμένων πληρωμάτων της, χωρίς να πετύχει τον αντικειμενικό της στόχο και χωρίς να έχει τη δυνατότητα να αντικαταστήσει τις απώλειες της, αντίθετα με τις ΗΠΑ, που τότε ακριβώς έφταναν στο σημείο της ακμής της πολεμικής τους μηχανής. Από το 1943, η Αμερική σχεδιάζει μια σταδιακή ανακατάληψη όλων των σημαντικών βάσεων της Ιαπωνίας στα νησιά του Ειρηνικού με δύο σκέλη δράσεων: α) Τον στρατηγό Ντάγκλας Μακάρθουρ, να επιτίθεται κατά μήκος του άξονα των νήσων της Νέας Γουινέας και Φιλιππίνων και β) τον Ναύαρχο Τσέστερ Νίμιτς, να επιτίθεται κατά μήκος των νήσων Μάρσαλ και Μαριαννών, με στόχο την ίδια την Ιαπωνία. Έκτοτε η Ιαπωνία περιέρχεται σε μια κατάσταση άμυνας, όπου προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατήσει ένα αμυντικό τόξο γύρω από το μητροπολιτικό της έδαφος.
Επιχείρηση Πυρσός - Βόρεια Αφρική (1942-1943)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 9 Νοεμβρίου 1942, Βρετανικά και Αμερικανικά στρατεύματα, αποβιβάζονται στις Γαλλικές κτήσεις της Βόρειας Αφρικής. Συγκεκριμένα οι Αμερικανοί, ερχόμενοι απευθείας από τις ΗΠΑ, αποβιβάζονται στο Μαρόκο και οι Βρετανοί στο Οράν της Αλγερίας. Η επιχείρηση αυτή των Συμμάχων είχε το κωδικό όνομα «Επιχείρηση Πυρσός» (Operation Torch). Οι διαφωνίες, βέβαια, ανάμεσα στους Συμμάχους δεν έλειπαν. Οι Αμερικανοί που βρίσκονταν στο Μαρόκο φοβούνταν μια συμμαχία της Ισπανίας του Φράνκο με τις δυνάμεις του Άξονα. Επέμεναν να παραμείνουν στη Δυτική πλευρά της Β. Αφρικής για να αποφύγουν μια πιθανή κατάληψη του Στενού του Γιβραλτάρ από τους Ισπανούς. Από την άλλη, οι Άγγλοι επέμεναν να οργανώσουν τις δυνάμεις τους όσο πιο ανατολικά ήταν δυνατό. Φοβόντουσαν την αναδιοργάνωση των γερμανοϊταλικών δυνάμεων που βρίσκονταν στην Τυνησία.
Όντως, η αντεπίθεση των δυνάμεων του Άξονα δεν άργησε να έρθει. Στις 12 Νοεμβρίου 1942, έχοντας ανεφοδιαστεί μέσω Σικελίας, επιτέθηκαν στους Συμμάχους. Η επίθεση αρχικά και η αντίσταση, στη συνέχεια, των Γερμανών και των Ιταλών κράτησε για έξι μήνες. Ο ανεφοδιασμός τους κατά το διάστημα αυτό γινόταν ολοένα και δυσχερέστερος, καθώς εμποδιζόταν από τα Συμμαχικά πολεμικά πλοία και αεροπλάνα. Αν και ο Χίτλερ είχε διατάξει πόλεμο μέχρις εσχάτων, στις 4 Μαΐου 1943, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης καυσίμων, οι γερμανοϊταλικές δυνάμεις παραδόθηκαν: Έχοντας πρώτα καταστρέψει τον οπλισμό τους, 150.000 Γερμανοί και 90.000 Ιταλοί παραδόθηκαν σε Βρετανούς και Αμερικανούς.
Έτσι, το καλοκαίρι του 1943, ο πόλεμος στη Βόρεια Αφρική έλαβε τέλος, με τους Συμμάχους να εκκαθαρίζουν τα νότια παράλια της Μεσογείου. Η επιτυχία ήταν μεγάλη, καθώς κατάφεραν να αποσπάσουν μεγάλο αριθμό ικανών Γερμανών στρατιωτών και ηγετών από το ρωσικό μέτωπο. Παράλληλα, το αποτέλεσμα του πολέμου στη Β. Αφρική ήταν ικανοποιητικό και για τους Γερμανούς: Είχε σχεδόν αποκλειστεί πια η πιθανότητα επίθεσης εντός του 1943 στη Γαλλία. Η εξάμηνη αντίσταση των δυνάμεων του Χίτλερ είχε, επίσης, καταδείξει τις ικανότητες και το υψηλό ηθικό του στρατού του. Συγκριτικά πάντως, οι Σύμμαχοι, μακροπρόθεσμα, κατάφεραν να βρεθούν σε πλεονεκτικότερη θέση, αφού με την κατάληψη των παραλίων της Β. Αφρικής και την εξουδετέρωση των δυνάμεων του Άξονα μπορούσαν πλέον να προετοιμαστούν για την επικείμενη απόβαση στη Σικελία.
Η Αντίσταση κατά τoυ Άξovα στηv κατεχόμεvη Ευρώπη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ένα σημαντικό γεγονός, που έπληξε τον Άξονα και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην τελική έκβαση του πολέμου, ήταν οι διάφορες Αντιστάσεις που δημιουργήθηκαν στις χώρες που κατακτούσε ο Άξονας, οι οποίες ξεκινούσαν από τις πρώτες κιόλας μέρες της κατοχής των διάφορων περιοχών, με κορύφωση όσο συνεχιζόταν ο πόλεμος. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ήταν σε μορφή μποϊκοτάζ, όμως υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που πήρε μορφή κανονικού πολέμου με πολλές επιτυχίες, όπως στην Πολωνία, στην Ελλάδα, στη Γιουγκοσλαβία, στη Σοβιετική Ένωση και στην Ιταλία.
Πολωνική Αντίσταση (1939-1944)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Πολωνική Αντίσταση, με τον Πολωνικό Στρατό Εσωτερικών, θεωρείται από τις μεγαλύτερες - αν όχι η μεγαλύτερη- σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη[a]. Η Πολωνική Αντίσταση είναι πιο αξιοσημείωτη για τη διακοπή των γερμανικών γραμμών εφοδιασμού στο Ανατολικό Μέτωπο (καταστρέφοντας ή καταστρέφοντας το 1/8 όλων των σιδηροδρομικών μεταφορών), παρέχοντας στις Βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών (παρέχοντας το 43% όλων των αναφορών από την κατεχόμενη Ευρώπη) και για σώζοντας περισσότερες εβραϊκές ζωές στο Ολοκαύτωμα από οποιονδήποτε άλλη οργάνωση ή κυβέρνηση των Συμμάχων [65] Ήταν μέρος του αντιστασιακού Πολωνικού Υπογείου Κράτους, που υποστηριζόταν από την εξόριστη Πολωνική κυβέρνηση. Η μεγαλύτερη από όλες τις πολωνικές οργανώσεις αντίστασης ήταν ο Εγχώριος Στρατός (Home Army, AK ), πιστός στην εξόριστη κυβέρνηση που βρισκόταν στο Λονδίνο. Το AK ιδρύθηκε το 1942 και τελικά θα ενσωμάτωσε το μεγαλύτερο μέρος των αντιστασιακών.[66][67] Άλλες μεγάλες αντιστασιακές ομάδες ήταν ο Λαϊκός Στρατός (αποτελούμενος κυρίως από κομμουνιστές) και οι Εθνικές Ένοπλες Δυνάμεις (δεξιοί εθνικιστές, αμφιλεγόμενοι ως προς τη δράση τους καθώς πολεμούσαν εναντίον και των άλλων αντιστασιακών ομάδων). Μια εκτίμηση για τους αριθμούς των ανταρτών συνολικά, στο τέλος του καλοκαιριού 1944, δίνει τη δύναμή της στα 650.000 άτομα.[a]
Ήδη από τις 9 Νοεμβρίου 1939, δύο στρατιώτες του πολωνικού στρατού ιδρύουν ον μυστικό Πολωνικό Στρατό (Tajna Armia Polska, TAP), έναν από τους πρώτους υπόγειους οργανισμούς στην Πολωνία μετά την κατάκτησή της. Τον Μάρτιο του 1940, μια μονάδα ανταρτών κατέστρεψε εντελώς ένα τάγμα γερμανικού πεζικού σε μια αψιμαχία κοντά στο χωριό Χουτσίσκα. Λίγες μέρες αργότερα σε μια ενέδρα κοντά στο χωριό Σζαλάσι και προκάλεσε βαριά απώλειες σε μια άλλη γερμανική μονάδα. Στη συνέχεια υπήρξε μεγάλη δράση κατασκοπίας, καθώς υποκλάπηκαν πολλά σχέδια των Γερμανών τα οποία στέλνονταν στους Συμμάχους, ανάμεσά τους και πληροφορίες για το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Το 1942 ξεκινά η Εξέγερση του Ζαμόστς, μια ένοπλη εξέγερση των Πολωνών, εξαιτίας της αναγκαστικής εκδίωξης των Πολωνών κατοίκων από την περιοχή της Ζάμοστς. Οι Γερμανοί προσπάθησαν να απομακρύνουν τους ντόπιους Πολωνούς από την περιοχή (μέσω της αναγκαστικής απομάκρυνσης, της μεταφοράς σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, μαζικής δολοφονίας ) για να ετοιμαστούν το σχέδιό τους για εποικισμό στα ανατολικά. Διήρκεσε από το 1942 έως το 1944 και παρά τα μεγάλα θύματα που υπέστη η Αντίσταση, οι Γερμανοί απέτυχαν.[68]
Η μεγαλύτερη επιχείρηση όμως της Πολωνικής Αντίστασης, ήταν η Εξέγερση της Βαρσοβίας. Οι Πολωνοί αντάρτες από περίπου 50.000 στρατιώτες του Εγχώριου Στρατού[69], μέλη του Λαϊκού Στρατού, μέλη των Εθνικών Ενόπλων Δυνάμεων, Εβραίοι αντιστασιακοί, Ιταλοί αυτόμολοι των γερμανικών στρατευμάτων, Σοβιετικοί δραπέτες κ.α.[70]. Ο αριθμός όλων αυτών υπολογίζεται γύρω στους 55.000 άνδρες (50 χιλιάδες του Εγχώριου και άλλοι 5 χιλιάδες άλλων ομάδων[71][72]. Ηγέτης των ανταρτών ήταν ο στρατιωτικός διοικητής της ΑΚ, Ταντέους «Μπορ» Κομορόφσκι και ο επιχειρησιακός αρχηγός ο Αντόνι Χρούστσιελ. Η εξέγερση άρχισε την 1η Αυγούστου 1944, ως τμήμα γενικευμένων πολεμικών επιχειρήσεων της πολωνικής αντίστασης στα εδάφη του προπολεμικού πολωνικού κράτους, παράλληλα με τη σοβιετική προέλαση εναντίον των γερμανοκρατούμενων εδαφών. Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε συγκρούσεις διάρκειας λίγων μόνο μερών ως την άφιξη των σοβιετικών δυνάμεων που προσέγγιζαν την πόλη. Παρόλα αυτά η σοβιετική προέλαση σταμάτησε εκείνο το διάστημα, ενώ η πολωνική αντίσταση συνεχίστηκε για 63 ολόκληρες μέρες ως την τελική παράδοση στους Γερμανούς στις 2 Οκτωβρίου.[73] Μετά την καταστολή της εξέγερσης ακολούθησε η οργανωμένη λεηλασία και καταστροφή της πόλης από τις γερμανικές δυνάμεις.
Ελληνική Αντίσταση (1941-1944)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υψίστης σημασίας για τον πόλεμο είναι και η Ελληνική Αντίσταση. Η αντίσταση ξεκίνησε σχεδόν αμέσως μετά την πτώση και τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας, τον Απρίλιο του 1941. Η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση στην Ευρώπη ιδρύθηκε στη συνοικία Επτάλοφος της Θεσσαλονίκης με το όνομα «Ελευθερία», στις 15 Μαΐου 1941 (μόλις ένα μήνα μετά την κατάληψη της πόλης από τα γερμανικά στρατεύματα), με πρωτοβουλία μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος, του Αγροτικού Κόμματος, της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας και του στρατηγού Δημήτριου Ψαρρού και εξέδιδε την ομώνυμη εφημερίδα στο παράνομο τυπογραφείο της Επταλόφου[74]. Τη νύχτα της 30ής προς 31η Μαΐου του 1941, δυο νέοι, ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας, κατεβάζουν τη σημαία της Ναζιστικής Γερμανίας από τον ιστό του βράχου της Ακρόπολης στην Αθήνα[75] (γεγονός που μετέπειτα οδήγησε τον Γλέζο στη βράβευση από τη Σοβιετική Ένωση με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης Λένιν το 1962, ενώ ο Γάλλος πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ τον χαρακτήρισε ως τον «πρώτο παρτιζάνο της Ευρώπης»).[76][77] Ταυτόχρονα, στο νοτιότερο τμήμα της χώρας διεξάγεται η Μάχη της Κρήτης από το πρωί της 20ής Μαΐου 1941, όταν ξεκίνησε η αεραπόβαση των Γερμανών εναντίον του νησιού, ως την 1η Ιουνίου. Με την επιχείρηση αυτή οι Γερμανοί κατάφεραν να καταλάβουν το νησί από τις αγγλοελληνικές συμμαχικές δυνάμεις, ωστόσο αυτή τους η επιτυχία κόστισε τόσο πολύ ώστε να μην επιχειρήσουν ξανά άλλη αεροπορική έφοδο της ίδιας κλίμακας κατά τη διάρκεια του πόλεμου.[78] Η μάχη της Κρήτης θεωρείται επίσης πολύ σημαντική για τους Κρητικούς, λόγω της αναπάντεχης σθεναρής αντίστασης που πρόβαλλαν εναντίον των αριθμητικά ανώτερων Γερμανών και του μεγάλου τιμήματος που είχε η επίθεση, και η επακόλουθη κατοχή, στον πληθυσμό του νησιού.
Από τον Ιούλιο του 1941 δρούσαν στη Μακεδονία τα αντιστασιακά σώματα «Αθανάσιος Διάκος» και «Οδυσσέας Ανδρούτσος». Η πρώτη μαζική εξέγερση του ελληνικού λαού, η οποία έλαβε καθαρά μαχητικό και επαναστατικό χαρακτήρα, συνέβη στην περιοχή της Δράμας, όπου η Βουλγαρική διοίκηση επιχειρούσε με μεθοδικότητα τον εκβουλγαρισμό των κατοίκων. Ο πληθυσμός αντέδρασε στην προσπάθεια αφελληνισμού και στις 28 προς 29 Σεπτεμβρίου 1941 ο λαός της Δράμας και των γύρω χωριών εξεγείρεται και καταλύει τις βουλγαρικές αρχές. Η αυθόρμητη αυτή εξέγερση, καταπνίγεται από τις Βουλγαρικές κατοχικές δυνάμεις που εκτελούν ομαδικά 3.000 εξεγερμένους στην πόλη της Δράμας και στα γύρω χωριά.[79][80][81]. Τα γεγονότα της Δράμας είχαν συγκλονιστική επίδραση σε ολόκληρο τον υπόδουλο ελληνικό λαό και σε συνδυασμό με τις καθημερινές εκτελέσεις από τους Γερμανούς, γίνεται κοινή συνείδηση ότι μόνο με τον ένοπλο αγώνα ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί ο κατακτητής.[82] Έτσι δημιουργούνται οι αντιστασιακές οργανώσεις, με μεγαλύτερες το ΕΑΜ, τον ΕΔΕΣ και την ΕΚΚΑ, αλλά και άλλες μικρότερες όπως η ΠΕΑΝ και η ΕΟΚ. Στις 25 Νοεμβρίου του 1942 ενωμένες αντιστασιακές δυνάμεις του ΕΛΑΣ του Άρη Βελουχιώτη και του ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα, με συντονισμό από Βρετανούς πράκτορες της οργάνωσης SOE, ανατίναξαν τη σιδηροδρομική γέφυρα του Γοργοποτάμου. Στην επιχείρηση έλαβαν μέρος 86 αντάρτες του ΕΛΑΣ, 52 του ΕΔΕΣ και 14 Αγγλοι κομάντος, ενώ τη γέφυρα υπερασπιζόταν μία φρουρά αποτελούμενη από εκατό Ιταλούς στρατιώτες και πέντε Γερμανούς, οι οποίοι διέθεταν βαρύ οπλισμό. Η επιχείρηση της γέφυρας του Γοργοποτάμου αποτελεί μία από τις σημαντικότερες πράξεις αντίστασης στην κατεχόμενη Ευρώπη την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς καθυστέρησε τους Γερμανούς (σε συνδυασμό με τη γενικότερα πετυχημένη αντίσταση) και έτσι οι Σοβιετικοί είχαν χρόνο να αναδιοργανωθούν στο Ανατολικό Μέτωπο και τελικά να αντεπιτεθούν.[83]
Από τα τέλη του 1943 οι επιχειρήσεις των αντάρτικων ομάδων εναντίον των Γερμανών άλλα και των Ελλήνων συνεργατών τους, που συγκρότησαν τα Τάγματα Ασφαλείας, πύκνωσαν. Στο διάστημα αυτό δόθηκαν πολλές μάχες, κυριότερες από τις οποίες ήταν η Μάχη στα Δερβενοχώρια, η Μάχη της Γλόγοβας, η Μάχη των Καλαβρύτων, η Μάχη της Στυμφαλίας, η Μάχη της Αμφιλοχίας, η Μάχη της Αγορέλιτσας, η Μάχη στις Καρούτες και η Μάχη της σοδειάς. Παρόλο που ξεκίνησαν και διαμάχες μεταξύ των αντιστασιακών ομάδων, η Αντίσταση κορυφώνεται, με αποτέλεσμα να απελευθερωθούν τμήματα της χώρας στην Πίνδο, δημιουργώντας τη λεγόμενη Ελεύθερη Ελλάδα, που διοικούνταν από την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), ένα είδος κυβέρνησης με πρόεδρό τον Αλέξανδρο Σβώλο, διαπρεπή συνταγματολόγο. Στα τέλη Απριλίου του 1944 με πρωτοβουλία της ΠΕΕΑ πραγματοποιείται μια πρωτοφανής (για κατεχόμενη χώρα) ενέργεια. Διοργανώνονται μυστικές εκλογές και πάνω από ένα εκατομμύριο Έλληνες ψηφίζουν και στέλνουν αντιπροσώπους σε μια εθνοσυνέλευση που παίρνει το όνομα Εθνικό Συμβούλιο. Στις 13 με 15 Σεπτεμβρίου του 1944 ο ΕΛΑΣ (ο στρατός του ΕΑΜ) συνέτριψε τα δωσιλογικά Τάγματα Ασφαλείας στη μάχη του Μελιγαλά, ενώ είχε αρχίσει να απελευθερώνει πολλές ελληνικές περιοχές. Με τις νικηφόρες για την Αντίσταση μάχες και στα πλαίσια της γενικότερης υποχώρησής τους, οι δυνάμεις του Άξονα αποχωρούν ηττημένες από την Ελλάδα, στις 12 Οκτωβρίου 1944 η Αθήνα και ο Πειραιάς απελευθερώνονται, και στις 18 του ίδιου μήνα ο πρωθυπουργός και τα μέλη της μέχρι τότε εξόριστης κυβέρνησης, εισέρχονται στην πρωτεύουσα Αθήνα.
Γιουγκοσλαβική Αντίσταση (1941-1945)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Γιουγκοσλαβική Αντίσταση, πραγματοποιείται κυρίως από τους Γιουγκοσλάβους Παρτιζάνους με επικεφαλής τον μετέπειτα πρόεδρο της Γιουγκοσλαβίας, Γιόσιπ Μπροζ Τίτο. Έως και το 1941 αντιστασιακή ήταν και η αντίπαλη οργάνωση, η Τσέτνικ του Ντράζα Μιχαήλοβιτς που στη συνέχεια όμως συνεργάστηκε με τους κατακτητές. Μετά την ήττα της Γιουγκοσλαβίας, οι κατοχικές δυνάμεις επέβαλαν στον τοπικό πληθυσμό τόσο μεγάλα βάρη που οι Παρτιζάνοι όχι μόνο απολάμβαναν ευρεία υποστήριξη, αλλά για πολλούς ήταν η μόνη επιλογή για επιβίωση. Στις αρχές της κατοχής, οι γερμανικές δυνάμεις κρέμαγαν ή πυροβολούσαν χωρίς διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών, των παιδιών και των ηλικιωμένων, έως και 100 κάτοικοι για κάθε ένα Γερμανό στρατιώτη που σκοτωνόταν. Επιπλέον, στη χώρα κατέρρευσε κάθε τάξη, με συνεργατικές με τον Άξονα πολιτοφυλακές να περιπλανιούνται στην ύπαιθρο και να τρομοκρατούν τον πληθυσμό. Η κυβέρνηση του Ανεξαρτήτου Κράτους της Κροατίας βρέθηκε ανίκανη να ελέγξει την επικράτειά της στα αρχικά στάδια της κατοχής, με αποτέλεσμα τη σκληρή καταστολή της αντίστασης από τις πολιτοφυλακές της Ούστασε και τον γερμανικό στρατό. Εν μέσω του σχετικού χάους που ακολούθησε, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας κινήθηκε για να οργανώσει και να ενώσει αντιφασιστικές ομάδες και πολιτικές δυνάμεις (τους Παρτιζάνους, όπως θα ονομαστούν) σε μια εθνική εξέγερση.
Οι Παρτιζάνοι αποφάσισαν επισήμως να ξεκινήσουν μια ένοπλη εξέγερση στις 4 Ιουλίου, μια ημερομηνία που αργότερα χαρακτηρίστηκε ως Ημέρα του Μαχητή - μια αργία στη ΣΟΔ Γιουγκοσλαβίας. Ο Ζικιτσα Γιοβανοβιτς Σπανατς πυροβόλησε την πρώτη σφαίρα της εκστρατείας στις 7 Ιουλίου, που αργότερα ορίστηκε Ημέρα της Επανάστασης στη Σοσιαλιστική Δημοκρατίας της Σερβίας (μέρος της ΣΟΔ Γιουγκοσλαβίας). Στις 10 Αυγούστου στο Στανουλοβιτς, ένα ορεινό χωριό, οι Παρτιζανοί δημιούργησαν το Αρχηγείο Παρτιζάνικων Διμοιρίων Κοπαονικ. Η περιοχή που έλεγχαν, αποτελούμενη από κοντινά χωριά, ονομάστηκε «Δημοκρατία Ανθρακωρύχων» και διήρκεσε 42 ημέρες. Οι αγωνιστές της αντίστασης εντάχθηκαν επίσημα στις τάξεις των Παρτιζάνων αργότερα. Το 1941 οι δυνάμεις των Παρτιζάνων στη Σερβία και το Μαυροβούνιο είχαν περίπου 55.000 μαχητές, αλλά μόνο 4.500 κατάφεραν να διαφύγουν στη Βοσνία. Στις 21 Δεκεμβρίου 1941 σχημάτισαν την 1η Προλεταριακή Επιθετική Ταξιαρχία (1. Προλετερσκα Ουνταρνα Μπριγκαντα) - την πρώτη τακτική στρατιωτική μονάδα Παρτιζάνων, ικανή να λειτουργεί εκτός της τοπικής περιοχής της. Το 1942, οι παρτιζάνικες διμοιρίες συγχωνεύθηκαν επισήμως στον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό και Παρτιζανικές Διμοιρίες της Γιουγκοσλαβίας (ΝΟΠ ι ΝΒΓ), με εκτιμώμενους 236.000 στρατιώτες τον Δεκέμβριο του 1942.[84] Τον Αύγουστο του 1941, στη Δαλματία σχηματίστηκαν 7 Παρτιζανικές Διμοιρίες με το ρόλο της εξάπλωσης της εξέγερσης. Στις 26 Αυγούστου 1941, 21 μέλη της 1ης Παρτιζανικής Διμοιρίας του Σπλιτ δόθηκαν σε εκτελεστικό απόσπασμα μετά τη σύλληψή τους από τις δυνάμεις της Ιταλίας και των Ουστάσε. Μια εξέγερση εκδηλώθηκε στη Σερβία δύο εβδομάδες αργότερα υπό την ηγεσία του Τίτο (Δημοκρατία του Ούζιτσε), αλλά γρήγορα νικήθηκε από τις δυνάμεις του Άξονα και στη συνέχεια έπεσε η στήριξη για τους Παρτιζάνους στη Σερβία.
Οι αριθμοί παρτιζάνων από τη Σερβία μειώνονταν μέχρι το 1943, όταν το κίνημα των Παρτιζάνων σημείωσε άνοδο εξαπλώνοντας του αγώνα κατά του Άξονα.[85] Η αύξηση του αριθμού των Παρτιζάνων στη Σερβία, όπως και σε άλλες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας, ήρθε εν μέρει ως απάντηση στην προσφορά αμνηστίας του Τίτο σε όλους όσους είχαν συνεργαστεί με τους εισβολείς στις 17 Αυγούστου 1944. Στο σημείο αυτό, δεκάδες χιλιάδες Τσέτνικ άλλαξαν στρατόπεδο και εισήλθαν στους Παρτιζάνους. Αμνηστία προσφέρθηκε πάλι μετά τη γερμανική απόσυρση. Οι Παρτιζάνοι, ομοίως με την Ελληνική Αντίσταση, καταφέρνουν να απελευθερώσουν περιοχές στη χώρα και λειτουργούν αποτελεσματικά. Τελικά οι Γερμανοί αποχωρούν από το Βελιγράδι στις 21 Νοεμβρίου 1944 και στις 15 Ιανουαρίου 1945.[86] Θεωρείται από πολλούς ως το πιο αποτελεσματικό αντιστασιακό κίνημα κατά του Άξονα κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.[87]
Παράδοση της Ιταλίας και αντιφασιστική Ιταλική Αντίσταση (1943-1945)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά από την εκκαθάριση των ακτών της Β. Αφρικής από τις δυνάμεις του Άξονα, οι Σύμμαχοι έστρεψαν την προσοχή τους στη δυτική, κατεχόμενη Ευρώπη. Κύριο μέλημά τους ήταν η δημιουργία ενός δεύτερου μετώπου, έτσι ώστε να ελαττωθεί η πίεση του Άξονα προς τη Σοβιετική Ένωση, που βρισκόταν σε φάση ανάκαμψης και προετοιμασίας για αντεπίθεση.
Έτσι, και αφού προώθησαν παραπλανητικές πληροφορίες για δήθεν επικείμενη απόβαση στην Ελλάδα (Επιχείρηση Κιμάς), προκειμένου να παραπλανηθεί ο εχθρός, εισέβαλαν στη Σικελία τον Ιούλιο του 1943, όπου και κατέλαβαν, μετά από πολύνεκρες, και από τις δυο πλευρές, μάχες, το Παλέρμο. Μέχρι τα τέλη Αυγούστου και ύστερα από σκληρή αντίσταση από επίλεκτες γερμανικές δυνάμεις, που στάλθηκαν από τον Χίτλερ για να ανακόψουν την επέλαση των Συμμάχων, κατέλαβαν τη Ρώμη και η Ιταλία παραδόθηκε και πέρασε στην πλευρά των Συμμάχων, χωρίς, εν τούτοις, να σταματήσουν οι μάχες στο έδαφός της, που συνεχίστηκαν πάνω από τη γραμμή Γουσταύου. Αμέσως, η Γερμανία πήρε στον έλεγχο της το βόρειο μέρος της μισής Ιταλίας, ελευθέρωσε τον Μουσολίνι (ο οποίος είχε συλληφθεί από τους Συμμάχους) και τον φυγάδευσε σε έδαφος υπό γερμανική κατοχή, με σκοπό την ίδρυση ενός κράτους-δορυφόρου. Έτσι δημιουργείται από τον Μουσολίνι η Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία (γνωστή και ως Δημοκρατία του Σαλό), που εγκαθιδρύθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1943 στην κωμόπολη Σαλό της Βόρειας Ιταλίας.
Έτσι τον Σεπτέμβριο του 1943 ξεκινά η Ιταλική αντίσταση (αν και είχε ξεκινήσει πριν καν αρχίσει ο πόλεμος, ενάντια στη φασιστική κυβέρνηση), η οποία συμπεριλαμβάνει όλα τα αντιστασιακά κινήματα που αντιτάχθηκαν στις δυνάμεις της Γερμανίας καθώς και στην Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία, ειδικά μετά τη γερμανική εισβολή και στρατιωτική κατοχή της Ιταλίας. Γνωστός και ως Εθνικός Απελευθερωτικός Πόλεμος (ιταλικά: guerra di liberazione nazionale), ο αγώνας των Ιταλών μαχητών (ή Παρτιζάνων όπως αποκαλούνταν) έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην εκστρατεία εναντίον των Γερμανών και του υπόλοιπου Άξονα. Οι Παρτιζάνοι συχνά ήταν πρώην στρατιώτες που είχαν αποκοπεί από το στράτευμα ή δραπέτευαν πριν στρατολογηθούν και είχαν ακόμα τα όπλα τους, άλλοι ήταν αστοί εκτοπισμένοι, απελευθερωμένοι αιχμάλωτοι πολέμου, ενώ πολλοί οργανώθηκαν και οπλίστηκαν από τα αντιφασιστικά κόμματα. Τα κόμματα αυτά ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα, η Χριστιανική Δημοκρατία, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Φιλελεύθερο Κόμμα, το Κόμμα Δράσης και το Εργατικό Δημοκρατικό Κόμμα. Ο αγώνας ήταν πιο ενεργός το καλοκαίρι σε λόφους και βουνά, όπου συνήθως υποστηρίζονταν από τους αγρότες, με αποτέλεσμα να διαλύσουν χιλιάδες γερμανικά στρατεύματα.
Η αντίσταση είχε να κάνει ουσιαστικά με τρεις πολέμους: έναν εναντίον Ιταλών φασιστών, έναν πόλεμο εθνικής απελευθέρωσης ενάντια στη Γερμανική κατοχή και έναν ταξικό πόλεμο εναντίον των κυβερνώντων ελίτ (ο τελευταίος υποστηρίχθηκε περισσότερο από το Κομμουνιστικό Κόμμα). Μερικές φορές υπήρχαν συγκρούσεις μεταξύ των ομάδων, αλλά γενικά ήταν ενωμένες. Οι Κομμουνιστές ηγήθηκαν της μεγαλύτερης ομάδας αντιστασιακών (τουλάχιστον 50.000 μέχρι το καλοκαίρι του 1944), μετατρέποντάς τους σε μια μεγάλη δύναμη στη μεταπολεμική ιταλική πολιτική. Το νέο Κόμμα Δράσης ήταν επίσης πολύ ενεργό, αποτελώντας περίπου το ένα τέταρτο σε στρατιωτική δύναμη από όλα τα κόμματα. Οι Χριστιανοδημοκράτες περιελάμβαναν περίπου 20.000 αντάρτες, και οι Σοσιαλιστές και οι Φιλελεύθεροι είχαν επίσης σημαντικές ένοπλες ομάδες σε ορισμένες περιοχές. Αντάρτες διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων συνεργάστηκαν συνήθως σε τοπικές επιτροπές εθνικής απελευθέρωσης (CLN), οι οποίες συντονίστηκαν στρατηγικά, συνεργάστηκαν με τους Συμμάχους, διοικούσαν απελευθερωμένες περιοχές και διόριζαν νέους αξιωματούχους. Πάνω απ' όλα, οργάνωσαν τις εξεγέρσεις στις βόρειες και κεντρικές πόλεις, συμπεριλαμβανομένου του Μιλάνου τον Απρίλιο του 1945, οι οποίες έπεσαν στους αντάρτες πριν φτάσουν τα συμμαχικά στρατεύματα.[88]
Οι αρχές της σύγχρονης Ιταλικής Δημοκρατίας βασίστηκαν στον αγώνα της Αντίστασης, καθώς το Σύνταγμα της Ιταλίας υπογράφηκε άπω τα αντιστασιακά κόμματα στο τέλος του πολέμου, αντικατοπτρίζοντας τη σύνθεση των αντίστοιχων πολιτικών τους για τις παραδόσεις της δημοκρατίας και του αντιφασισμού.[89]
Αντεπίθεση των Συμμάχων, μάχη του Κουρσκ και απόβαση στη Νορμανδία (1943-1945)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο Ανατολικό Μέτωπο, οι Σοβιετικοί αντεπιτίθενται και διεξάγεται στο Κουρσκ η μεγαλύτερη μάχη τεθωρακισμένων που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Η μάχη χωρίζεται σε δύο φάσεις: στη γερμανική επίθεση (5-17 Ιουλίου 1943) και στη σοβιετική αντεπίθεση (12 Ιουλίου-23 Αυγούστου 1943). Η γερμανική επίθεση διεξήχθη βάσει του σχεδίου της Επιχείρησης «Ακρόπολη» (γερμ. Unternehmen Zitadelle), σύμφωνα με το οποίο, μεγάλος αριθμός αρμάτων μάχης και στρατιωτών επιτέθηκε στα βόρεια και στα νότια της πόλης αντίστοιχα. Ωστόσο, οι Σοβιετικοί κατάφεραν να σταματήσουν (με μεγάλη δυσκολία στα νότια) την επίθεση των Γερμανών και πέρασαν στην αντεπίθεση, η οποία διήρκησε μέχρι τις 23 Αυγούστου. Κατά τη διάρκεια της αντεπίθεσης, στα βόρεια, ο Κόκκινος Στρατός απελευθέρωσε το Οριόλ και το Μπέλγκοροντ, ενώ στα νότια, ο Κόκκινος Στρατός απελευθέρωσε το Χάρκοβο. Η επιτυχία της σοβιετικής αντεπίθεσης είχε ως αποτέλεσμα τη λήξη των γερμανικών επιθέσεων στο Ανατολικό Μέτωπο και την απόκτηση (από τους Σοβιετικούς) της υπεροχής σε όλες τις κατευθύνσεις του γερμανοσοβιετικού μετώπου.[90]
Όμως, οι Σύμμαχοι δεν σταμάτησαν εδώ. Σε μια προσπάθεια να επισπεύσουν τον τερματισμό του πολέμου, στις 6 Ιουνίου 1944 πραγματοποίησαν απόβαση στη Νορμανδία της Γαλλίας με το κωδικό όνομα «Operation Overlord», ανατρέποντας τις προβλέψεις των Γερμανών για απόβαση κοντά στο στενό της Μάγχης. Η D-Day, όπως ονομάστηκε η 6η Ιουνίου 1944, αποτέλεσε τη μεγαλύτερη απόβαση όλων των εποχών. Κατά την πρώτη φάση της μάχης, την απόβαση στη Νορμανδία, οι Σύμμαχοι δεν κατάφεραν να επιτύχουν τους στόχους τους για την πρώτη μέρα, αλλά απέκτησαν ένα προγεφύρωμα που επεκτάθηκε σταδιακά όταν κατέλαβαν το λιμάνι του Χερβούργου στις 26 Ιουνίου και την πόλη Καν στις 21 Ιουλίου. Μετά από μία αποτυχημένη αντεπίθεση των γερμανικών δυνάμεων στις 8 Αυγούστου, παγιδεύτηκαν, στον θύλακα της Φαλαίζ, 50.000 στρατιώτες της 7ης Στρατιάς. Οι γερμανικές δυνάμεις που κατάφεραν να διαφύγουν υποχώρησαν ανατολικά κατά μήκος του Σηκουάνα στις 29 Αυγούστου 1944, σημειώνοντας το τέλος της μάχης της Νορμανδίας. Παρόλο που οι απώλειες ήταν σημαντικές για τους Συμμάχους, τόσο κατά τη διάρκεια της απόβασης όσο και κατά τη μάχη της Νορμανδίας που ακολούθησε, το αποτέλεσμα τους δικαίωσε, αφού σε λιγότερο από ένα χρόνο, σε συνδυασμό με την επέλαση των Σοβιετικών στο ανατολικό μέτωπο, έσφιξε τον κλοιό γύρω από τη Ναζιστική Γερμανία.
Η Μάχη του Βερολίνου και το τέλος του πολέμου στην Ευρώπη (1945)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η υπεροπλία των Σοβιετικών σε υλικό προκάλεσε ανεπανόρθωτες ζημιές στις δυνάμεις του Άξονα, με αποτέλεσμα να μην μπορέσουν να ανακάμψουν και να ανακτήσουν τις πρωτοβουλίες στις εξελίξεις στο Ανατολικό Μέτωπο μέχρι να τελειώσει ο Πόλεμος. Η πλάστιγγα είχε πλέον γυρίσει οριστικά υπέρ των Συμμαχικών δυνάμεων. Μετά την Επιχείρηση Βίστουλα-Όντερ τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1945, ο Κόκκινος Στρατός είχε κολλήσει προσωρινά σε μια γραμμή 60 χιλιόμετρα ανατολικά του Βερολίνου. Στις 9 Μαρτίου, οι Γερμανοί ανακοίνωσαν την επιχείρηση υπεράσπισης της πόλης με τίτλο επιχείρηση Κλάουζεβιτς. Οι πρώτες αμυντικές προετοιμασίες στα περίχωρα του Βερολίνου έγιναν στις 20 Μαρτίου, υπό τον στρατηγό Γκόταρντ Χάινριτσι.
Όταν η σοβιετική επίθεση συνέχισε από τις 16 Απριλίου, δύο Σοβιετικά τμήματα στρατού επιτέθηκαν στο Βερολίνο από τα ανατολικά και από τα νότια, ενώ ένα τρίτο διαπέρασε τις γερμανικές δυνάμεις που είχαν σταθμεύσει στα βόρεια του Βερολίνου. Πριν ξεκινήσει η κύρια μάχη στο Βερολίνο, ο Κόκκινος Στρατός περικύκλωσε την πόλη με τις επιτυχημένες μάχες των Υψωμάτων Ζέελοφ και του Χάλμπε. Στις 20 Απριλίου 1945, ημέρα των 56ων γενεθλίων του Χίτλερ, το 1ο Λευκορωσικό Μέτωπο υπό τον στρατάρχη Γκεόργκι Ζούκοφ, το οποίο προχωρούσε από ανατολικά και νότια, άρχισε να βομβαρδίζει το κέντρο του Βερολίνου, ενώ το 1ο Ουκρανικό Μέτωπο του στρατάρχη Ιβάν Κόνεφ προχώρησε προς τα νότια προάστια του Βερολίνου. Στις 23 Απριλίου ο στρατηγός Χέλμουτ Βάιντλινγκ ανέλαβε τη στρατηγία των δυνάμεων στο Βερολίνο. Η φρουρά αποτελούνταν από διάφορες αποδεκατισμένες μεραρχίες της Βέρμαχτ και των Βάφφεν-ΣΣ, μαζί με ελλιπώς εκπαιδευμένες μονάδες των Φόλκστουρμ και της Νεολαίας του Χίτλερ. Εντός της επόμενης εβδομάδας ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε την υπόλοιπη πόλη.
Στις 30 Απριλίου 1945 και ενώ οι Σοβιετικοί έχουν φτάσει σε απόσταση αναπνοής από την Καγκελαρία, ως αποτέλεσμα της Μάχης του Βερολίνου, ο Χίτλερ αυτοκτονεί (ενώ αρκετοί αξιωματούχοι του, επίσης, αυτοκτόνησαν λίγο αργότερα)[91]. Το φυλάκιο της πόλης παραδόθηκε στις 2 Μαΐου, αλλά οι μάχες συνέχισαν στα βορειοδυτικά, τα δυτικά και τα νοτιοδυτικά της πόλης και οι επιζώντες διάδοχοί του υπογράφουν την άνευ όρων συνθηκολόγηση, η οποία εκμηδενίζει τη νομική υπόσταση της Γερμανίας ως χώρας. Η υπογραφή της άνευ όρων συνθηκολόγησης έγινε στις 9 Μαΐου 1945, ώρα 0:43 π.μ., στην αίθουσα της στρατιωτικής σχολής μηχανικού, στο προάστιο Κάρλσχορστ του Βερολίνου. Την ανώτατη γερμανική στρατιωτική διοίκηση εκπροσώπησαν ο στρατάρχης Κάιτελ, ο ναύαρχος Φρίντερμπουργκ και ο στρατηγός της αεροπορίας Στουμπφ. Την αντιπροσωπεία της αντιχιτλερικής συμμαχίας αποτέλεσαν: από μέρους της ΕΣΣΔ ο στρατάρχης Γ. Κ. Ζούκωφ, από μέρους της Αγγλίας ο στρατάρχης της αεροπορίας Α. Τέντερ, από μέρους των ΗΠΑ ο στρατηγός Κ. Σπάατς και από τη Γαλλία, ο στρατηγός Ντε Λατρ ντε Τασινύ. Ο πόλεμος στην Ευρώπη τερματίζεται.
Η πτώση της Ιαπωνίας (1944-1945)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1944 είναι για την Ιαπωνία ένα έτος εξαιρετικής δοκιμασίας. Στο εσωτερικό της, οι πολιτικοί καταλαβαίνουν ότι το σχέδιο των 6 μηνών αστραπιαίου πολέμου προ πολλού δεν έχει αποφέρει αποτελέσματα και η τελική ήττα είναι αναπόφευκτη. Όμως την πρακτική ισχύ διαθέτουν οι στρατιωτικοί, οι οποίοι επιβάλλουν στους πολιτικούς τη θέλησή τους και η χώρα ζει ουσιαστικά υπό στρατιωτική δικτατορία, όπου και ο αυτοκράτορας Χιροχίτο, αποτελεί ένα είδος μαριονέτας του καθεστώτος. Για τους στρατιωτικούς η μόνη επιλογή είναι η «μάχη μέχρις εσχάτων» και ελπίζουν απλά να προκαλέσουν τόσο πολλές ανθρώπινες απώλειες στον εχθρό, που να τον αναγκάσουν, να αναθεωρήσει τα σχέδιά του για την κατάληψη της χώρας τους. Στη μάχη των Φιλιππίνων, στις 20 Οκτωβρίου 1944, εμφανίζονται και οι πρώτοι πιλότοι αυτοκτονίας «καμικάζι», οι οποίοι οδηγούν τα αεροπλάνα τους, γεμάτα εκρηκτικές ύλες, να καταπέσουν επί των εχθρικών πλοίων. Αν και αυτό τρομάζει αρχικά τις ΗΠΑ, σε λίγο διαπιστώνουν ότι, ουσιαστικά, πρόκειται για ένα κύκνειο άσμα της Ιαπωνίας. Οι καμικάζι είναι η απόδειξη της ανικανότητας του εναπομείναντος άπειρου ανθρώπινου υλικού να πλήξει σε μάχη τον εχθρό, πράγμα που κατάφερνε πολύ άνετα το 1941 - 1942. Επιπλέον, πρόκειται κυρίως για νεαρούς εθελοντές, που δεν είχαν καιρό να εκπαιδευθούν. Θα χαθούν συνολικά κάπου 1.800 από αυτούς, χωρίς να προκαλέσουν τις απώλειες που ήλπιζαν. Καταστρέφονται μόνο 2-3 μεγάλα πλοία, κάπου 10 μικρότερα και κάπου 100 υφίστανται ζημίες, τις οποίες τελικά αποκατέστησαν, και αυτό αποτελεί μόνο το 10% του συνολικού στόλου των ΗΠΑ που δρα στον Ειρηνικό.
Σύντομα, η απώλεια των Φιλιππίνων προκάλεσε εσωτερικά την πρώτη πολιτική κρίση, που οδήγησε σε παραίτηση τον στρατιωτικό πρωθυπουργό Τότζο Χίντεκι, χωρίς όμως να αλλάξει την ιαπωνική νοοτροπία για τη συνέχεια του πολέμου, η οποία κρατήθηκε στο ίδιο πνεύμα της «μάχης μέχρις εσχάτων».
Χαρακτηριστική είναι η μάχη για τη νήσο Ίβο Τζίμα, (19 Φεβρουαρίου - 26 Μαρτίου 1945). Οι Ιάπωνες υπερασπίστηκαν το νησί κρυμμένοι μέσα σε σπηλιές, με μόνο στόχο να πεθάνουν μέχρις ενός, αλλά προκαλώντας τρομακτικές απώλειες στον εχθρό. Το αποτέλεσμα σχεδόν τους δικαίωσε, αφού σκοτώθηκαν 21.703 Ιάπωνες συμπαρασύροντας στον θάνατο 27.909 Αμερικανούς. Οι απώλειες αυτές είναι σχεδόν τριπλάσιες των απωλειών κατά την απόβαση στη Νορμανδία. Το γεγονός είναι αλήθεια ότι τρόμαξε την Αμερική, η οποία, ως απάντηση, αποφάσισε τη συστηματική καταστροφή των μέσων διεξαγωγής πολέμου στο μητροπολιτικό έδαφος της Ιαπωνίας με συχνούς εμπρηστικούς βομβαρδισμούς. Ορμώμενα από τις βάσεις στις Μαριάννες Νήσους, υπό τη διοίκηση του αποφασιστικού Πτέραρχου Κέρτις Λε Μαίη, τα τελευταία αμερικανικά βομβαρδιστικά Β-29 έκαψαν την Ιαπωνία εκ βάθρων. Μόνο μεταξύ 9-10 Μαΐου 1945 στο Τόκιο χάθηκαν 100.000 άτομα μέσα σε μία πύρινη κόλαση. Η αντίσταση της Ιαπωνίας ήταν πλέον πρακτικά αδύνατη και ο Χιροχίτο προσπαθούσε να βρει τρόπο, μυστικά, να πετύχει μια συνεννόηση, αλλά οι στρατιωτικοί ετοιμάζουν άμυνα μέχρις εσχάτων την ώρα που, οι Αμερικανοί, θα τολμούσαν μια απόβαση στο μητροπολιτικό τους έδαφος.
Στην Ουάσινγκτον, η απόβαση αυτή όντως σχεδιάζεται και οι εκτιμήσεις για τις απώλειες είναι βαρύτατες: λογαριάζουν κάπου 2.000.000 ακόμα νεκρούς Αμερικανούς. Οι Μακ Άρθουρ, Νίμιτς, Λε Μαίη και Αϊζενχάουερ επιμένουν ότι η απόβαση δεν είναι αναγκαία, διότι η Ιαπωνία, εντελώς αποκλεισμένη ναυτικά από παντού, χωρίς βασικά εφόδια και υφιστάμενη αδιάκοπους βομβαρδισμούς, δεν αποτελεί πλέον απειλή. Αλλά, διπλωματικά, η κατάσταση εμπλέκεται με τη Σοβιετική Ένωση, η οποία κηρύσσει τον πόλεμο και εξαπολύει επίθεση στην Ιαπωνία, ενώ κατέχει ήδη σημαντικό τμήμα της Ευρώπης την ώρα που πλησιάζουν οι διασκέψεις για τη μεταπολεμική κατάσταση στο Πότσνταμ. Τότε ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρρυ Τρούμαν δέχεται συμβουλές να χρησιμοποιήσει το νεοανακαλυφθέν υπερόπλο της Ατομικής Βόμβας, που οι ΗΠΑ σχεδίαζαν αρχικά για να χρησιμοποιήσουν εναντίον του Χίτλερ (χωρίς να γνωρίζει κανείς για το νέο όπλο, εκτός της αμερικανικής ηγεσίας, καθώς το πρόγραμμα κατασκευής της ατομικής βόμβας ήταν απόρρητο). Η τελική απόφαση, σύμφωνα με το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, έπρεπε να ληφθεί μόνον από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, ο οποίος την παίρνει και δίνει ο ίδιος τη σχετική εντολή, χωρίς όμως η Ιαπωνία να γνωρίζει τι θα αντιμετωπίσει. Η απόφαση δέχεται έντονες επικρίσεις, κυρίως από τους επιστήμονες που την κατασκεύασαν, αλλά ο Τρούμαν αποβλέπει σε μια έκρηξη της οποίας ο (από)ηχος θα ακουστεί κυρίως στη Μόσχα. Στις 6 Αυγούστου (Χιροσίμα) και 9 Αυγούστου (Ναγκασάκι) 1945 η Ιαπωνία δέχεται δύο ατομικές βόμβες, που προκαλούν 240.000 νεκρούς και πολύ μεγαλύτερο αριθμό τραυματιών και θυμάτων της ραδιενεργής ακτινοβολίας, ενώ οι πόλεις που χτυπήθηκαν σχεδόν εξαφανίζονται από τον χάρτη. Αυτό δίνει την ευκαιρία στον Χιροχίτο να προβεί σε άμεσες συνεννοήσεις για παράδοση της Ιαπωνίας, παρακάμπτοντας τους άναυδους στρατιωτικούς και, τελικά, ο πόλεμος τερματίζεται επίσημα στις 2 Σεπτεμβρίου 1945 με την επίσημη υπογραφή της άνευ όρων παράδοσης της Ιαπωνίας, επάνω στο θωρηκτό «Μιζούρι».
Εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο πόλεμος αυτός, εκτός από τις πάμπολλες απώλειες στις ένοπλες δυνάμεις των διάφορων κρατών, χαρακτηρίστηκε από μαζικές εκτελέσεις αμάχων και άθλιες συνθήκες διαβίωσης των κατακτημένων λαών. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι σκοτώθηκαν, κατά τα πιθανότερα σενάρια, 57 εκατομμύρια άμαχοι κατά τη διάρκεια του πολέμου, με τους περισσότερους από αυτούς να είναι πολίτες Συμμαχικών κρατών, με τις εκτελέσεις να πραγματοποιούνται συνήθως είτε για ρατσιστικούς λόγους, είτε για αντίποινα. Τα μεγαλύτερα ποσοστά θανάτων αμάχων (αναλογικά με τον πληθυσμό της κάθε χώρας) τα είχαν οι χώρες της Βαλτικής, η Σοβιετική Ένωση, η Πολωνία, η Κίνα, η Γιουγκοσλαβία, η Ελλάδα, η Γερμανία, η Ινδονησία και η Γαλλική Ινδοκίνα, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο τεράστιες απώλειες είχαν οι Εβραίοι και οι Ρομά. Για τα περισσότερα από τα εγκλήματα αυτά, καταδικάστηκαν οι κύριοι συμμετέχοντες της τότε Γερμανικής κυβέρνησης (Ναζιστικό Εργατικό Κόμμα), στη δίκη της Νυρεμβέργης, μετά τη λήξη του πολέμου.
Το Ολοκαύτωμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το μεγαλύτερο έγκλημα του πολέμου, ήταν αναμφισβήτητα το Ολοκαύτωμα. Προοίμιο του Ολοκαυτώματος είναι το πογκρόμ της Νύχτας των Κρυστάλλων και το Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4, τα οποία οδήγησαν στη συνέχεια στα τάγματα θανάτου και στα στρατόπεδα εξόντωσης τα οποία αποτέλεσαν μαζική και κεντρικά οργανωμένη προσπάθεια για την εξόντωση κάθε μέλους των κοινοτήτων που αποτελούσαν στόχο των Ναζί. Κύρια θύματα ήταν οι Εβραίοι, μέσω αυτού που οι Ναζί ονόμαζαν «Τελική Λύση του Εβραϊκού Ζητήματος». Ο αριθμός των θυμάτων του εβραϊκού πληθυσμού που εξοντώθηκε συνήθως προσδιορίζεται στα έξι εκατομμύρια, αν και οι τυπικές εκτιμήσεις από τους ιστορικούς για το εύρος των θυμάτων κυμαίνονται από πέντε εκατομμύρια ως και πάνω από έξι εκατομμύρια. Εκτός από τους Εβραίους, περίπου 220.000 Ρομά και Σίντι θανατώθηκαν στο Ολοκαύτωμα (μερικές εκτιμήσεις φτάνουν ως και τις 800.000), δηλαδή το 25-50% του ευρωπαϊκού τους πληθυσμού. Άλλες ομάδες που κρίθηκαν «φυλετικά κατώτερες» ή «ανεπιθύμητες» ήταν στρατιώτες και πολίτες αιχμάλωτοι σε κατεχόμενες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης (περιλαμβανομένων των Ρώσων και άλλων Σλάβων), Πολωνοί,[92] διανοητικά ασθενείς ή σωματικά ανάπηροι, ομοφυλόφιλοι, Μάρτυρες του Ιεχωβά, Ελευθεροτέκτονες, Κομμουνιστές και άλλοι πολιτικοί αντιφρονούντες, συνδικαλιστές, καλλιτέχνες και κάποιοι Ρωμαιοκαθολικοί και Προτεστάντες κληρικοί που διώχτηκαν ή θανατώθηκαν. Αν συνυπολογιστούν και αυτές οι πληθυσμιακές ομάδες, ο αριθμός των θυμάτων ανεβαίνει σημαντικά. Οι εκτιμήσεις τοποθετούν το συνολικό αριθμό θυμάτων του Ολοκαυτώματος από 7 έως και 26 εκατομμύρια ανθρώπους.[93]
Το Ολοκαύτωμα εφαρμόστηκε χωρίς κανένα έλεος ή εξαίρεση για τα παιδιά ή τα μωρά, και τα θύματα συχνά βασανίζονταν πριν τελικά δολοφονηθούν. Οι Ναζί διεξήγαγαν σαδιστικά και θανατηφόρα πειράματα με το πρόσχημα της ιατρικής έρευνας, χρησιμοποιώντας κρατούμενους, συμπεριλαμβανομένων και παιδιών. Ο Γιόζεφ Μένγκελε, στρατιωτικός γιατρός στο Άουσβιτς και διευθυντής της ιατρικής υπηρεσίας στο Μπίρκεναου, ήταν γνωστός ως «ο Άγγελος του Θανάτου» για τα σαδιστικά και ανορθόδοξα πειράματά του. Πολλά από αυτά τα πειράματα είχαν σκοπό να παραγάγουν «φυλετικά αγνά» μωρά ή να διερευνήσουν τις αντοχές του ανθρώπινου σώματος στον πόνο, τον ακρωτηριασμό, την πίεση ή τη θερμοκρασία (υπάρχουν, μεταξύ πολλών άλλων, μαρτυρίες για κρατούμενους που βυθίζονταν ζωντανοί σε καζάνια με βραστό ή παγωμένο νερό). Οι περισσότεροι από τους κρατούμενους που χρησιμοποιήθηκαν στα πειράματα αυτά δεν επέζησαν. Το ίδιο σκληρή και βάναυση ήταν και η καθημερινή ζωή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, με τους ξυλοδαρμούς, τα βασανιστήρια και τις ομαδικές εκτελέσεις από τους Ναζί να είναι στην ημερήσια διάταξη. Υπάρχουν αποδείξεις[εκκρεμεί παραπομπή] ότι οι Ναζί σκόπευαν να συνεχίσουν την εφαρμογή της «τελικής λύσης» στη Βρετανία, τη Βόρεια Αμερική και την Παλαιστίνη, αν κατάφερναν μελλοντικώς να τις κατακτήσουν. Οι δολοφονίες συνέχισαν σε διάφορα μέρη της επικράτειας των Ναζί μέχρι και τα τελευταία στάδια του πόλεμου, και σταμάτησαν οριστικά μόνο όταν οι Συμμαχικές δυνάμεις εισέβαλαν στη γερμανική ενδοχώρα και ανάγκασαν τους Ναζί να παραδοθούν το Μάιο του 1945.
Άλλα εγκλήματα από τη Γερμανία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εκτός από το Ολοκαύτωμα, ο Γερμανικός στρατός διέπραττε συνεχώς εγκλήματα πολέμου σε όλες τις κατεχόμενες περιοχές. Ειδικά σε χώρες όπου υπήρχε σημαντική αντίσταση κατά των δυνάμεων του Άξονα, οι κατακτητές διέπραξαν αμέτρητες φρικαλεότητες και εκτελέσεις σε μορφή αντιποίνων, ενώ οι συνθήκες διαβίωσης στις περιοχές αυτές ήταν άθλιες. Ιδιαίτερα σε αστικά κέντρα, όπου οι πολίτες δεν μπορούσαν να ζήσουν από τον αγροτικό τομέα, παρατηρούνταν υποσιτισμός και απόλυτη φτώχεια.
Κατά των Σοβιετικών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Χίτλερ είχε ανακοινώσει πόλεμο αφανισμού εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης από το 1924. Το δικαιολόγησε στο πρόγραμμά του (1925) με δύο υποτιθέμενους αναπόφευκτους στόχους: την κατάκτηση του «ζωτικού χώρου στα ανατολικά (Lebensraum)» και τη διάλυση του «κομμουνισμού», που οι εκπρόσωποί του εξισώθηκαν στη ναζιστική προπαγάνδα με τους Εβραίους ως τον κύριοι εχθροί των «Άριων».[94] Ακόμη και πριν από την πρώτη μάχη έγινε έγκριση διατάξεων αντίθετων με το Διεθνές Δίκαιο, που ο στρατηγός Georg Von Küchler σκιαγράφησε στις 25 Απριλίου 1941 ενώπιον των διοικητών του τμήματος για τον πόλεμο ενάντια στη Σοβιετική Ένωση.[95]
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η απειλή ανεπαρκούς τροφοδοσίας λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου από τον Σεπτέμβριο του 1939, η Γερμανική κυβέρνηση είχε ως στόχο να τροφοδοτήσει όλα τα στρατεύματα και τμήματα πολιτών εις βάρος των ιθαγενών στις κατακτημένες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης, μέσω του λεγόμενου Σχεδίου Πείνας. Με βάση αυτό το σχέδιο, περιορίστηκαν οι προμήθειες τροφίμων του γερμανικού στρατού για τη ρωσική εκστρατεία μέσα σε μερικές εβδομάδες. Ο θάνατος αμέτρητων Σοβιετικών από την πείνα, έγινε αποδεκτός από την αρχή. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, λεηλατούσε περιοχές, συμπεριλαμβανομένου του Χάρκοβο, πόλεων στη λεκάνη του Ντονιέτσκ, στην Κριμαία και στο Λένινγκραντ. Ήδη από το χειμώνα του 1941/42, άρχισαν οι μαζικοί θάνατοι σε πολλές μεγαλύτερες πόλεις. Ως αποτέλεσμα, «οι πιο αδύναμοι από τους κατοίκους της πόλης, δηλαδή παιδιά, ηλικιωμένοι και άτομα χωρίς οικογενειακούς δεσμούς, πέθαναν στις δεκάδες χιλιάδες κάθε μήνα».[96] Η κατάσταση βελτιώθηκε κάπως τον επόμενο χειμώνα, επειδή πολλοί κάτοικοι απήχθησαν για καταναγκαστική εργασία και έτσι μειώθηκε ο πληθυσμός.[97]
Από το 1942 και μετά, η αντίσταση των σοβιετικών ανταρτών στην πίσω περιοχή έγινε ολοένα και πιο σοβαρή απειλή για τη Βέρμαχτ, η οποία πριν από τον πόλεμο είχε υποτιμήσει τους Σοβιετικούς. Έτσι η Βέρμαχτ τους αντιμετώπισε με αδυσώπητη βαρύτητα και οι εγκληματικές ενέργειες εναντίον των ανταρτών και του άμαχου πληθυσμού ήταν αμέτρητες.[98][99]
Στην Πολωνία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι μονάδες της Βέρμαχτ σκότωσαν χιλιάδες Πολωνούς πολίτες κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Σεπτεμβρίου 1939 μέσω εκτελέσεων και τρομοκρατικών βομβαρδισμών σε πόλεις. Στο τέλος των εχθροπραξιών, κατά την περίοδο κατά την οποία η Πολωνία διοικούνταν από τη Βέρμαχτ (έως τις 25 Οκτωβρίου 1939) κάηκαν 531 πόλεις και χωριά, πραγματοποιήθηκαν 714 μαζικές εκτελέσεις, λεηλασίες, ληστείες και δολοφονίες. Εκτιμάται ότι 16.376 Πολωνοί ήταν θύματα αυτών των εγκλημάτων. Περίπου το 60% αυτών των εγκλημάτων αποδίδεται στη Βέρμαχτ, της οποίας τα στρατεύματα συμμετείχαν συχνά σε σφαγές Εβραίων. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα των Πολωνών στρατιωτών που δολοφονήθηκαν μετά τη σύλληψη τους, όπως στο Σλάντοβ, όπου 252 κρατούμενοι πνίγηκαν ή πυροβολήθηκαν από το γερμανικό 4ο θωρακισμένο τάγμα, ή στο Σιεπελόβ, όπου περίπου τριακόσιοι σκοτώθηκαν και το Ζάμπροβ, όπου υπήρξαν άλλοι τριακόσιοι νεκροί. Οι κρατούμενοι εβραϊκής καταγωγής εκτελούνταν τακτικά επί τόπου, καθώς και άλλοι κρατούμενοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σε πολλές περιπτώσεις, οι Πολωνοί στρατιώτες που συνελήφθησαν κάηκαν ζωντανοί. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1939, Γερμανοί στρατιώτες έριξαν χειροβομβίδες σε ένα σχολικό κτίριο όπου κρατούνταν Πολωνοί αιχμάλωτοι πολέμου.
Οι δυνάμεις της Βέρμαχτ επίσης διέπραξαν τακτικά βιασμούς γυναικών και κοριτσιών κατά τη διάρκεια της εισβολής της Πολωνίας. Σύμφωνα με τον ιστορικό Σίμον Ντάτνερ, πολλές γυναίκες βιάστηκαν και στη συνέχεια δολοφονήθηκαν. Η Βέρμαχτ οργάνωσε επίσης πορνεία, όπου οι γυναίκες αναγκάστηκαν να εργαστούν.[100] Η Ρουθ Σέιφερτ γράφει: «στα ανατολικά εδάφη, η Βέρμαχτ συνήθιζε να μαρκάρει τα σώματα των αιχμαλωτισμένων κοριτσιών και άλλων γυναικών με τις λέξεις «πόρνη για τα στρατεύματα του Χίτλερ» πριν τις χρησιμοποιήσει αναλόγως».[100]
Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης της Βαρσοβίας, στρατεύματα υπό την ηγεσία της Γερμανίας σκότωσαν 13.000 στρατιώτες και περίπου 120.000 έως 200.000 πολίτες. Τουλάχιστον 5.000 τακτικοί στρατιώτες, σχεδόν όλοι οι έφεδροι στρατιώτες, υποστήριξαν τα τάγματα των SS στην καταστολή της Πολωνικής Αντίστασης και χρησιμοποιήθηκαν ανθρώπινες ασπίδες κατά τη διάρκεια της μάχης. Στην εξέγερση αυτή, οι Γερμανοί κατέστρεψαν το 85% της πόλης της Βαρσοβίας.[101]
Στην Ελλάδα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη διάρκεια της κατοχής της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, διαπράχθηκαν αμέτρητα εγκλήματα και φρικαλεότητες στην Ελλάδα. Αρχικά, οι Γερμανοί διέλυσαν την οικονομία της χώρας, μέσω λεηλασιών και κατασχέσεων, κυκλοφορίας μάρκου ειδικά για τον στρατό μηδαμινής αξίας, του -αναγκαστικού- κατοχικού δανείου, καθώς και αυξήσεων των τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης.[102] Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον Μεγάλο Λιμό της Κατοχής τον χειμώνα του 1941 - 1942, όπου οι κάτοικοι των μεγάλων αστικών κέντρων ουσιαστικά υπέφεραν από πείνα και απόλυτη φτώχεια με αποτελέσματα ακόμη και μαζικούς θανάτους από υποσιτισμό. Οι κάτοικοι είχαν εξοικειωθεί με την εικόνα του θανάτου στους δρόμους. Στα απομνημονεύματα του ο Σουηδός διπλωμάτης και μέλος του Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα από το 1942, Πολ Μον, περιγράφει την εικόνα της πρωτεύουσας της χώρας ως «απελπιστική» με «άντρες πεινασμένους με τα μάγουλα ρουφηγμένα, να σέρνονται στους δρόμους» και «παιδιά με όψη σταχτιά και γάμπες λιγνές σαν πόδια αράχνης, να μάχονται με τα σκυλιά γύρω στους σωρούς των σκουπιδιών». Επίσης αναφέρει ότι όταν άρχισε το κρύο, «οι άνθρωποι έπεφταν στους δρόμους από εξάντληση» και ότι «τους μήνες εκείνου του χειμώνα (1941-42) σκόνταφτε κανείς κάθε πρωί πάνω σε πτώματα».[103] Στην Αθήνα και στον Πειραιά, υπολογίζεται ότι οι νεκροί από τον λιμό έφτασαν τους 63.734, ενώ τα συνολικά θύματα σε όλη την Ελλάδα τους 100.000.[104]
Στα πλαίσια του Ολοκαυτώματος, οι Γερμανοί αποδεκάτισαν την έως τότε ακμάζουσα Εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, που αριθμούσε περίπου 50.000 άτομα. Ενδεικτικώς, μέσα στο διάστημα Μαρτίου-Αυγούστου 1943, περίπου 45.000 Εβραίοι εκτοπίστηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς, οι περισσότεροι εκ των οποίων θα καταλήξουν νεκροί. Μόλις 2.000 Εβραίοι παρέμειναν στην πόλη[105]. Επίσης, οι Γερμανοί προέβησαν και σε μαζικές εκτελέσεις αμάχων και καταστροφές χωριών, ως αντίποινα στην Αντίσταση. Στην Ελλάδα, υπάρχουν τα αποκαλούμενα "μαρτυρικά χωριά", τα οποία κάηκαν ολοσχερώς και πολλοί κάτοικοι αυτών εκτελέστηκαν από τους κατακτητές. Όταν κορυφώθηκε η Εθνική Αντίσταση, οι Γερμανοί το 1943 και ιδίως ακόμα συχνότερα το 1944 εκτέλεσαν ακόμη περισσότερο κόσμο, είτε ως υπόπτους, είτε απλά για αντίποινα, δηλαδή αμάχους που δεν είχαν εμπλακεί σε καμία επιχείρηση. Πολλές φορές γίνονταν και εκτελέσεις αριστερών ομήρων κρατουμένων σε φυλακές, με πιο γνωστή την εκτέλεση των 200 στην Καισαριανή, την Πρωτομαγιά του 1944.
Τέλος, η Ελλάδα, διεκδικεί μέχρι και σήμερα τις πολεμικές αποζημιώσεις, καθώς και την ξεπλήρωση του κατοχικού δανείου (σήμερα φτάνει τα 14 δισεκατομμύρια δολάρια) από τη Γερμανία.[106]
Κατά των Γάλλων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη διάρκεια της εισβολής στη Γαλλία, τον Ιούνιο του 1940, οι Γερμανοί δολοφόνησαν όλους τους μαύρους στρατιώτες και τους λευκούς αξιωματικούς τους που είχε αιχμαλωτίσει κοντά στο Μπουά ντ' Εγεν.[107] Τον ίδιο μήνα, το 9ο τμήμα πεζικού σκότωσε τους μαύρους στρατιώτες του 4ου τμήματος πεζικού της Βόρειας Αφρικής που είχαν συλλάβει κοντά σε Ερκουιβιλέγ. Ένας Γερμανός αξιωματικός αναφέρει ότι «μια κατώτερη φυλή (ενν. τους μαύρους Γάλλους) δεν αξίζει να πολεμήσει σε έναν πολιτισμένο αγώνα εναντίον των Γερμανών».[107] Τον Σεπτέμβριο του 1944, κατά τη διάρκεια της υποχώρησης από τη Γαλλία, η Βέρμαχτ εκτέλεσε αμάχους και λεηλάτησε και κατέστρεψε αστικές περιουσίες κατά τη διάρκεια της Μάχης της Βρέστης. Οι σφαγές περιλαμβάνουν εκείνη τουλάχιστον 1.500 μαύρων Γάλλων και προηγήθηκε προπαγάνδα που απεικόνιζε τους μαύρους ως άγριους. Επίσης, από τον Οκτώβριο του 1942 και μετά, η Βέρμαχτ ζήτησε τη συνοπτική εκτέλεση όλων των καταγεγραμμένων πρώην Γάλλων κομάντο.
Στη Γιουγκοσλαβία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την αλλαγή στην κυβέρνηση της χώρας η οποία ήταν ξεκάθαρα κατά του Άξονα, ο Χίτλερ θεώρησε ότι έπρεπε να διαλύσει ολοσχερώς τη Γιουγκοσλαβία.[108] Τον Απρίλιο του 1941, κατά τη διάρκεια της εισβολής, το Βελιγράδι βομβαρδίστηκε, με αποτέλεσμα τον θάνατο 17.000 πολιτών.[109]
Με την κατάληψη της χώρας, αυτή διαμελίστηκε σε τμήματα: κάποιες περιοχές προσαρτήθηκαν στις Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία και Αλβανία, ενώ δημιουργήθηκαν τα κράτη της Κροατίας (που συμμάχησε με τον Άξονα) και του Μαυροβουνίου (που ήταν Ιταλικό προτεκτοράτο). Όμως αυτό που έμεινε, η Σερβία, πέρασε υπό Γερμανική κατοχή. Σε αυτό το τμήμα διαπράχθηκαν και τα περισσότερα εγκλήματα πολέμου στη Γιουγκοσλαβία. Επίσης ήταν πολλές οι περιπτώσεις εκτελέσεων λεηλασιών και σφαγών σε χωριά της χώρας, ως αντίποινα στην πολύ δυνατή Γιουγκοσλαβική Αντίσταση, που προκάλεσε πολλές ζημιές στις δυνάμεις του Άξονα.
Ατομικές Βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παρόλο που δεν ήταν σύνηθες να διαπράττονται εγκλήματα πολέμου από τις Συμμαχικές δυνάμεις (τουλάχιστον πριν τη λήξη του πολέμου), οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αυτές που διέπραξαν μια αποτρόπαια πράξη και μάλιστα μετά από τη νίκη των Συμμάχων στην Ευρώπη,[110][111] και, κυρίως, χωρίς να έχουν προειδοποιήσει την Ιαπωνία τι θα αντιμετώπιζε (καθώς το πρόγραμμα κατασκευής της ατομικής βόμβας ήταν απόρρητο). Η συγκεκριμένη επίθεση προκάλεσε τον θάνατο πολλών αμάχων, και μέχρι και σήμερα παραμένει η μοναδική χρήση ατομικής βόμβας σε πολεμική αντιπαράθεση. Ο αρχικός αριθμός των θυμάτων που πέθαναν ακαριαία από τη ρίψη των δύο ατομικών βομβών υπολογίζεται σε 70.000 στη Χιροσίμα και 40.000 στο Ναγκασάκι. Όμως οι ολέθριες συνέπειες της πυρηνικής ραδιενεργής ακτινοβολίας τους επόμενους τέσσερις μήνες αύξησαν τον αριθμό των νεκρών σε 90.000-166.000 στη Χιροσίμα και 80.000 στο Ναγκασάκι.[112] Μέχρι το 1950 ο απολογισμός των θυμάτων είχε φτάσει τα 200.000 θύματα.[113]
Οι δύο αυτές ρίψεις έγιναν με προσωπική απόφαση του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Χάρυ Τρούμαν. Για να πραγματοποιηθούν, ο διοικητής της μοίρας της Αεροπορίας Στρατού Σπατζ, στην οποία ανήκαν τα αεροσκάφη, ζήτησε έγγραφη τη διαταγή από την πολιτική ηγεσία «αρνούμενος να σκοτώσει ίσως 100.000 άτομα με προφορικές μόνον εντολές». Η διαταγή πράγματι του στάλθηκε εγγράφως με τις υπογραφές του Υπουργού Εσωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ και του Υπουργού Στρατιωτικών Χένρι Στίμσον. Η τελική, ωστόσο, απόφαση, σύμφωνα με το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, έπρεπε να ληφθεί μόνον από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, ο οποίος και την έλαβε, με τη δικαιολογία ότι οι ρίψεις αυτές θα έφερναν γρήγορο τέλος στον πόλεμο του Ειρηνικού και ότι τα θύματα από τις βόμβες θα ήταν λιγότερα από τις απώλειες σε μια ενδεχόμενη απόβαση στην Ιαπωνία ή από τη συνέχιση του πολέμου. Υπάρχουν απόψεις όμως που υποστηρίζουν ότι η ρίψη των ατομικών βομβών ήταν μια επίδειξη δύναμης από τις ΗΠΑ προς τον υπόλοιπο κόσμο και κυρίως προς τη Σοβιετική Ένωση. Ως τέτοια, προλείανε το έδαφος για την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου. Για τους περισσότερους μελετητές και ιστορικούς, οι ρίψεις των ατομικών βομβών ήταν ένα έγκλημα πολέμου.[114]
Η τύχη των Γερμανών πολιτών μετά την κατάληψη της Γερμανίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τους τελευταίους μήνες του πολέμου και κατά τα χρόνια που ακολούθησαν μετά τη συνθηκολόγηση, διαπράχθηκαν μαζικά εγκλήματα κατά αμάχων Γερμανών - ανδρών, γυναικών και παιδιών - από τους Δυτικούς Συμμάχους και τη Σοβιετική Ένωση. Αναγνωρίζεται ότι γενικά «ο ωκεανός πολεμικής προπαγάνδας υφαίνει ένα μύθο που διατηρείται για αρκετές δεκαετίες» (D. Murphey, σ. 2, 19). Για πολλά χρόνια αυτό το θέμα ήταν ένα ταμπού, ακόμα και για τους Γερμανούς. Έτσι, εργασίες πάνω στη μεταχείριση των Γερμανών αμάχων εμφανίζονται κυρίως προς τα τέλη του 20ού και αρχές του 21ου αιώνα.[115]
Υπολογίζεται ότι στο τέλος του πολέμου 16,5 εκατομμύρια Γερμανοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Από αυτούς, τα 9,3 εκατομ. εκδιώχθηκαν από περιοχές της Ανατολικής Πρωσίας που ενσωματώθηκαν στην Πολωνία (με συμφωνία των Συμμάχων υπήρξε μια σημαντική μετατόπιση της Πολωνίας προς τα βορειοδυτικά). Οι υπόλοιποι 7,2 εκατομ. εκδιώχθηκαν από περιοχές της Κεντρικής Ευρώπης όπου ζούσαν επί γενεές. Αυτή η μαζική εκτόπιση βασίστηκε στη Συμφωνία του Πότσδαμ στα μέσα του 1945. Αν και η Συμφωνία προέβλεπε ότι ο εκτοπισμός θα γινόταν «με τον πλέον ανθρωπιστικό τρόπο», στην πράξη αυτό δεν τηρήθηκε. Εκτιμάται ότι από 2,1 έως 6,0 εκατομ. Γερμανοί πέθαναν κατά τη διάρκεια των εκτοπίσεων από την πείνα και το κρύο. Ο Κόνραντ Αντενάουερ είχε δηλώσει ότι από τους εκτοπισμένους πέθαναν 6 εκατομμύρια. Ο ιστορικός Τζέιμς Μπακ εκτιμά ότι 5,7 εκατομ. εξαφανίστηκαν μέσα στη Γερμανία μεταξύ Οκτωβρίου 1946 και Σεπτεμβρίου 1950. Μάλιστα αναφέρεται ότι στη Νότια Σιλεσία το ένα τέταρτο μιας πόλης έκανε ομαδική αυτοκτονία. Βρετανοί στρατιώτες ανέφεραν ότι οι λίμνες ήταν γεμάτες πτώματα γυναικών που αυτοκτόνησαν.
Κατά τα πρώτα έτη μετά τον πόλεμο, οι σύμμαχοι εμπόδιζαν τη παροχή προς τους Γερμανούς ανθρωπιστικής βοήθειας που ερχόταν από τον Ερυθρό Σταυρό, θρησκευτικούς ή άλλους οργανισμούς. Ο γερμανικός αλιευτικός στόλος υποχρεωνόταν να παραμένει στα λιμάνια. Στην Αμερικανική Ζώνη του Βερολίνου υπήρξε η πολιτική «τίποτα δεν χαρίζεται και όλα πετιούνται». Στην Ανατολική Πρωσία που κατεχόταν από τη Σοβιετική Ένωση εφαρμόστηκε πολιτική λιμοκτονίας ανάλογη με αυτή της Ουκρανίας της δεκαετίας του 1930. Κατά τους ιδιαίτερα ψυχρούς χειμώνες του 1946-47 και 1948-49 χιλιάδες πέθαναν από το κρύο λόγω έλλειψης καυσίμων και ρούχων, ιδιαίτερα μεταξύ των προσφύγων από την Ανατολή.
Οι Γερμανοί αιχμάλωτοι πολέμου ήταν γύρω στα 11 εκατομμύρια συνολικά. Από αυτούς, 1,5 εκατομ. δεν επέστρεψαν στα σπίτια τους. Στο τέλος του πολέμου, κρατούνταν στη Σοβιετική Ένωση γύρω στα 4 έως 5 εκατομ. Γερμανοί. Δεν ήταν όλοι μάχιμοι, καθώς οι Σοβιετικοί δεν έκαναν διάκριση μεταξύ αιχμαλώτων πολέμου και πολιτών. Μερικοί κρατήθηκαν μέχρι και το 1956 όταν ο Κ. Αντενάουερ επισκέφθηκε τη Μόσχα. Αλλά πιστεύεται ότι ακόμα και το 1979 υπήρχαν 72.000 αιχμάλωτοι στη Σοβιετική Ένωση. Οι Αμερικανοί κράτησαν αιχμαλώτους 4,2 εκατομ. στρατιώτες και 3,4 άλλους που τους χαρακτήρισαν ως «παραδοθέντες εχθρούς» ή «αφοπλισμένους εχθρούς», οι οποίοι δεν καλύπτονταν από τις συνθήκες της Χάγης και της Γενεύης. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τους αιχμαλώτους των Αμερικανών που πέθαναν, υπάρχουν όμως αναφορές για συγκεκριμένα στρατόπεδα όπου χιλιάδες αφέθηκαν να πεθάνουν[εκκρεμεί παραπομπή] από την πείνα και το κρύο, παρ’ όλο που τρόφιμα «στιβάζονταν σε σωρούς έξω από τα στρατόπεδα». Σχετικά καλύτερη ήταν η μεταχείριση των αιχμαλώτων από τους Βρετανούς. Άλλοι Γερμανοί στάλθηκαν για καταναγκαστική εργασία στη Γαλλία, όπου είχαν ιδιαίτερα άγρια μεταχείριση. Από τους συγγραφείς σημειώνεται η μονομέρεια της Δίκης της Νυρεμβέργης, καθώς αυτή ασχολήθηκε μόνο με Γερμανούς εγκληματίες πολέμου.[116]
Θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης από τους Συμμάχους
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ιδιαίτερα σημειώνεται το κύμα μαζικών βιασμών από μέλη του Σοβιετικού στρατού. Στο Βερολίνο οι μετριότερες εκτιμήσεις για τα θύματα βιασμών είναι περί τις 20.000, με ηλικίες των θυμάτων να είναι από 12 έως 75.[117] Θύματα βιασμών από το Σοβιετικό στρατό έπεσαν όχι μόνο Γερμανίδες, αλλά και γυναίκες της Ουγγαρίας, Βουλγαρίας και Ουκρανίας. Στη Σοβιετική Ζώνη της Αυστρίας, οι βιασμοί ήταν καθημερινό φαινόμενο μέχρι το 1947. Η επίσημη πολιτική ήταν κατά των βιασμών, αλλά στην πράξη μόνο το 1949 εφαρμόστηκαν κάποια αποτρεπτικά μέτρα από τους Σοβιετικούς. Πιστεύεται ότι τουλάχιστον 100.000 γυναίκες βιάστηκαν στο Βερολίνο από τους Σοβιετικούς, ενώ περίπου 10.000 γυναίκες φαίνεται ότι πέθαναν εξαιτίας των αμβλώσεων που αναγκάστηκαν να κάνουν λόγω ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης μετά από βιασμό.[118] Σύμφωνα με τη Σοβιετική πολεμική ανταποκρίτρια Νατάλια Γκέσε, Σοβιετικοί στρατιώτες βίασαν Γερμανίδες όλων των ηλικιών, ενώ δεν δίσταζαν να βιάσουν και Πολωνέζες ή ακόμα και Σοβιετικές.[119][120]
Πολλοί βιασμοί έγιναν και από Αμερικανούς στρατιώτες, αλλά εκεί υπήρξε αυστηρότερη αντιμετώπιση, μέχρι και εκτελέσεις ενόχων. Οι περισσότεροι διαπράχθηκαν μετά την απόβαση στη Νορμανδία και ήταν ως επί τω πλείστον ομαδικοί βιασμοί που διαπράχθηκαν από ένοπλους στρατιώτες.[121] Μετά τη λήξη του πολέμου, το φαινόμενο συνεχίστηκε με τη μορφή της σεξουαλικής εκμετάλλευσης των πεινασμένων. Οι Αμερικανοί αξιωματικοί της Στρατιωτικής Αστυνομίας έλεγαν ότι «λίγο φαγητό, μια πλάκα σοκολάτα, ή μια πλάκα σαπούνι κάνουν τον βιασμό αχρείαστο». Λόγω αυτών των φαινομένων υπήρξε έκρηξη αφροδισίων νοσημάτων. Στον Αμερικανικό στρατό, παρατηρήθηκε και εσωτερική ρατσιστική αντιμετώπιση των μαύρων, καθώς ενώ οι λευκοί Αμερικανοί στρατιώτες ήταν στην πραγματικότητα υπεύθυνοι για τους περισσότερους μαζικούς βιασμούς, οι μαύροι στρατιώτες είχαν περισσότερες πιθανότητες να κατηγορηθούν για βιασμό και να τιμωρηθούν αυστηρά.[122] Το 2015, το γερμανικό περιοδικό ειδήσεων Der Spiegel ανέφερε ότι σύμφωνα με τον Γερμανό ιστορικό Μίριαμ Γκέμπχαρντ «τα μέλη του στρατού των ΗΠΑ βίασαν έως και 190.000 Γερμανίδες μέχρι τη στιγμή που η Δυτική Γερμανία ανέκτησε την κυριαρχία της το 1955, με τις περισσότερες από τις επιθέσεις να γίνονται τους πρώτους μήνες αμέσως μετά την εισβολή των ΗΠΑ στη ναζιστική Γερμανία».[123]
Αν και όχι στην κλίμακα των Σοβιετικών και των Αμερικανών, οι Βρετανοί κακοποιούσαν επίσης σεξουαλικά τις γυναίκες στις κατεχόμενες περιοχές. Σύμφωνα με τον ιστορικό Σον Λόνγκντεν, αν και λίγοι, υπήρχαν στρατιώτες που διέπραξαν βίαιες πράξεις και συνήθως όταν αποδεικνυόταν μια τέτοια πράξη, οι παραβάτες αντιμετώπιζαν συνέπειες. Όμως σε γενικές γραμμές το θέμα αυτό δεν είχε τότε απασχολήσει τη Βρετανική στρατιωτική Αστυνομία, ενώ ορισμένες περιπτώσεις θεωρήθηκαν ασήμαντες επειδή πραγματοποιήθηκαν από στρατιώτες που υπέφεραν από μετατραυματικό στρες ή που ήταν μεθυσμένοι.[124][125] Ο εγκληματολόγος και ιστορικός Κλάιβ Έμσλεϊ από την άλλη, αναφέρει ότι σύμφωνα με έναν ανώτερο Βρετανό αξιωματικό, πολλοί πρώην αιχμάλωτοι των Ναζί βιάζουν Γερμανίδες για εκδίκηση και μάλιστα ο ίδιος (ο αξιωματικός) φαίνεται να θεωρούσε ότι το αξίζουν κιόλας.[126] Μαζικοί βιασμοί αποδίδονται και σε Πολωνούς, Γάλλους, Γιουγκοσλάβους, και άλλων εθνικοτήτων στρατιώτες.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Βουλγαρική κατοχή ελληνικών εδαφών (1941-44)
- Απώλειες κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
- Αεροπορία στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ (έως το 1943)
- ↑ 2,0 2,1 2,2 (έως το 1944)
- ↑ (κήρυξη πολέμου μόνο στη Σοβιετική Ένωση)
- ↑ (έως το 1945)
- ↑ (από το 1945)
- ↑ (έως τον θάνατό του, 1943)
- ↑ Mitchell, Greg (8 Αυγούστου 2013). «After Hiroshima, Truman Failed to Pause--and Nagasaki 'War Crime' Followed». Huffington Post (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 21 Αυγούστου 2017.
- ↑ «Phil Strongman: Hiroshima is a war crime that haunts my family, 67» (στα αγγλικά). The Independent. 2012-08-05. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2014-07-25. https://web.archive.org/web/20140725030609/http://www.independent.co.uk/voices/commentators/phil-strongman-hiroshima-is-a-war-crime-that-haunts-my-family-67-years-on-8008821.html. Ανακτήθηκε στις 2017-08-21.
- ↑ 1950-, Boyle, Francis Anthony, (2002). The criminality of nuclear deterrence. Atlanta, GA: Clarity Press. ISBN 0932863337. 50007944.
- ↑ Journal, The Asia Pacific. «The Atomic Bombing, The Tokyo War Crimes Tribunal and the Shimoda Case: Lessons for Anti-Nuclear Legal Movements | The Asia-Pacific Journal: Japan Focus». apjjf.org. Ανακτήθηκε στις 21 Αυγούστου 2017.
- ↑ «Hiroshima bomb may have carried hidden agenda» (στα αγγλικά). New Scientist. https://www.newscientist.com/article/dn7706-hiroshima-bomb-may-have-carried-hidden-agenda/#.UkN0B39Gb84. Ανακτήθηκε στις 2017-08-21.
- ↑ Στέφανος Χελιδώνης, στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (στήλη «Κόσμος» της 3 Απριλίου 2010), άρθρο με τίτλο «Η Συμφωνία του Μονάχου»
- ↑ Εφημερίδα 'Έθνος', φύλλο της 14 Αυγούστου 1935, σελ. 8: «Η τριμερής διάσκεψις δια τα Ιταλοαβησσυνιακά»
- ↑ Ian Kershaw, Fateful choices, Penguin Books 2008
- ↑ Andrea L. Stanton· Edward Ramsamy (2012). Cultural Sociology of the Middle East, Asia, and Africa: An Encyclopedia. σελ. 308. ISBN 978-1-4129-8176-7. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2014.
- ↑ Barker 1971.
- ↑ Shirer 1990, σελ. 289.
- ↑ 18,0 18,1 Neulen 2000, σελ. 25.
- ↑ Eastman 1986.
- ↑ Hsu & Chang 1971.
- ↑ Tucker, Spencer C. (2009). A Global Chronology of Conflict: From the Ancient World to the Modern Middle East [6 volumes]: From the Ancient World to the Modern Middle East. ABC-CLIO. ISBN 978-1-85109-672-5. Ανακτήθηκε στις 27 Αυγούστου 2017.
- ↑ Yang Kuisong, "On the reconstruction of the facts of the Battle of Pingxingguan"
- ↑ Levene, Mark and Roberts, Penny. The Massacre in History. 1999, pp. 223–24
- ↑ Totten, Samuel. Dictionary of Genocide. 2008, 298–99.
- ↑ Hsu & Chang 1971.
- ↑ Eastman 1986, σελ. 566.
- ↑ Taylor 2009.
- ↑ Sella 1983.
- ↑ Beevor 2012, σελ. 342.
- ↑ Goldman, Stuart D. (28 August 2012). «The Forgotten Soviet-Japanese War of 1939». The Diplomat. https://thediplomat.com/2012/08/the-forgotten-soviet-japanese-war-of-1939/. Ανακτήθηκε στις 26 June 2015.
- ↑ Timothy Neeno. «Nomonhan: The Second Russo-Japanese War». MilitaryHistoryOnline.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Νοεμβρίου 2005. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουνίου 2015.
- ↑ 32,0 32,1 32,2 Gilbert, σελ. 2
- ↑ Beevor, σελ. 26
- ↑ Gilbert, σελ. 9
- ↑ Teichova, Alice· Matis, Herbert (30 Νοεμβρίου 2000). Economic Change and the National Question in Twentieth-Century Europe. Cambridge University Press. ISBN 978-1-139-42765-4.
- ↑ Davies, σελ. 997
- ↑ Beevor, σελ. 39-40
- ↑ Gilbert σελ. 10
- ↑ Beevor, σελ. 41
- ↑ Davies, σελ. 1001
- ↑ Gilbert, σελ. 14
- ↑ Zaloga, σελ. 78
- ↑ 43,0 43,1 Gilbert, σελ. 19
- ↑ Gilbert, σελ. 31
- ↑ 45,0 45,1 Davies, σελ. 1003
- ↑ 46,0 46,1 Beevor, σελ. 59
- ↑ Beevor, σελ. 53-54
- ↑ Gilbert, σελ. 48-49
- ↑ Edwards, σελ. 18
- ↑ Χάρτ, Λίντελ (1988). Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τόμος α. ΑΘΗΝΑ: CASSEL LTD, ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ. σελ. 178.
- ↑ Knox (2000), σελ.80
- ↑ Buell, Hal. World War II Album & Chronicle σελ. 54
- ↑ The Oxford Companion to World War II (1995), σελ. 508
- ↑ Η Ελλάδα & ο κόσμος (1915-2005), τόμος δεύτερος, σελ. 105, εκδόσεις Ντέτσικα.
- ↑ Higman, Robin (2008). Η Βρετανική βοήθεια στην Ελλάδα. Αθήνα: Γκοβόστης. σελ. 292.
- ↑ Ρίτσαρντ Κλογκ, "Πολεμώντας μόνοι το 1940-1941", εφημερίδα "Η Καθημερινή", φύλλο Κυριακής, 10 Ιανουαρίου 2021, στήλη "Ιστορία"
- ↑ Buell, Hal. World War II Album & Chronicle σελ. 75
- ↑ Higham, Robin (2008). To ημερολόγιο μιάς καταστροφής, η βρεττανική βοήθεια στην Ελλάδα το 1940-41. ΑΘΗΝΑ. σελ. 119.
- ↑ Έκθεση πεπραγμένων του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας του Αντιστράτηγου Κων. Μπακοπούλου από 8/2/1941 μέχρι 10/4/1941. Αρχείο Γενικού Επιτελείου Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού. 1941.
- ↑ Reymond Cartie, Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Πάπυρος, Αθήνα, 1964 (μτφ. από τα Γαλλικά).
- ↑ James Gannon. Stealing Secrets, Telling Lies: How Spies and Codebreakers Helped Shape the Twentieth Century. Brassey's. 1 Απριλίου 2002 ISBN 978-1-57488-473-9 (Αγγλικά).
- ↑ Grehan (2013), p. 18
- ↑ Rigge p. 100
- ↑ Grehan (2013), Ch. 9
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Νοεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 20 Μαΐου 2021.
- ↑ Marek Ney-Krwawicz, The Polish Underground State and The Home Army (1939–45) Σφάλμα στο πρότυπο webarchive: Ελέγξτε την τιμή
|url=
. Empty.. - ↑ (in πολωνική) Armia Krajowa Σφάλμα στο πρότυπο webarchive: Ελέγξτε την τιμή
|url=
. Empty.. - ↑ Strzembosz (1983)
- ↑ Davies (2005). σελ. 354.
- ↑ Kochanski, Halik (2012). The eagle unbowed. Poland and the Poles in the Second World War. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press. σελ. 404.
- ↑ Forczyk (2009). σελ. 22, 47.
- ↑ «FREQUENTLY ASKED QUESTIONS». World War 2: Warsaw Uprising. warsawuprising.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Σεπτεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ Καλογρηάς, Βάιος (20 Φεβρουαρίου 2011). «Ο διπλός στόχος του πολωνικού «Στρατού της Πατρίδας»». kathimerini.gr. Η Καθημερινή. Ανακτήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ Καζάνας, Γιώργος (2 Μαΐου 2020). «Η Ξηροκρήνη της Αντίστασης». Εφημερίδα των Συντακτών. Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2020.
- ↑ Αφιερώματα πρώτη πράξη αντίστασης
- ↑ Τομαή, Φωτεινή (3 Ιουνίου 2007). «Ιούλιος 1959: Η δίκη του Γλέζου ξεσηκώνει τον πλανήτη. Τα ντοκουμέντα του κύματος συμπαράστασης στο εξωτερικό που προκάλεσε η δίωξη του «πρώτου παρτιζάνου της Ευρώπης», όπως τον αποκάλεσε ο στρατηγός Ντε Γκωλ». Το Βήμα. http://www.tovima.gr/relatedarticles/article/?aid=181381. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουνίου 2014.
- ↑ Salles, Alain (29 Φεβρουαρίου 2012). «L'oracle de Naxos résiste toujours». Le monde. http://www.lemonde.fr/europe/article/2012/02/29/l-oracle-de-naxos-resiste-toujours_1649358_3214.html. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουνίου 2014.
- ↑ https://www.rizospastis.gr/story.do?id=6251645
- ↑ 29η Σεπτεμβρίου 1941 - Τα γεγονότα στην Προσοτσάνη.
- ↑ Για τα γεγονότα στην περιοχή μας τον Σεπτέμβριο του 1941, που έμειναν γνωστά σαν "Σεπτεμβριανά" - Βοϊράνη Πολιτιστικός Σύλλογος Αγίου Αθανασίου Δράμας.
- ↑ Η Δράμα τίμησε τα θύματα της βουλγαρικής θηριωδίας του 1941, Χρονικά Δράμας.
- ↑ Το Έθνος Αρχειοθετήθηκε 2015-04-25 στο Wayback Machine. Τα πρώτα ολοκαυτώματα σε Ελλάδα και Ευρώπη
- ↑ «Επιχείρηση «Γοργοπόταμος»». Σαν Σήμερα .gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Μαρτίου 2008. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2014.
- ↑ «Foreign News: Partisan Boom». Time. 3 January 1944. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 September 2009. https://web.archive.org/web/20090901165133/http://www.time.com/time/magazine/article/0,9171,885272,00.html. Ανακτήθηκε στις 15 February 2010.
- ↑ Hart, Stephen. «BBC History». Partisans: War in the Balkans 1941 – 1945. BBC. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Ιανουαρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2011.
- ↑ Cohen 1996, σελ. 61.
- ↑ Adams, Simon (2005): The Balkans, Black Rabbit Books, (ISBN 978-1-58340-603-8)
- ↑ «Italy - The partisans and the Resistance». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Ιουλίου 2021.
- ↑ G. Bianchi, La Resistenza, in: AA.VV., Storia d'Italia, vol. 8, pp. 368-369.
- ↑ Glantz, David M· Grauberger, Darin (1999). The Battle of Kursk. Lawrence, KS. ISBN 0-7006-0978-4. 41338011.
- ↑ Beevor 2002, σελίδες 400–405.
- ↑ Czesław Madajczyk: Polityka III Rzeszy w okupowanej Polsce. Βαρσοβία: Państwowe Wydawnictwo Naukowe, 1970, σελ. 371 (Β'τόμος)
- ↑ Douglas Davis, "7 million died in Holocaust Αρχειοθετήθηκε 2012-07-18 at Archive.is," Jerusalem Post, May 20, 1997 (accessed June 8, 2005).
- ↑ Aufzeichnungen in Halders Tagebuch von der Hitler-Rede in der Reichskanzlei vom 30. März 1941; zitiert nach: Max Domarus: Hitler – Reden und Proklamationen 1932–1945, Würzburg 1962, Band 2, S. 1682.
- ↑ Generaloberst von Küchler; zitiert nach: Handschriftliche Notizen des Oberbefehlshabers der 18. Armee. Generaloberst von Küchler, dokumentiert in: Hans-Heinrich Wilhelm: Rassenpolitik und Kriegführung – Sicherheitspolizei und Wehrmacht in Polen und der Sowjetunion, Passau 1991, S. 133–139.
- ↑ Dieter Pohl: Verfolgung und Massenmorde in der NS-Zeit 1933–1945. Darmstadt 2003, S. 56 f.
- ↑ Dieter Pohl: Verfolgung und Massenmorde in der NS-Zeit 1933–1945. Darmstadt 2003, S. 57.
- ↑ Günther Deschner: Schonungslos Erledigen: Der Partisanenkrieg im Osten. In: Der II. Weltkrieg, Band 4, Der totale Krieg, Manfred Pawlak Verlagsgesellschaft, 1989, S. 175–178.
- ↑ Joachim von Meien: Der Partisanenkrieg der Wehrmacht während des Russlandfeldzugs im Zweiten Weltkrieg. 2007, S. 46 ff.
- ↑ 100,0 100,1 Ruth Seifert. «War and Rape. Analytical Approaches1». Women's International League for Peace and Freedom. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Μαρτίου 2008. Ανακτήθηκε στις 12 Μαρτίου 2010.
- ↑ Ciborowski, Adolf (1969). Ο zniszczeniu i odbudowie miasta [A City Destroyed and Rebuilt] (στα Πολωνικά). Warszawa: "Interpress" Publishers. σελ. 56. OCLC 3369342.
- ↑ Χριστόπουλος & Μπαστιάς, 2000: 58.
- ↑ Μον, 2005.
- ↑ Φλάισερ, 1995: 195-196.
- ↑ «Σαλονίκη | Εγκυκλοπαίδεια Ολοκαυτώματος». encyclopedia.ushmm.org. Ανακτήθηκε στις 17 Απριλίου 2023.
- ↑ «Γιατί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επιμένει για το κατοχικό δάνειο και τις αποζημιώσεις». news247.gr. 29 Ιουλίου 2018. https://www.news247.gr/politiki/giati-o-proedros-tis-dimokratias-epimenei-gia-to-katochiko-daneio-kai-tis-apozimioseis.6637121.html. Ανακτήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2019.
- ↑ 107,0 107,1 Forczyk, Robert (30 Νοεμβρίου 2017). Case Red: The Collapse of France. 5217: Osprey Publishing.
- ↑ Dedijer 1956, σελ. 3.
- ↑ Knell 2009, σελίδες 194–195.
- ↑ After Hiroshima, Truman Failed to Pause--and Nagasaki 'War Crime' Followed
- ↑ Περί της παραβίασης του κανονισμού της Χάγης βλ. Boyle, Francis A. The Criminality of Nuclear Deterrence. Atlanta, GA: Clarity Press, 2002. ISBN 0932863337. σ. 58
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Σεπτεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2010.
- ↑ The Spirit of Hiroshima: An Introduction to the Atomic Bomb Tragedy. Hiroshima Peace Memorial Museum. 1999.
- ↑ Walzer, Michael (2008). Δίκαιοι και άδικοι πόλεμοι. Αθήνα: Ιωλκός. σελ. 400. ISBN 9789604264575.
- ↑ Andrew Nagorski, The Squall After the Whirlwind, Washington Post, August 26, 2007.
- ↑ «Dwight D. Murphey, Revisiting the "Good War's" Aftermath: Emerging Truth in an Ocean of Myth. The Journal of Social, Political and Economic Studies, Spring 2009, σσ. 95-110. Το άρθρο βασίζεται σε σχολιασμό του βιβλίου Giles MacDonogh, After the Reich: The Brutal History of the Allied Occupation. Basic Books, 2007» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 1 Μαρτίου 2015. Ανακτήθηκε στις 1 Απριλίου 2016.
- ↑ Erika Vora, "Silent No More: Personal Narratives of German Women Who Survived WW2 Expulsion and Deportation", Xlibris Corporation, 2012, σελ. 15-18.
- ↑ Atina Grossmann. A Question of Silence: The Rape of German Women by Occupation Soldiers October, Vol. 72, Berlin 1945: War and Rape "Liberators Take Liberties" (Spring, 1995), pp. 42–63 MIT Press
- ↑ Beevor, Antony (1 May 2002). «They raped every German female from eight to 80». The Guardian (London). https://www.theguardian.com/books/2002/may/01/news.features11.
- ↑ Antony Beevor, The Fall of Berlin 1945. [εκκρεμεί παραπομπή]
- ↑ Harrington, Carol (2010). Politicization of Sexual Violence: From Abolitionism to Peacekeeping. London: Ashgate. pp. 80–81. (ISBN 0-7546-7458-4).
- ↑ Fehrenbach, Heide (2005). »Race After Hitler: Black Occupation Children in Postwar Germany and America». Πρίνστον, Νιου Τζέρσεϋ: Princeton University Press. Π. 64. (ISBN 978-0-691-11906-9).
- ↑ «Were Americans As Bad as the Soviets?». Der Spiegel. 2 March 2015. http://www.spiegel.de/international/germany/book-claims-us-soldiers-raped-190-000-german-women-post-wwii-a-1021298.html.
- ↑ Longden 2013, σελίδες 140–141.
- ↑ Longden, Sean (25 Ιουλίου 2013). Το the Victor the Spoils. Little, Brown Book Group. σελίδες 140–141. ISBN 978-1-4721-1218-7.
- ↑ Emsley, Clive (2013). Soldier, Sailor, Beggarman, Thief: Crime and the British Armed Services since 1914. Oxford University Press. σελίδες 128–129. ISBN 978-0199653713.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- «Der II Weltkrieg», Verlag für Geschichtliche Dokumentation, Hamburg 1989.
- Joseph Goebbels, «Tagebücher 1924-1945», Deutscher Buchdienst 1997, München.
- Gert Buchheit, «Hitler der Feldherr», Köln 1962.
- Reymond Cartie, Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Πάπυρος, Αθήνα, 1964 (μτφ. από τα Γαλλικά)
- Henri Michel, La Seconde Guerre Mondiale, Paris, Omnibus, 2001.
- William Shirer, The Rise and Fall of the 3rd Reich, Touchstone Books (Simon and Schuster), New York, 1981.
- Beevor, Antony (2014). The Second World War. Phoenix. ISBN 978-1-7802-2564-7.
- Gilbert, Martin (1995). The Second World War: A complete history. Phoenix. ISBN 978-0-7538-2676-8.
- Davies, Norman. Europe: A History. Pimlico. ISBN 9780712666336.
- Zaloga, Steven (2002). Poland 1939: The Birth Of Blitzkrieg. Osprey. ISBN 978-1841764085.
- Edwards, Robert (2006). White Death: Russia's War on Finland 1939–40. Weidenfeld & Nicolson. ISBN 978-0-297-84630-7.
- Gilbert, Martin (1995). The Second World War: A complete history. Phoenix. ISBN 978-0-7538-2676-8.