Ιστορία του Παντζάμπ
Η Ιστορία του Παντζάμπ αφορά την ιστορία της ομώνυμης ιστορικής περιοχής στο βόρειο τμήμα της Ινδικής υποηπείρου, που είναι χωρισμένη μεταξύ των δύο σύγχρονων χωρών, της Ινδίας και του Πακιστάν. Ιστορικά ήταν γνωστή ως Σάπτα Σίνδου, ή Γη των Επτά Ποταμών. Μόνο οι δύο ποταμοί Ζάραδρος και Ύφασης ρέουν μέσω του Ινδικού Παντζάμπ. Ο τρίτος ποταμός Υδραώτης ρέει μόνο εν μέρει στο Παντζάμπ, κυρίως κατά μήκος της διεθνούς συνοριακής γραμμής των χωρών Ινδία - Πακιστάν, και στη συνέχεια εισέρχεται στο Πακιστάν. Οι άλλοι δύο ποταμοί Ακεσίνης και Υδάσπης ρέουν στο Πακιστανικό Παντζάμπ. Όλοι αυτοί οι πέντε ποταμοί είναι παραπόταμοι του Ινδού ποταμού. Και οι πέντε ποταμοί τελικά ενώνονται με τον Ινδό ποταμό άμεσα ή έμμεσα και ο Ινδός εκβάλει στην Αραβική Θάλασσα κοντά στην πόλη Καράτσι του Πακιστάν. Στην αρχαία περιοχή του Παντζάμπ αναπτύχθηκε ο πολιτισμός της κοιλάδας του Ινδού, που έγινε γνωστός για τις προηγμένες τεχνολογίες και τις υποδομές του λαού του. Ιστορικά επρόκειτο για μια περιοχή Ινδουιστών - Βουδιστών, δραστηριοποιημένη στους τομείς της πολυμάθειας, της τεχνολογίας και των τεχνών. Κατά καιρούς, τα διάφορα βασίλεια πολέμησαν μεταξύ τους. Και υπήρξαν περίοδοι προσωρινής ενότητας υπό την κυβέρνηση της Ινδικής Αυτοκρατορίας ή των κατακτητών.[1]
Μετά την Ισλαμική εισβολή, οι κατακτητές κυριάρχησαν στην περιοχή για μια μεγάλη περίοδο της ιστορίας της, και το Δυτικό Παντζάμπ έγινε κέντρο του Ισλαμικού πολιτισμού στην Ινδική υποήπειρο. Η Αυτοκρατορία των Σιχ κυριάρχησε στην περιοχή υπό την ηγεσία του μαχαραγιά Ραντζίτ Σινγκ, και τότε αναδύθηκε για λίγο καιρό ο παραδοσιακός πολιτισμός της, μέχρις ότου οι Βρετανοί την προσάρτησαν στις Βρετανικές Ινδίες. Μετά την αποχώρηση των Βρετανών, η περιοχή χωρίστηκε σε δύο τμήματα, ένα που πλειοψηφούσαν οι Σιχ και έγινε μέρος του Ινδικού κράτους, και ένα με Μουσουλμανική πλειοψηφία που κινήθηκε προς το Ισλαμικό Κράτος του Πακιστάν προς αποφυγήν συγκρούσεων.[1]
Βεδική Περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολιτισμός της κοιλάδας του Ινδού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Παντζάμπ στην αρχαιότητα ήταν γνωστό ως Σάπτα Σίντου, η Βεδική Γη των Επτά Ποταμών.[2] Το Σανσκριτικό όνομα για την περιοχή, όπως αναφέρεται στα Ραμαγιάνα και Μαχαμπαράτα, ήταν Παντσανάντα, που σημαίνει Γη των Πέντε Ποταμών. Μετά τις Μουσουλμανικές κατακτήσεις, χρησιμοποιήθηκε η Περσική σύνθετη λέξη Παντζάμπ (5 ποτάμια), για την περιοχή.[3][4] Ήταν η Πενταποταμία των αρχαίων Ελλήνων.[5] Τελικά, το όνομα Παντζάμπ διαδόθηκε περισσότερο από τους Μουγκάλ.[6][7] Οι 5 ποταμοί είναι οι Υδάσπης, Ακεσίνης, Υδραώτης, Ζάραδρος και Ύφασης, που στα Ινδικά φέρονται με τα ονόματα Τζέλουμ, Τσενάμπ, Ράβι, Σάτλετζ και Μπέας αντίστοιχα.
Οι πρώτες ενδείξεις για ανθρώπινη παρουσία στην Ινδία ήταν στην κοιλάδα του ποταμού Σόαν, μεταξύ των ποταμών Ινδός και Υδάσπης. Χρονολογούνται από την πρώτη μεσοπαγετική φάση[8] της Κρυογενικής περιόδου, και πρόκειται για απομεινάρια από πέτρινα και πυρολιθικά εργαλεία.[9]
Στην περιοχή του Παντζάμπ βρίσκονται τα ερείπια οικισμών του Πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού, των Χαράπα, των Ρακιγκάρχι, των Ρούπαρ, κ.α. Οι αρχαίες πόλεις είχαν προηγμένα χαρακτηριστικά όπως πολεοδομία, τούβλινα σπίτια, συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης, καθώς και δημόσια λουτρά.[10][11] Ο λαός της κοιλάδας του Ινδού ανέπτυξε επίσης ένα σύστημα γραφής, το οποίο μέχρι σήμερα δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί. [9]
Βεδικές επιγραφές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα λογοτεχνικά στοιχεία από τη Βεδική Περίοδο δείχνουν μία μετάβαση από τις πρώτες μικρές φυλές προς μεγαλύτερες κοινότητες.[12][13][14] Οι πολιτικές οντότητες, ολιγαρχίες ή δημοκρατίες, ήταν αισθητές από το Ριγκβέντα[15] ως τα έργα του Πανίνι, ενός Σανσκρίτη λόγιου του 5ου αιώνα π.Χ. Αρχαιολογικά, αυτή η χρονική περίοδος αντιστοιχεί σε φάσεις που είναι ορατές στο δέλτα Ινδού-Γάγγη[16] και στην άνω λεκάνη του Γάγγη. [17]
Μερικές από τις πρώτες φυλές (τζάνα) του Ριγκβέντα προέρχονταν από το Παντζάμπ. Μολονότι η κατανομή τους δεν είναι πλήρως εξακριβωμένη, συνδέονται με τους Πορούσνι, Ασίκνι, Σατούντρι, Βίπας και Σαρασβάτι. Οι ποταμοί του Παντζάμπ συχνά αντιστοιχούν σε τζαναπάντα (κοινότητες) στα ανατολικά. Τα τζάνα του Ριγκβέντα, όπως οι Δρούχιους, Άνους, Πούρους, Γιάντους, Τουρβάσα, Μπαράτα, κ.α. συνδέονται με το Παντζάμπ και την κοιλάδα Ινδού-Γάγγη. Άλλα τζαναπάντα του Ριγκβέντα, όπως οι Πάχθαι, Βαλανάσαι, Βισανίνοι, και Σίβαι σχετίζονταν με περιοχές στα βόρεια και δυτικά του Παντζάμπ.[17] Ένα σημαντικό γεγονός της εποχής του Ριγκβέντα ήταν η «Μάχη των Δέκα Βασιλέων», που διεξήχθη στις όχθες του ποταμού Παρούσνη, μεταξύ του βασιλιά Σούντα του οίκου Τρτσου της φυλής Μπαράτα στη μία πλευρά, και της συνομοσπονδίας δέκα φυλών στην άλλη. Οι δέκα φυλές που συμμάχησαν κατά του Σούντα ήταν οι πέντε μεγάλες φυλές: Πούρους, Δρούχιους, Άνους, Τουρβάσα και Γιάδους. και πέντε μικρότερες: οι Πάχθαι, Αλίναι, Βαλάναι, Βισανίνοι και Σίβα. Ο Σούντα υποστηρίχθηκε από τον Βεδη Ρίσι Βασίστα, ενώ ο πρώην πουροχίτα[18] του, ο Ρίσι Βισβαμίτρα, τάχθηκε με την συνομοσπονδία των δέκα φυλών. [19] Προηγουμένως, ο Σούντα είχε νικήσει τον Σαμβάραν και τον είχε εξορίσει από την Χαστιναπούρ. Μόνο μετά το θάνατο του Σούντα μπόρεσε ο Σαμβάραν να επιστρέψει στο βασίλειό του. [9]
Μια δεύτερη μάχη, που εξιστορείται στο έπος Μαχαμπαράτα, διεξήχθη στην περιοχή του Παντζάμπ. Στον πόλεμο του Κουρουξέτρα (σημερινή Χαρυάνα) πολέμησαν δύο ηγεμονικές οικογένειες, οι Πάνταβα και οι Κουράβα. Ήταν μία αποφασιστική μάχη στον αγώνα για την εξουσία, που διήρκεσε 18 μέρες. Όλοι οι Κουράβα εξοντώθηκαν και ο Γιουντιστίρα στέφθηκε βασιλιάς στη Χαστιναπούρα.[9]
Πολλές τζαναπάντα (κοινωνίες) αναφέρθηκαν σε Βεδικά κείμενα και επιβεβαιώνονται από Αρχαιοελληνικές ιστορικές πηγές. Οι επικρατούσες, οι Μαχατζαναπάντα, αναπτύχθηκαν στην πεδιάδα του Ινδού-Γάγγη, με εξαίρεση τους Γκαντάρα από το σημερινό Αφγανιστάν. Όλες οι τζαναπάντα της αρχαίας Ινδίας επικοινωνούσαν μεταξύ τους, και έχουν περιγραφεί περιοδεύοντα καραβάνια, κινητικότητα φοιτητών στα πανεπιστήμια, και πριγκιπικά ταξίδια. [17]
Το προ-Ισλαμικό Παντζάμπ ήταν, επίσης, ένα κέντρο μάθησης για την Αρχαία Ινδία, με πολλά άσραμ και πανεπιστήμια. Το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο ήταν το Τακχς-Σίλα, που ήταν αφιερωμένο στη μελέτη των «τριών Βέδα και των 18 κλάδων της γνώσης». Στο απόγειό του, είχε προσελκύσει φοιτητές από όλη την Ινδία καθώς και από τις γύρω χώρες. [9]
Μαουρϋανή Περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η εισβολή του Αλέξανδρου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αφού κατέκτησε την Αχαιμενιδική Αυτοκρατορία, ο Μέγας Αλέξανδρος έστρεψε τις βλέψεις του προς την Ινδία. Για πρώτη φορά κινήθηκε πέρα από τα σύνορα της Περσικής Αυτοκρατορίας. Ο Αλέξανδρος πρώτα έστειλε αγγελιοφόρους προς τους τοπικούς αρχηγούς στη δυτική όχθη του Ινδού ποταμού και χώρισε το στρατό του στα δύο. Ηγήθηκε της μιας πτέρυγας, ενώ ο Ηφαιστίωνας ανέλαβε την άλλη. Ο Αλέξανδρος οδήγησε τα στρατεύματά του και κατέστρεψε αρκετές πόλεις, πολέμησε μια μάχη στη Μάσακα που κατέληξε σε σφαγή, και κατάφερε μία αποφασιστική νίκη στη μάχη της Άορνου Πέτρας. Κάπου σε αυτήν την περιοχή, ο Αλέξανδρος επισκέφθηκε την πόλη Νίσα, που οι θρύλοι λένε ότι ήταν κτισμένη από έναν θεό. [20] Αφού διέσχισε τον Ινδό ποταμό, ο Αλέξανδρος καλωσορίστηκε από τον τοπικό ηγεμόνα της Τάξιλας και άλλους συμμάχους. Ο Ονησίκριτος στάλθηκε να μιλήσει με τους ντόπιους ασκητές για τον τρόπο ζωής τους, αλλά λέγεται ότι η επικοινωνία ήταν δύσκολη καθώς οι Έλληνες επιστράτευσαν τρία επίπεδα διερμηνέων. Εντούτοις, ο Αλέξανδρος εντυπωσιάστηκε αρκετά ώστε να επιτρέψει στον Ινδό φιλόσοφο Κάλανο να τον ακολουθήσει. Ενώ άλλοι Ινδοί φιλόσοφοι αρνήθηκαν.
Το 326 π.Χ., σε καιρό μουσώνων, ο Αλέξανδρος συγκρούστηκε με τον Βασιλιά Πώρο στη μάχη του Υδάσπη, που έληξε με ελληνική νίκη και προσάρτηση της Πενταποταμίας. Σε αυτήν την μάχη τα στρατεύματα του Αλεξάνδρου αντιμετώπισαν πολεμικούς ελέφαντες για πρώτη φορά. Η γενναιότητα του Πώρου στη μάχη εντυπωσίασε τον Αλέξανδρο, ο οποίος του επέτρεψε να κυβερνά την περιοχή του Υδάσπη ως σατράπης. Ο Πώρος συμφιλιώθηκε με τον παλαιό εχθρό του, τον Ταξίλη. Ωστόσο, η μάχη αυτή ήταν πολύ επώδυνη για τους Μακεδόνες που έχασαν πολλούς άντρες. Στην ανατολική όχθη του ποταμού Υφάση, στασίασαν και ζήτησαν από τον βασιλιά τους να γυρίσουν πίσω. Ο Αλέξανδρος συναίνεσε και έτσι ξεκίνησε ο μακρύς δρόμος επιστροφής από την Ινδία.
Στα τέλη του 326 π.Χ. ο Αλέξανδρος συγκρούστηκε με τους Μαλλιανούς (σημερινό Μουλτάν στο Πακιστάν) και τους Οξυδράκους, όταν αρνήθηκαν την ασφαλή διάβαση των στρατευμάτων του από την περιοχή τους. Η πολιορκία έληξε τον Φεβρουάριο του 325 π.Χ. με νίκη του Αλεξάνδρου, ο οποίος όμως τραυματίστηκε σοβαρά και κινδύνεψε να χάσει τη ζωή του.[20]
Επιστρέφοντας από την Ινδία αντιμετώπισε πολλές Ινδικές τζάνα (φυλές) και εκτέλεσε πολλούς Βραχμανιστές. Διασχίζοντας την έρημο της Γεδρωσίας, 12.000 Έλληνες πέθαναν από δίψα και κακουχίες. Τελικά, ο Αλέξανδρος επέστρεψε στη Βαβυλώνα το 324 π.Χ. και τότε εστίασε στη διακυβέρνηση της αχανούς αυτοκρατορίας του. Το 323 π.Χ. πέθανε σε ηλικία 32 ετών. [20] [9][20]
Ο Τσαντραγκούπτα Μαουρύα (ο Σανδροκόττος), με τη βοήθεια του Τσανάκυα, είχε εδραιώσει την αυτοκρατορία του γύρω στο 320 π.Χ. Δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για την παιδική του ηλικία. Ο Τσανάκυα έστειλε τον νεαρό Τσαντραγκούπτα στο πανεπιστήμιο της Ταξίλας για να σπουδάσει τέχνες, επιστήμες, λογική, μαθηματικά, στρατιωτική και πολιτική διοίκηση. Με τη βοήθεια των μικρών τζαναπάντα (φυλές) του Παντζάμπ και του Σίνδ, προχώρησε και κατέκτησε πολλά εδάφη στη Βορειοδυτική Ινδία.[21] Νίκησε τους αρχηγούς της αυτοκρατορίας Νάντα στην Παταλιπούτρα (Παλίβοθρα στα αρχαία Ελληνικά) και ανέλαβε τον θρόνο. Το 305 π.Χ. ο διάδοχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Σέλευκος Α' Νικάτωρ, πέρασε τον Ινδό ποταμό, συγκρούστηκε με τον Τσαντραγκούπτα και ηττήθηκε. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν για ανακωχή, και σύναψαν συνθήκη ειρήνης στην οποία ο Σέλευκος παραχώρησε στον Ινδό ηγεμόνα πολλά από τα εδάφη στα δυτικά του Ινδού ποταμού (την Αραχωσία, τη Γεδρωσία και μέρος της Βακτρίας) και πήρε από αυτόν 500 πολεμικούς ελέφαντες. Η συνθήκη επικυρώθηκε με τον γάμο του Τσαντραγκούπτα και της κόρης του Σελεύκου.[21]
Η περίοδος της βασιλείας του Τσαντραγκούπτα χαρακτηρίστηκε από μια σειρά από μεγάλες οικονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, μια ισχυρή κεντρική διαχείριση, και ισχυρή οικονομία και εμπόριο. Το σύστημα διακυβέρνησης ήταν πολύ καλά οργανωμένο. Οι Μαουρϋανοί είχαν ένα αυτοκρατικό και συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης, υποστηριζόμενο από υπουργικό συμβούλιο, και ένα καθιερωμένο δίκτυο κατασκοπείας. Μεγάλο μέρος της επιτυχίας του Τσαντραγκούπτα αποδίδεται στον Τσανάκυα, τον συγγραφέα του "Αρθασάστρα", μία πραγματεία για θέματα πολιτικής επιστήμης, οικονομίας και τα συναφή. Η αυτοκρατορία των Μαουρύα είχε ισχυρή γραφειοκρατία που έλεγχε τη φορολογία, το εμπόριο και τις συναλλαγές, τις βιομηχανικές δραστηριότητες, τα ορυχεία, τις στατιστικές και τα δεδομένα, τη συντήρηση των δημόσιων χώρων και των ναών. [21]
Η κυρίαρχη αυτοκρατορία των Μαουρύα ήταν προηγμένη για την εποχή της, και στην ξένη λογοτεχνία αναφέρονται Ινδικές πόλεις με πολλούς ναούς, βιβλιοθήκες, πανεπιστήμια, κήπους και πάρκα. Ο Μεγασθένης, ο πρέσβης των Ελλήνων στην Παταλιπούτρα, στο βιβλίο του "Ινδικά" περιέλαβε πολλά γεωγραφικά και εθνολογικά στοιχεία για τη χώρα.[21]
Το 185 π.Χ. ο τελευταίος αυτοκράτορας των Μαουρύα, ο Μπιχαντράβα, δολοφονήθηκε από τον διοικητή των στρατευμάτων του, τον Πουσιαμίτρα, ο οποίος ίδρυσε την αυτοκρατορία των Σούγκα.[22] Η Δυναστεία αυτή διήρκεσε 112 χρόνια. Οι Σούγκα ανήκαν σε βραχμανική κάστα και προώθησαν τις ινδουιστικές παραδόσεις όπως τις θυσίες των ζώων, τον χορό και τη μουσική.[22]
To 75 π.Χ. ο τελευταίος βασιλιάς των Σούγκα, ο Ντεβαμπούτι, δολοφονήθηκε από τον υπουργό του, τον Βασουντέβα Κάνβα, ο οποίος ίδρυσε την δυναστεία των Κάνβα. Αυτή διήρκεσε 45 χρόνια, μέχρι το 30 π.Χ.[23]
Χρυσή Εποχή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αυτοκρατορία Γκούπτα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η προέλευση των Γκούπτα παραμένει αντικείμενο μελετών, ίσως ήταν από το σημερινό Ούταρ Πραντές ή από τη Βεγγάλη, όπως δείχνουν τα ιστορικά ευρήματα, νομίσματα, επιγραφές, και άλλα στοιχεία. Αβέβαιη παραμένει και η βάρνα (κοινωνική τάξη) της δυναστείας, ίσως ήταν Βραχμάνοι (ιερείς, λόγιοι, δάσκαλοι) ή Βαϊσία (γεωργοί και έμποροι). Πρώτος γνωστός βασιλιάς της δυναστείας ήταν ο Γκούπτα, τον 3ο αιώνα μ.Χ. Ο απόγονός του, ο Τσαντραγκούπτα Α', βασίλευσε το 319-335 ή 350 μ.Χ.
Ο Σαμούντρα Γκούπτα διαδέχθηκε τον πατέρα του στον θρόνο και βασίλευσε μέχρι το 375 μ.Χ.[24] Επέκτεινε την αυτοκρατορία με τις στρατιωτικές κατακτήσεις του, και αύξησε την πολιτική δύναμη της δυναστείας. Νίκησε πολλούς βασιλιάδες στη βόρεια Ινδία και προσάρτησε τα κράτη τους. Προχώρησε στη νοτιοανατολική ακτή της Ινδίας, φτάνοντας ως το βασίλειο των Παλάβα. Υπέταξε πολλά συνοριακά βασίλεια και φυλετικές ολιγαρχίες, και πολλά κράτη καταστάθηκαν υποτελή του. Η αυτοκρατορία του εκτεινόταν από τον ποταμό Υδραώτη στα δυτικά ως τον ποταμό Βραχμαπούτρα στα ανατολικά, και από τους πρόποδες των Ιμαλαΐων στα βόρεια ως την κεντρική Ινδία στα νοτιοδυτικά.[25] Ο Σαμούντρα Γκούπτα ήταν βαϊσναβιστής και έκανε την τελετή Ασβαμέντα (θυσία αλόγου) για να αποδείξει την αυτοκρατορική κυριαρχία του.[26] Από τα νομίσματα και τις επιγραφές φαίνεται ότι ήταν σοφός βασιλιάς με συμπόνια και διάθεση για βοήθεια των φτωχών και των αδυνάτων. Επίσης, ήταν μουσικός και ποιητής και στα χρυσά νομίσματα απεικονίζεται να παίζει μία βίνα (τετράγχορδο όργανο).[27]
Ο Σαντραγκούπτα Β' (βασ. 375-415 μ.Χ.) συνέχισε την επεκτατική πολιτική του πατέρα του και έφτασε την αυτοκρατορία στο απόγειό της. Με μία εκστρατεία που διήρκεσε μέχρι το 409 νίκησε τις δυτικές σατραπείες των Σάκων. Η αυτοκρατορία του επεκτάθηκε από τον Ινδό ποταμό στα δυτικά ως τη Βεγγάλη στα ανατολικά, και από τους πρόποδες των Ιμαλαΐων στα βόρεια ως τον ποταμό Ναρμάντα στα νότια. Ο Κινέζος προσκυνητής Φαξιανός που επισκέφτηκε την Ινδία, περιέγραψε τη χώρα ως ειρηνικό και εύπορο βασίλειο. Ένας από τους λογοτέχνες της αυλής του ήταν ο Καλιντάσα, που έγραψε περίφημα Σανσκριτικά ποιήματα.[27]
Μετά το θάνατο του Σκάντα Γκούπτα, το 467 μ.Χ., ακολούθησαν πόλεμοι διαδοχής και η αυτοκρατορία άρχισε να παρακμάζει.[28] Τη δεκαετία του 480 μ.Χ. οι Αλχόννοι Ούνοι, υπό την ηγεσία του Τοραμάνα και του γιου του, Μιχιρακούλα, έσπασαν τις άμυνες των Γκούπτα στα βορειοδυτικά και μέχρι το 500 μ.Χ. είχαν κατακτήσει μεγάλο μέρος της ΒΔ Ινδίας. Το 510 μ.Χ. ο Μπάνου Γκούπτα νίκησε τον Τοραμάνα. Ο αυτοκράτορας Ναρασίμα Γκούπτα και ο βασιλιάς Γιασοντάρμαν της Μάλβα νίκησαν τους Ούνους και τους έδιωξαν από την Ινδία το 528 μ.Χ.[29] Οι εισβολές, που διήρκεσαν λίγες δεκαετίες, είχαν μακροχρόνιες επιπτώσεις στην Ινδία. Το εμπόριο της Ινδίας με την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία πλήχτηκε. Ο Βουδισμός αποδυναμώθηκε από τις καταστροφές μοναστηριών και τις σφαγές μοναχών. Μεγάλα κέντρα μάθησης, όπως η Τάξιλα, καταστράφηκαν, ενώ επηρεάστηκε και το Ινδικό σύστημα καστών.[30]
Μετά την πτώση της Αυτοκρατορίας Γκούπτα στα μέσα του 6ου αιώνα, η Βόρεια Ινδία χωρίστηκε σε διάφορα ανεξάρτητα βασίλεια. Ο Χάρσα ένωσε τα μικρά κράτη από το Παντζάμπ μέχρι την κεντρική Ινδία και στέφθηκε βασιλιάς το 606 μ.Χ. Βασίλευσε μέχρι το 647 μ.Χ. με πρωτεύουσά του το Καναούτζ (στο σημερινό Ούταρ Πραντές). Στη μέγιστη έκταση της, η αυτοκρατορία του Χάρσα κάλυπτε όλη τη Βόρεια Ινδία.[31] Η αυλή του ήταν κοσμοπολιτικό κέντρο που προσέλκυσε λόγιους, καλλιτέχνες και θρησκευτικές φυσιογνωμίες.[32] Ο Κινέζος μοναχός Χσουάν Τσανγκ που πέρασε από εκεί, στα κείμενα του περιέγραψε τον Χάρσα ως δίκαιο και γενναιόδωρο. Ο ποιητής Μπαναμπάτα έγραψε τη βιογραφία του Χάρσα με τίτλο "Χαρσαχαρίτα" (σανσκριτικά: हर्षचरित, Πράξεις του Χάρσα), όπου ανέφερε την ιστορική πόλη Θανεσάρ (στην επαρχία Κουρουξέτρα), τις αμυντικές δομές (τείχη, τάφρους) και το διώροφο λευκό ανάκτορο Νταβαλαγκρίχα. Όταν προσπάθησε να επεκτείνει την αυτοκρατορία του στο νότιο τμήμα της χερσονήσου, νικήθηκε από τον νότιο Ινδό Αυτοκράτορα Πουλακέσιν Β' της δυναστείας Τσαλούκια.[33][34][35][36]
Ισλαμική Περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πρώιμη Ισλαμική Περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα στρατεύματα των Αράβων προσπάθησαν να διεισδύσουν βαθιά στη Νότια Ασία, αλλά νικήθηκαν από τον Νότιο Ινδό Αυτοκράτορα Βικραμαντίτια Β' (βασ. 733-744) της δυναστείας Τσαλούκια, τον Νότιο Ινδό βασιλιά Νταντιντούργκα (βασ. 735-756) της δυναστείας Ραστρακούτα στο Γκουτζαράτ, και τον βασιλιά Ναγκαμπάτα Α' (βασ. 730-760) της δυναστείας Πρατιχάρα στη Μάλβα, στις αρχές του 8ου αιώνα. [37] Παρά τις επανειλημμένες εκστρατείες το 698-700, οι Άραβες απέτυχαν, επίσης, να καταλάβουν τη διαδρομή Κανταχάρ-Γκαζνί-Καμπούλ στο Πέρασμα Κάιμπερ, ένα ορεινό μονοπάτι μήκους 53 χλμ. μέσω της οροσειράς Χίντου Κους που συνδέει το Πακιστάν με το Αφγανιστάν. Τα Ινδικά κράτη Ζαμπούλ και Καμπούλ υπερασπίστηκαν αυτήν την διαδρομή μεγάλης εμπορικής και στρατηγικής σημασίας από τους εισβολείς.[38][39][40][41]
Ο Μπιμαντέβα Σάχι ήταν ο τέταρτος βασιλιάς των Ινδουιστών Σάχηδων της Καμπούλ. Το βασίλειο ήταν δυνατό και ευδοκιμούσε αλλά η κυβέρνηση και η άμυνά του ήταν μεγάλη ευθύνη, και δεν είχε διάδοχο. Καθώς γερνούσε, ανέθεσε τη διαδοχή στο βασίλειο του Παντζάμπ, τιμητικά χωρίς αντιπαλότητες.[42] Ο μαχαραγιάς Τζαγιαπάλα (βασ. 964-1001) τον διαδέχτηκε στο θρόνο των Σάχηδων, των οποίων η επικράτεια εκτεινόταν από το Παντζάμπ ως την Καμπούλ. Το 1001 ο Τζαγιαπάλα νικήθηκε από τον Σουλτάνο Μαχμούντ του Γκαζνί στο Πεσαβάρ, έχασε εδάφη και αυτοκτόνησε. [43] Τις επόμενες δύο δεκαετίες, οι διάδοχοί του αντιστάθηκαν στον Μαχμούντ, αλλά τελικά, περί το 1021, το Παντζάμπ προσαρτήθηκε στο Σουλτανάτο του Γκαζνί.[42] Μετά τις επιθέσεις των Μουσουλμάνων, «πολλοί λόγιοι της Σανσκριτικής εγκατέλειψαν τα κατακτημένα εδάφη του Παντζάμπ και κινήθηκαν προς τα σχολεία και τα πανεπιστήμια στο Βαρανάσι, στο Κασμίρ, και αλλού» όπως ανέφερε ο αλ Μπιρούνι. Αυτές οι περιοχές αργότερα αντιμετώπισαν τις ίδιες βίαιες καταστάσεις. [44]
Στα τέλη του 12ου αιώνα, ο Μουχάμαντ του Γκορ άρχισε συστηματικές εισβολές στην Ινδία. Μεταξύ του 1175 και του 1192, η δυναστεία των Γκορίδων είχε καταλάβει τις πόλεις Ουτς, Μουλτάν Πεσαβάρ, Λαχόρη και Δελχί. Το 1206, ο στρατηγός των Γκουριδών Κουτμπ αλ ντιν Αϊμπέκ και η μαμελουκική δυναστεία του ίδρυσαν το πρώτο Σουλτανάτο του Δελχί, στο οποίο βασίλευσε μέχρι το 1210 που πέθανε. Τον διαδέχθηκε ο γιός του, Άραμ Σάχης, ο οποίος το 1211 εκθρονίστηκε από τον Ιλτούμις, που έγινε ο 3ος Σουλτάνος του Δελχί. Επέκτεινε την επικράτειά του και προστάτευσε την Ινδία από τις εισβολές των Μογγόλων. Η μαμελουκική δυναστεία κυβέρνησε το σουλτανάτο μέχρι το 1290. [45]
Η μουσουλμανική Τουρκο-Αφγανική δυναστεία Χαλτζί ήταν η δεύτερη που κυβέρνησε το Σουλτανάτο του Δελχί, την περίοδο 1290-1320. Οι Χαλτζί αντιμετώπισαν με επιτυχία τις Μογγολικές εισβολές από το Χανάτο Τσαγκατάι και κατέκτησαν τα βασίλεια Γκουτζαράτ (1299), Ρατζαστάν (1301), Τσιτόργκαρθ (1303) και Μάλβα (1305), επεκτείνοντας την Ισλαμική κυριαρχία στη Νότια Ινδία. Οι Χαλτζί εισήγαγαν μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό σύστημα. Η φορολογία των γεωργών αυξήθηκε από 20% σε 50%, και οι τοπικοί άρχοντες αποστερήθηκαν κάποιες εξουσίες και δικαιώματα. Με τα έσοδα του κράτους συντήρησαν έναν μεγάλο μόνιμο στρατό 475.000 ιππέων.[46] Θέσπισαν έλεγχο των τιμών σε όλα τα αγαθά που πωλούνταν στις αγορές του βασιλείου, και παρείχαν αποκλειστικά προνόμια στους Μουσουλμάνους έμπορους. Απαγόρευσαν την κατανάλωση αλκοολούχων ποτών, τα τυχερά παιχνίδια, την ιεροδουλεία, τους τσαρλατάνους και τους μάγους. Κατά καιρούς εκμεταλλεύτηκαν τον Μουσουλμανικό φανατισμό για να υπονομεύσουν τους Ινδουϊστές αρχηγούς. Επέδειξαν αγριότητα στους κατακτημένους πληθυσμούς, σφαγιάζοντας χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά.[45][47]
Η Ινδο-Τουρκική δυναστεία Τουγλούκ κυβέρνησε το 1320-1413. Ο σουλτάνος Μουχάμαντ μπιν Τουγλούκ (βασ. 1325-1351) με τις στρατιωτικές του εκστρατείες επέκτεινε την επικράτεια της χώρας, που στη μέγιστη έκτασή της (1330-1335) κάλυπτε σχεδόν όλη την Ινδική υποήπειρο, αλλά μετά το 1335 άρχισε να συρρικνώνεται. Αύξησε τους φόρους στους μη μουσουλμάνους γεωργούς κατά 10-20 φορές, και όσοι δεν πλήρωναν τιμωρούνταν με βασανιστήρια και εκτελέσεις. Διέταξε μεταφορά της πρωτεύουσας από το Δελχί στη Δαουλαταμπαντ (σημερινή Μαχαράστρα) αλλά τελικά δεν ολοκληρώθηκε επειδή η περιοχή ήταν άγονη. Οι πολιτικές του οδήγησαν σε κατάρρευση της οικονομίας του κράτους, τα αποθέματα χρυσού και αργύρου εξαντλήθηκαν και τα νομίσματα άρχισαν να κόβονται από χαλκό και άλλα φτηνά μέταλλα. Η δυναστεία αποδυναμώθηκε από πολυάριθμες εξεγέρσεις και επανεμφανίστηκαν τα ανεξάρτητα Ινδουϊστικά βασίλεια.[45][48] Η διοίκηση του Σουλτανάτου τότε βασιζόταν στις Ιρανικές-Μουσουλμανικές παραδόσεις. Ο Μπαράνι, ένας Μουσουλμάνος λόγιος, έγραψε ότι στη δυναστεία των Τουγλούκ «ο κυβερνήτης πρέπει να ακολουθεί τα διδάγματα του Προφήτη, να επιβάλλει τον Ισλαμικό νόμο, να καταστέλλει τις επαναστάσεις, να τιμωρεί τους αιρετικούς, να υποτάσσει τους άπιστους και να προστατεύει τους αδύναμους από τους ισχυρούς». Οι Ισλαμικές αξίες που εξιδανικεύτηκαν στο σουλτανάτο ήταν αυτές που έφεραν τους ανθρώπους σε συμφωνία με το θέλημα του Θεού καλλιεργώντας ηθικές αξίες στις διοικητικές αρχές.[45][49] Το 1398 ο Ταμερλάνος λεηλάτησε και κατάστρεψε το Δελχί και τους ανθρώπους του.
Η τέταρτη δυναστεία που κυβέρνησε το σουλτανάτο ήταν οι Σαγίντ, το 1414-1451. Ο ιδρυτής της, ο Κιζρ Χαν, ανέλαβε τη θέση του κυβερνήτη ως εκπρόσωπος του Ταμερλάνου, και δεν πήρε τον τίτλο του Σουλτάνου. Εκείνη την περίοδο, πολλές περιοχές όπως η Βεγγάλη, το Ντέκκαν, η Μάλβα, κ.α. είχαν ανεξαρτητοποιηθεί από το Σουλτανάτο, ενώ το Παντζάμπ και το Διπαλπούρ ήταν ακόμα μέρη του. Η δυναστεία αντιμετώπισε πολλές εξεγέρσεις από τους Ινδουϊστές αγρότες. Το 1421 ο Μουμπάρακ Σαχ διαδέχθηκε τον πατέρα του και ανέλαβε τη θέση του Σουλτάνου. Το 1451, ο τελευταίος μονάρχης της δυναστείας αποποιήθηκε το θρόνο προς όφελος του Μπαχλούλ Λόντι.[50][51] [37]
Η πέμπτη δυναστεία που κυβέρνησε το Σουλτανάτο ήταν οι Παστούν (Αφγανοί) Λόντι, το 1451-1526. Ο ιδρυτής της, ο Μπαχλούλ Λόντι, ήταν αρχηγός της φυλής των Λόντι που το 1443 και το 1447 προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταλάβει το Δελχί. Κατάκτησε και προσάρτησε τις περιοχές Τζαουνπούρ, Γκβαλιόρ και άνω Ούταρ Πραντές, ενώ κατέστειλε πολλές εξεγέρσεις. Το 1489 ο Σίκανταρ Λόντι διαδέχθηκε τον πατέρα του, ως δεύτερος Σουλτάνος της δυναστείας. Ήταν εξαιρετικός ποιητής στα Περσικά, και μερίμνησε για την εκπαίδευση και το εμπόριο. Μετέφερε την πρωτεύουσα από το Δελχί στην Άγκρα. Κατάκτησε και προσάρτησε το Μπιχάρ.[52] Ο Ιμπραήμ Λόντι ήταν ο τελευταίος Σουλτάνος της δυναστείας. Στα εννέα χρόνια που βασίλευσε αντιμετώπισε πολλές εξεγέρσεις και επιθέσεις από την αυτοκρατορία των Μουγκάλ. Το 1526 ηττήθηκε από τον Μπαμπούρ και σκοτώθηκε στη Μάχη του Πάνιπατ. Μετά, η επικράτειά του προσαρτήθηκε στην αυτοκρατορία των Μουγκάλ.[37][53][54][55]
Αυτοκρατορία των Μουγκάλ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αυτοκρατορία των Μουγκάλ ιδρύθηκε από τον Μπαμπούρ (βασ. 1526-1530), έναν Κεντρασιατικό άρχοντα που ήταν απόγονος του Τουρκο-Μογγόλου κατακτητή Ταμερλάνου (ιδρυτής της αυτοκρατορίας των Τιμουριδών) από την μεριά του πατέρα του, και του Τζένγκις Χαν από την μεριά της μητέρας του.[56] Σε ηλικία 11 χρονών έγινε κυβερνήτης της Φεργκάνα (σημερινό Ουζμπεκιστάν), και κατά καιρούς είχε καταλάβει τη Σαμαρκάνδη. Το 1504 κατέκτησε την Καμπούλ, και μετά από το Αφγανιστάν κινήθηκε νότια, προς την Ινδία, μέσω του Περάσματος Κάιμπερ.[57] Το 1526 στη Μάχη του Πάνιπατ κατάφερε αποφασιστική νίκη εναντίον του Ιμπραήμ Λόντι, και προσάρτησε το Σουλτανάτο του Δελχί στην αυτοκρατορία των Μουγκάλ. Τα επόμενα χρόνια ο στρατός του κατέλαβε μεγάλο μέρος της βόρειας Ινδίας.[58][59][60]
Το 1530 ο Χουμαγιούν διαδέχθηκε τον πατέρα του στο θρόνο, σε ηλικία 22 ετών. Το 1540 οι επαναστάτες τον εξόρισαν στην Περσία, ενώ η κυριαρχία των Μουγκάλ διακόπηκε από την αυτοκρατορία των Σουρ (1540-1555). Το 1555 ο Χουμαγιούν, με την υποστήριξη των Σαφαβιδών, επέστρεψε από την Περσία και ανέκτησε τον θρόνο του.[61][62]
Ο Ακμπάρ (βασ. 1556-1605) ήταν επιτυχημένος στρατηγός και διπλωμάτης, και στη βασιλεία του η αυτοκρατορία των Μουγκάλ τριπλασιάστηκε σε έκταση και πλούτη. Στη δεύτερη μάχη του Πάνιπατ (1556) νίκησε τον Ινδό βασιλιά Χέμου και αποκατέστησε την κυριαρχία των Μουγκάλ. Τα επόμενα χρόνια κατέκτησε όλη σχεδόν την Ινδική υποήπειρο. Η χώρα είχε ισχυρή και σταθερή οικονομία, το εμπόριο επεκτάθηκε και αναπτύχθηκε ο πολιτισμός. Ο Ακμπάρ υποστήριξε την ανεξιθρησκεία, τη λογοτεχνία και τις τέχνες.[63][64]
Ο 4ος αυτοκράτορας των Μουγκάλ, ο Τζαχανγκίρ (βασ. 1605-1627) επέκτεινε περαιτέρω την αυτοκρατορία με τις κατακτήσεις του.[65] Ο Σαχ Τζαχάν (βασ. 1628-1658) είδε τη χρυσή εποχή της Αρχιτεκτονικής των Μουγκάλ, χτίζοντας το Ταζ Μαχάλ, το Κόκκινο Οχυρό, το Τζάμα Μασγίντ, το μαυσωλείο του Τζαχανγκίρ, και πολλά άλλα θαυμαστά έργα.[66]
Ο Αλαμγκίρ Αόρανζεμπ (βασ. 1658-1707) ήταν ο 6ος αυτοκράτορας των Μουγκάλ, που κυβέρνησε σχεδόν ολόκληρη τη Νότια Ασία για 49 χρόνια. Στη βασιλεία του η αυτοκρατορία έφτασε τη μέγιστη έκτασή της, 4 εκατομμύρια τ.χλμ., με πληθυσμό 158 εκατομ. άτομα και ετήσια έσοδα $450 εκατομ. Το 1690 η Ινδία ήταν η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και η μεγαλύτερη κατασκευαστική δύναμη. Ο Αόρανζεμπ χαρακτηριζόταν από θρησκευτική ευσέβεια, καθιέρωσε τη σαρία και την Ισλαμική οικονομία σε όλην την Ινδική υποήπειρο, απομνημόνευσε το Κοράνι και μελέτησε τα χαντίθ.[58] [67] [68] [69] [70] [71]
Ο Μπαχαντούρ Σάχ Α' (βασ. 1707-1712) αντιμετώπισε αρκετές εξεγέρσεις: των Σιχ υπό την ηγεσία του Μπάντα Μπαχαντούρ, των Ράτζπουτ υπό την ηγεσία του Ντουργκάντα Ράθορ, και του ετεροθαλούς αδελφού του Καμ Μπάκς. Μετά το θανατό του το 1712, η δυναστεία των Μουγκάλ βυθίστηκε στο χάος και τις βαίες έριδες. Το 1719 τέσσερις διαφορετικοί αυτοκράτορες ανέβηκαν στον θρόνο. Ο Μουχάμαντ Σαχ (βασ. 1719-1748) έγινε ο 12ος αυτοκράτορας των Μουγκάλ, σε ηλικία 17 ετών. Η αυτοκρατορία είχε αρχίσει να διαλύεται και ένα μεγάλο μέρος της κεντρικής Ινδίας πέρασε στα χέρια των Μαράτα. Το 1739 ο Πέρσης Νάντερ Σαχ ξεκίνησε μία εκστρατεία καταλαμβάνοντας το Γκαζνί, την Καμπούλ, τη Λαχόρη και το Σινδ. Στη μάχη του Καρνάλ οι Πέρσες νίκησαν τους Μουγκάλ σε λιγότερο από τρείς ώρες,[72] και μετά προχώρησαν και λεηλάτησαν το Δελχί, έκλεψαν ανεκτίμητους θησαυρούς και τους πήραν μαζί τους στην Περσία. Το 1748 ο Αφγανός Αχμάντ Σαχ Ντουρανί εισέβαλε στην αυτοκρατορία των Μουγκάλ αλλά ηττήθηκε στη μάχη του Μανουπούρ.[73]
Ο Σαχ Αλάμ Β' (βασ. 1760-1788) ήταν ο 16ος αυτοκράτορας των Μουγκάλ. Αντιμετώπισε πολλές εισβολές, κυρίως από τον Εμίρη του Αφγανιστάν Αχμάντ Σαχ Ντουρανί, που οδήγησαν στην τρίτη μάχη του Πάνιπατ, μεταξύ των Αφγανών και της αυτοκρατορίας των Μαράτα. Το 1771 οι Μαράτα ανέκτησαν τον έλεγχο του Δελχί από τους Αφγανούς[74] και το 1788 ανέλαβαν την προστασία του αυτοκράτορα στο Δελχί,[75] μία συμφωνία που διατηρήθηκε για δύο δεκαετίες. Μετά τον Τρίτο πόλεμο Άγγλων-Μαράτα, οι Μαράτα εκτοπίστηκαν από τη Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών, που ανέλαβε την προστασία της δυναστείας των Μουγκάλ. Το 1793 η Εταιρεία ανέλαβε τον έλεγχο των επαρχιών Βεγγάλη-Μπιχάρ, αρχίζοντας την περίοδο της βρετανικής αποικιοκρατίας στην Ινδική υποήπειρο. Μέχρι το 1857 ένα μεγάλο μέρος της Ινδίας είχε περάσει στα χέρια της Εταιρείας. Ο Μπαχαντούρ Σαχ Ζαφάρ (βασ. 1837-1857) ήταν ο 19ος και τελευταίος αυτοκράτορας των Μουγκάλ. Ήταν αυτοκράτορας μόνο κατ'όνομα και η εξουσία του ήταν περιορισμένη στην οχυρωμένη πόλη του Παλαιού Δελχί. Ήταν εξαιρετικός ποιητής στη γλώσσα Ουρντού. Μετά από μία συντριπτική ήττα στην Ινδική Επανάσταση του 1857-1858 στην οποία συμμετείχε, καθαιρέθηκε από τον θρόνο του και εξορίστηκε στη Μπούρμα (σημερινό Μιανμάρ). Με το Νόμο της Κυβέρνησης της Ινδίας (1858) το Βρετανικό Στέμμα ανέλαβε την επικράτεια της Εταιρείας στην Ινδία με την μορφή των Βρετανικών Ινδιών.
Συγκρούσεις των Μουγκάλ με τους Σιχ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Σιχισμός είναι μονοθεϊστική θρησκεία που ξεκίνησε στο Παντζάμπ τον 15ο αιώνα, και βασίστηκε στα διδάγματα του Γκουρού Νάνακ. Ο Γκουρού Αρντζάν (5ος γκουρού) ολοκλήρωσε την κατασκευή του Χρυσού Ναού στην Αμριτσάρ και συνέλεξε τους ύμνους των προηγούμενων Γκουρού σε ένα βιβλίο, το Αντί Γκραντ. Συνελήφθη υπό τις διαταγές του Αυτοκράτορα Τζαχανγκίρ, και του ζητήθηκε να ασπαστεί το Ισλάμ. Αφού αρνήθηκε, βασανίστηκε και εκτελέστηκε το 1606.[76] Τον διαδέχθηκε ο γιος του, Γκουρού Χάργκομπιντ (6ος γκουρού), σε ηλικία 11 χρονών. Αυτός άρχισε μία στρατιωτική παράδοση για την προστασία των Σιχ και έναν ένοπλο στρατό. Ο Τζαχανγκίρ τον συνέλαβε και τον φυλάκισε στην Γκβαλιόρ για αρκετά χρόνια. Ο επόμενος αυτοκράτορας, ο Σαχ Τζαχάν, ανάγκασε τους Σιχ να οπισθοχωρήσουν στα βουνά. Ο Γκουρού Χαρ Κρίσναν έγινε ο 8ος γκουρού στην ηλικία των 5, αλλά πέθανε από ευλογιά προτού φτάσει την ηλικία των 8 ετών.[77] Ο Γκουρού Τεγκ Μπαχαντούρ (9ος γκουρού) μετέφερε την κοινότητα των Σιχ στην πόλη Αναντπούρ και ταξίδεψε σε διάφορα μέρη της χώρας ως κήρυκας. Συνελήφθη επειδή παρεμπόδιζε τις μεταστροφές των Βραχμάνων του Κασμίρ στο Ισλάμ, και το 1665 αποκεφαλίστηκε δημόσια στο Δελχί με εντολή του αυτοκράτορα Αόρανζεμπ.[78] Τον διαδέχθηκε ο γιος του, ο Γκουρού Γκόμπιντ ΣΙνγκ (10ος γκουρού) σε ηλικία 9 ετών. Ήταν πνευματικός ηγέτης, πολεμιστής, ποιητής και φιλόσοφος. Την 13η Απριλίου 1699 ίδρυσε την Κάλσα, το συλλογικό σώμα των Σιχ, μία κοσμική αρχή που δημιούργησε μία κοινότητα με πολιτικά και στρατιωτικά καθήκοντα.
Ο Μπάντα Σινγκ Μπαχαντούρ ήταν ένας στρατιωτικός διοικητής της Κάλσα. Στο μοναστήρι του στην πόλη Νάντετ τον επισκέφθηκε και τον δίδαξε ο Γκουρού Γκόμπιντ Σινγκ το 1708. Σύντομα, ο τελευταίος δολοφονήθηκε και o Μπάντα Σινγκ έγινε αρχιστράτηγος της Κάλσα. Άρχισε μία αγροτική εξέγερση παίρνοντας τα κτήματα των ζάμινταρ (Ινδοί αριστοκράτες) και αναδιανέμοντάς τα σε φτωχούς χωρικούς. Κατέκτησε και κυβέρνησε μία επικράτεια μεταξύ των ποταμών Ζάραδρος και Τζούμνα, ίδρυσε την πρωτεύουσά του με το όνομα Λογκάρχ στα Ιμαλάια, και έκοψε νομίσματα αφιερωμένα στους Γκουρού Νάνακ και Γκουρού Γκόμπιντ Σινγκ.[79] Το 1715 ηττήθηκε από τους Μουγκάλ μετά από οχτάμηνη πολιορκία στο οχυρό του στη Γκούρντα Ναγκάλ. Το 1716 εκτελέστηκε με εντολή του αυτοκράτορα Φαρούκ Σιγιάρ.[80][81]
Ντουρανί και Μαράτα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1747 ιδρύθηκε το Βασίλειο των Ντουρανί από τον Παστούν στρατηγό Αχμάντ Σαχ Αμπντάλι. Επεκτείνοντας την επικράτειά του, ο Αχμάντ Σαχ εισέβαλε στην Ινδία τέσσερις φορές και κατέλαβε το Κασμίρ και το Παντζάμπ. Το 1757 κατάκτησε το Δελχί, αλλά επέτρεψε στη δυναστεία των Μουγκάλ να διατηρήσει τον ονομαστικό έλεγχο υπό την προϋπόθεση να κοινοποιήσουν την είδηση για την κυριαρχία του Αχμάντ Σαχ σε όλη την επικράτεια, στο Παντζάμπ, το Σινδ και το Κασμίρ. Στη μέγιστη έκτασή της η αυτοκρατορία Ντουρανί κάλυπτε τα σημερινά κράτη Πακιστάν και Αφγανιστάν, και μέρη του βορειοανατολικού Ιράν, του ανατολικού Τουρκμενιστάν και της βορειοδυτικής Ινδίας.[82]
Το 1757 οι Σιχ κατ'εξακολούθηση έστηναν ενέδρα σε φρουρούς για να λεηλατήσουν τρένα. Εκείνον τον χρόνο, όταν ο Αχμάντ Σαχ Ντουρανί εισέβαλε στην Ινδία για τέταρτη φορά, παρενοχλήθηκε πολύ από μαχητές των Σιχ που αρκετές φορές σκότωσαν τους φρουρούς του και λεηλάτησαν το τρένο με τις αποσκευές του. Οι κλέφτες ήταν άπιαστοι, οπότε οι Ντουρανί επιτέθηκαν στην ιερή πόλη τους, την Αμριτσάρ, ανατίναξαν τον Χρυσό Ναό των Σιχ, και γέμισαν την τεχνητή λίμνη του με εντόσθια αγελάδων.[83]
Το 1758 ο στρατηγός Ραγκουναθραο της Αυτοκρατορίας των Μαράτα κατέλαβε τη Λαχόρη και το Άτοκ, εκδιώκοντας τον Τιμούρ Σαχ Ντουρανί που ήταν τότε κυβερνήτης του Παντζάμπ. Η Λαχόρη, το Μουλτάν, το Κασμίρ και άλλες περιοχές στα ανατολικά του Άτοκ περιήλθαν στην κυριαρχία των Μαράτα.[84] Το 1761 ο Αχμάντ Σαχ Ντουρανί κατάφερε μία αποφασιστική νίκη εναντίων των Μαράτα στην Τρίτη Μάχη του Πάνιπατ, αποσπώντας τους εδάφη και ανακόπτοντας την επέκταση της αυτοκρατορίας τους.
Το 1762 υπήρξαν πολλές διενέξεις με τους Σιχ. Την 5η Φεβρουαρίου 1762 οι δυνάμεις του Αφγανού ηγεμόνα Σαχ Ντουρανί έπεσαν πάνω σε μία δύναμη των Σιχ με άμαχο πληθυσμό, γυναίκες, παιδιά και ηλικωμένους, κοντά σε ένα χωριό μεταξύ της Λαχόρης και της Μπαρνάλα. Η αναμέτρηση κατέληξε σε ολοκαύτωμα. Στο Μεγάλο Ολοκαύτωμα του 1762 σκοτώθηκαν 10.000-30.000 άνθρωποι, σχεδόν το 1/3 του πληθυσμού των Σιχ έχασε τη ζωή του ή τραυματίστηκε. Για άλλη μια φορά κατέστρεψαν τον Χρυσό Ναό των Σιχ και γέμισαν την τεχνητή λίμνη του με εντόσθια αγελάδων. Παρόμοια καταστροφή που είχε προηγηθεί ήταν το Μικρό Ολοκαύτωμα του 1746 στα βόρεια της Λαχόρης, όταν 7.000 Σιχ σκοτώθηκαν και 3.000 αιχμαλωτίστηκαν και εκτελέστηκαν.[85]
Κυριαρχία των Σιχ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον 18ο αιώνα στο Παντζάμπ, μετά την συρρίκνωση της αυτοκρατορίας των Μουγκάλ, αναδύθηκαν μικρά αυτόνομα κράτη, τα μισλ της Συνομοσμπονδίας των Σιχ. Ήταν ανισοδύναμα και έκαστο επιδίωκε να επεκτείνει την επικράτεια και τους πόρους του εις βάρος των άλλων, αλλά όλα μαζί σχημάτιζαν μία κοινοπολιτεία που περιγράφηκε ως «αριστοκρατική δημοκρατία».[86][87]
Ο Ράντζιτ Σινγκ ενοποίησε τα μισλ και ίδρυσε την Αυτοκρατορία των Σιχ. Το 1799 κατέκτησε τη Λαχόρη, που βρισκόταν στα χέρια του Αφγανού ηγεμόνα Ζαμάν Σαχ Ντουρανί.[88] Ακολούθησε μία σειρά πολέμων Αφγανών-Σιχ που διήρκεσε μέχρι το 1837. Το 1801 ο Ράντζιτ ανακηρύχτηκε Μαχαραγιάς του Παντζάμπ. Η αυτοκρατορία των Σιχ στη μέγιστη έκταση της, τον 19ο αιώνα, κάλυπτε την περιοχή του Παντζάμπ και έφτανε από το πέρασμα Κάιμπερ στα δυτικά ως το Θιβέτ στα ανατολικά, και από το Μίτανκοτ στα νότια ως το Κασμίρ στα βόρεια. Το 1831 είχε πληθυσμό 3,5 εκατομμύρια άτομα, διαφόρων θρησκευμάτων. Ο Ράντζιτ Σινγκ στη βασιλεία του εισήγαγε μεταρρυθμίσεις, εκσυγχρονισμό, επενδύσεις στην υποδομή και τη γενική ευημερία. Ο στρατός και η διοίκηση της αυτοκρατορίας αποτελούνταν από Σιχ, Ινδουϊστές, Μουσουλμάνους και Ευρωπαίους. Η αυτοκρατορία των Σιχ σύναψε συνθήκη με τις Βρετανικές αποικιακές δυνάμεις, στην οποία όρισαν ως συνοριακή γραμμή μεταξύ τους τον ποταμό Ζάραδρο.[88] Σε μια περίοδο πολιτιστικής και καλλιτεχνικής αναγέννησης ο Ράντζιτ ανακαίνισε τον Χρυσό Ναό με μάρμαρα και χρυσό. Επίσης, έχτισε νέα γκουρουντβάρα (τόποι λατρείας των Σιχ), όπως το Ταχτ Σρι Πάτνα Σαχίμπ στη Μπιχάρ, και το Χαζούρ Σαχίμπ στη Μαχαράστρα. Αναβάθμισε το στρατό του με βάση τα πρότυπα των δυτικών, εισήγαγε βελτιώσεις στον τρόπο εκπαίδευσης και οργάνωσης του στρατού, όρισε τα πρότυπα επιδόσεων στο επίπεδο της υλικοτεχνικής αποδοτικότητας, ανάπτυξης στρατευμάτων, ελιγμών και σκοποβολής. Ενίσχυσε το πεζικό και το πυροβολικό και παρουσίασε ένα στρατιωτικό σύστημα που συνδύαζε παλαιές και νέες ιδέες.[89][90]
To 1839, μετά τον θάνατο του Μαχαραγιά Ράντζιτ Σινγκ, η αυτοκρατορία των Σιχ αποδυναμώθηκε από εσωτερικές διαμάχες και κακή πολιτική διαχείριση. Η αυτοκρατορία ενεπλάκη στον Α' Πολέμο Άγγλων-Σιχ (1845-1846) και τον Β' Πόλεμο Άγγλων-Σιχ (1848-1849) που κατέληξε σε ήττα για την αυτοκρατορία. Κατόπιν αυτού, διαλύθηκε σε μικρά κράτη και τη Βρετανική επαρχία του Παντζάμπ.[91]
Βρετανικές Ινδίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1849 το Παντζάμπ προσαρτήθηκε στις Βρετανικές Ινδίες. Η νέα κυβέρνηση εγκατέστησε συστήματα γραφειοκρατίας και νομοθεσίες. Το παραδοσιακό σύστημα διοίκησης αντικαταστάθηκε από ένα μηχανικό σύστημα με νόμους, κώδικες και τυπικές διαδικασίες. Για βέλτιστο έλεγχο, οι Βρετανοί αξιοποίησαν τις νέες τεχνολογίες επικοινωνίας και μεταφορών, όπως τα ταχυδρομεία, τα οδικά δίκτυα, τους σιδηροδρόμους και τους τηλεγράφους.[92]
Η επαρχία του Παντζάμπ χωρίστηκε σε πέντε διοικητικές περιφέρειες: Δελχί, Τζαλαντάρ, Λαχόρη, Μουλτάν και Ραβαλπίντι και αρκετά μικρά κράτη (φέουδα, πριγκιπάτα ή ιθαγενών).[93] Η επαρχία ονομαστικά ήταν υπό τον έλεγχο της Προεδρίας της Βεγγάλης και διοικητικά ανεξάρτητη. Ο Λόρδος Ραμσέι του Νταλχάουζι ήταν Γενικός Κυβερνήτης της Ινδίας την περίοδο 1848-1856.[94] Σύστησε ένα Διοικητικό Συμβούλιο και το στελέχωσε με έμπειρους Βρετανούς αξιωματούχους. Αρχηγός του Συμβουλίου ήταν ο Σερ Χένρι Λόρενς που παλαιότερα είχε εργαστεί στο Ντουρμπάρ (αυλή) της Λαχόρης, και περιλάμβανε τον αδελφό του, τον Σερ Τζον Λόρενς, και τον Τσαρλς Γκρένβιλ Μάνσελ. Το έργο του συμβουλίου επικουρήθηκε από μία ομάδα αντρών που ονομάζονταν οι "Παλαντίν του Παντζάμπ" (ή "Νέοι Άντρες" του Λόρενς) .[95][96] Το 1853 ο Λόρδος Νταλχάουζι διέλυσε το Συμβούλιο, και ο Σερ Χένρι μεταφέρθηκε στην Υπηρεσία της Ράτζπουτανα, ένα πολιτικό γραφείο που ασχολούταν με τα μικρά κράτη της ομώνυμης περιοχής.[97] Αναγνωρίζοντας την πολιτισμική πολυμορφία του Παντζάμπ, το Συμβούλιο τήρησε μία αυστηρή πολιτική μη παρέμβασης σε θρησκευτικά και πολιτισμικά θέματα.[98] Στις αρχές της δεκαετίας του 1860 ιδρύθηκαν πολλά νέα εκπαιδευτικά ιδρύματα, με συμπεριλαμβανόμενα τα Πανεπιστημία της Βομβάης και της Καλκούτας.
Το 1858 το Παντζάμπ περιήλθε υπό τον άμεσο έλεγχο του Βρετανικού Στέμματος και η Βασίλισσα Βικτώρια ανακηρύχθηκε «Αυτοκράτειρα των Ινδιών». Ο Νόμος Κυβέρνησης της Ινδίας του 1858 εισήγαγε αλλαγές στο σύστημα διοίκησης. Ο Νόμος των Ινδικών Συμβουλίων του 1861 ήταν το θεμέλιο για την ίδρυση νέου νομοθετικού σώματος, που επεκτάθηκε περαιτέρω το 1897 με την ίδρυση του Επαρχιακού Νομοθετικού Συμβουλίου του Παντζάμπ. Ο Νόμος των Ινδικών Συμβουλίων του 1909 οδήγησε σε περιορισμένη αύξηση της συμμετοχής των Ινδών στην κυβέρνηση. Ο Νόμος της Κυβέρνησης της Ινδίας του 1919 εισήγαγε το σύστημα της «διαρχίας», και οδήγησε στη σύσταση του πρώτου Νομοθετικού Συμβουλίου του Παντζάμπ το 1921.[99] Ο Νόμος της Κυβέρνησης της Ινδίας του 1935 αντικατέστησε το σύστημα της διαρχίας με αυξημένη επαρχιακή αυτονομία, εισήγαγε άμεσο εκλογικό σύστημα και αντικατέστησε το Νομοθετικό Συμβούλιο με μία Νομοθετική Συνέλευση 175 μελών και πενταετούς θητείας.[99] To 1937 πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες Ινδικές περιφερειακές εκλογές σε 11 επαρχίες, από τις οποίες στις 8 αναδείχθηκε νικητής το κόμμα Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο, ενώ στο Παντζάμπ το Ενωτικό Κόμμα νίκησε την Πανινδική Μουσουλμανική Ένωση. Ο αρχηγός του Ενωτικού Κόμματος, ο Σερ Σίκανταρ Χαγιάτ Χαν, ανέλαβε τη θέση του Πρωθυπουργού και σχημάτισε ένα υπουργικό Συμβούλιο που απαρτιζόταν από 3 Μουσουλμάνους, 2 Ινδουϊστές και έναν Σιχ.[100] Ο Σερ Σίκανταρ πέθανε το 1942 και ο Σερ Μάλικ Χιζάρ Χέγιατ Τιβάνα έγινε ο δεύτερος Πρωθυπουργός του Παντζάμπ. Οι δεύτερες εκλογές που πραγματοποιήθηκαν ήταν το 1946. Στην επαρχία του Παντζάμπ η Πανινδική Μουσουλμανική Ένωση πήρε τις περισσότερες έδρες, 73 από τις 175, αλλά τα υπόλοιπα 3 κόμματα από κοινού σχημάτισαν κυβέρνηση συνεργασίας. Ο Σερ Μάλικ ανέλαβε δεύτερη θητεία ως Πρωθυπουργός αλλά την 2 Μαρτίου 1947 ο Σερ Μάλικ παραιτήθηκε, εν όψει του Χωρισμού της Ινδίας, και η κυβέρνηση συνεργασίας κατέρρευσε.[101]
Το 1885 η κυβέρνηση του Παντζάμπ ξεκίνησε ένα φιλόδοξο σχέδιο για την μετατροπή 24 εκατομμυρίων στρεμμάτων άγονης γης του δυτικού και κεντρικού Παντζάμπ σε αρόσιμη γη για γεωργική χρήση. Αυτό επιτεύχθηκε με έργα άρδευσης και δημιουργία καναλιών.[102] Η επιτυχής υλοποίηση του προγράμματος έφερε την αγροτική επανάσταση στο Παντζάμπ, επιτάχυνε την βιομηχανική ανάπτυξη και αύξησε την κινητικότητα του πληθυσμού.[103] Την περίοδο 1885-1947 η αρόσιμη γη του Παντζάμπ αυξήθηκε από 12 σε 56 εκατομ. στρέμματα, ενώ ιδρύθηκαν και νέες πόλεις, όπως η Φαϊσάλαμπαντ, η Σαργκόντα και η Μοντγκόμερι (σημερινή Σάχιβαλ).[104] Νέες εμπορεύσιμες καλλιέργειες εισήχθηκαν στον γεωργικό τομέα, όπως σίτου, καπνού, ζαχαρότευτλων και βάμβακος. Μέχρι τη δεκαετία του 1920, στο Παντζάμπ παραγόταν το 1/10 της Ινδικής καλλιέργειας βάμβακος και το 1/3 της καλλιέργειας σίτου. Την περίοδο 1891-1921 το κατά κεφαλή προϊόν όλων των καλλιεργειών της επαρχίας αυξήθηκε κατά ~45%, ενώ αντιθέτως στις περιοχές Βεγγάλη, Μπιχάρ και Όρισσα παρατηρήθηκε κρίση στον γεωργικό τομέα.[105] Ο Νόμος για τις Μεταβιβάσεις Γης στο Παντζάμπ του 1900 είχε ως αποστολή να προστατεύσει τους μικρούς αγρότες από τους αστούς χρηματοπιστωτές, διακρίνοντας τον πληθυσμό σε "γεωργούς" και "μη γεωργούς" και εισάγοντας περιορισμούς στις αγοραπωλησίες γης μεταξύ των δύο ομάδων.[106] Το 1906 ιδρύθηκε η Γεωργική Σχολή της Φαϊσάλαμπαντ.
Στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο τα τρία πέμπτα του Ινδικού Στρατού προήλθαν από το Παντζάμπ (349.688 από το σύνολο των 683.149 στρατιωτών).[107] Το 1918 μία επιδημία ιού γρίπης που ξέσπασε στην επαρχία του Παντζάμπ είχε ως αποτέλεσμα 962.937 θανάτους (4,77% του συνολικού πληθυσμού).[108] Τον Μάρτιο του 1919 τέθηκε σε εφαρμογή ο Νόμος του Ρόουλατ για την αντιμετώπιση των αναρχικών και των επαναστατών, ο οποίος επέτρεπε συλλήψεις χωρίς εντάλματα, εγκλεισμούς στη φυλακή και κρατήσεις χωρίς δίκη, και δίκες κεκλεισμένων των θυρών χωρίς σώμα ενόρκων. Αυτό οδήγησε στη Σφαγή του Τζαλιανβάλα Μπαγκ την 13η Απριλίου του 1919, όταν ο Γενικός Ταξίαρχος του Βρετανικού Ινδικού Στρατού Ρέτζιναλντ Ντάιερ διέταξε τα στρατεύματα να ανοίξουν πυρ σε ένα πλήθος από ~10.000 άοπλους διαδηλωτές.[109][110] Στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο το 48% του Ινδικού Στρατού προήλθε από το Παντζάμπ.[111]
Ανεξαρτητοποίηση και Χωρισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα τέλη του 1946, η Βρετανική κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος, με το Δημόσιο Ταμείο εξαντλημένο από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο που μόλις είχε τελειώσει, και αναγνωρίζοντας ότι δεν είχε εντολή, τη διεθνή υποστήριξη, ούτε την καλή πίστη των εγχώριων δυνάμεων, για να συνεχίσει να ελέγχει τις ταραχώδεις Βρετανικές Ινδίες,[112][113] αποφάσισε να τερματίσει τη Βρετανική κυριαρχία στην Ινδία, και στις αρχές του 1947 ανακοίνωσε την πρόθεση να μεταβιβάσει την εξουσία το αργότερο μέχρι τον Ιούνιο του 1948.[114]
Στο δρόμο για την ανεξαρτησία, οι βιαιότητες μεταξύ των Μουσουλμάνων και των Ινδουϊστών στις επαρχίες Παντζάμπ και Βεγγάλης συνεχίστηκαν αμείωτες. Με τον Βρετανικό στρατό ανέτοιμο για ενδεχόμενη αυξημένη βία, ο νέος αντιβασιλέας της Ινδίας, ο Λούις Μαουντμπάττεν, επιτάχυνε τις εξελίξεις δίνοντας προθεσμία 6 μηνών για ένα καθολικά αποδεκτό σχέδιο ανεξαρτητοποίησης. Τον Ιούνιο του 1947 οι εκπρόσωποι του Κογκρέσου, της Μουσουλμανικής Ένωσης, των Ντάλιτ[115] και των Σιχ συμφώνησαν για χώρισμα της χώρας ανάλογα με τις θρησκευτικές γραμμές, αντίθετα με τις απόψεις του Γκάντι. Οι περιοχές όπου κυριαρχούσαν οι Ινδουϊστές και οι Σιχ υπάχθηκαν στην Ινδία ενώ οι περιοχές με πλειοψηφία Μουσουλμάνων υπάχθηκαν στο Πακιστάν, και ως συνοριακή γραμμή μεταξύ των ορίστηκε η γραμμή Ράντκλιφ, όπως καταρτίστηκε από τον ομώνυμο Βρετανό πρόεδρο των δύο επιτροπών.[116][117]
Την 14η Αυγούστου 1947 γεννήθηκε η νέα Ντομίνιον του Πακιστάν (μετέπειτα Ισλαμική Δημοκρατία του Πακιστάν) με τον Μοχάμεντ Αλί Τζίνα ως Γενικό Κυβερνήτη και τελετή ορκωμοσίας στο Καράτσι. Την 15η Αυγούστου 1947 ο Τζαβαχαρλάλ Νεχρού ορίστηκε πρωθυπουργός της νεοσύστατης Ντομίνιον της Ινδίας (μετέπειτα Δημοκρατία της Ινδίας) με τελετή στο Νέο Δελχί, ενώ ο αντιβασιλέας Λούις Μαουντμπάττεν ανέλαβε τη θέση του πρώτου Γενικού Κυβερνήτη. Από τότε η 15η Αυγούστου εορτάζεται ετήσια ως Ημέρα Ανεξαρτησίας της Ινδίας.[118] Η περιοχή του Παντζάμπ χωρίστηκε σε δύο τμήματα: το δυτικό Παντζάμπ έγινε Πακιστανικό Παντζάμπ, ενώ το ανατολικό Παντζάμπ χωρίστηκε σε τρείς πολιτείες: το Ινδικό Παντζάμπ, τη Χαρυάνα και τη Χιμάτσαλ Πραντές.
Μετά το χώρισμα έγινε μεγάλη κίνηση πληθυσμών μεταξύ των δύο νεοσύστατων κρατών. Εκατομμύρια άνθρωποι διέσχισαν τα σύνορα για να περάσουν στην ασφαλέστερη πλευρά με θρησκευτικά κριτήρια,[119] περίπου 7,2 εκατομ. Μουσουλμάνοι πέρασαν από την Ινδία στο Πακιστάν, ενώ 7,3 εκατομ. Ινδουϊστές και Σιχ έφυγαν από το Πακιστάν και μετεγκαταστάθηκαν στην Ινδία. Το κύμα μεταναστεύσεων συνοδεύτηκε από βίαια επεισόδια, και εκτιμάται ότι 250.000 - 500.000 άτομα, μετανάστες και μόνιμοι κάτοικοι, όλων των θρησκευμάτων, και από τις δύο πλευρές των συνόρων, έχασαν τις ζωές τους.[120] Οι απώλειες ίσως ήταν ακόμα περισσότερες, έως και 1.500.000 άτομα.[121][122][123][124] Ο Γκάντι έμεινε στη Βεγγάλη και βοήθησε τους νέους μετανάστες.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Singh, Mohinder. History and Culture of Panjab. Atlantic Publishers & Distri.
- ↑ Bhandarkar, D. R. (1989). Some Aspects of Ancient Indian Culture. Asian Educational Services. ISBN 9788120604575.
- ↑ Macdonell, Arthur Anthony (1929). «A Practical Sanskrit Dictionary with Transliteration, Accentuation, and Etymological Analysis Throughout». dsalsrv02.uchicago.edu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Δεκεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2019.
- ↑ Yule, Henry (1903). «Hobson-Jobson: A glossary of Colloquial Anglo-Indian Words and Phrases, and of Kindred Terms, Etymological, Historical, Geographical and Discursive». dsalsrv02.uchicago.edu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Δεκεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2019.
- ↑ «WHKMLA : History of West Punjab». web.archive.org. 16 Μαρτίου 2016. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2019.
- ↑ Annemarie Schimmel (2004). The empire of the great Mughals : history, art and culture. London: Reaktion Books. ISBN 1861891857. 61751123.
- ↑ Canfield, Robert L. (Robert Leroy)· School of American Research (Santa Fe, N.M.) (2002). Turko-Persia in historical perspective. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0521522919. 49737740.
- ↑ «interglacial phase».
period, characterized by a relatively mild climate, separating two glacial phases of an ice age.
- ↑ 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 9,5 Singh 1989.
- ↑ Possehl, Gregory L. (11 Νοεμβρίου 2002). The Indus Civilization: A Contemporary Perspective. Rowman Altamira. ISBN 9780759116429.
- ↑ Morris, A. E. J. (2 Δεκεμβρίου 2013). History of Urban Form Before the Industrial Revolution. Routledge. ISBN 9781317885146.
- ↑ Thapar, Romila (Φεβρουάριος 2004). Early India: From the Origins to AD 1300. University of California Press. ISBN 9780520242258.
- ↑ Majumdar, Asoke Kumar (1977). Concise History of Ancient India: Political theory, administration and economic life. Munshiram Manoharlal Publishers.
- ↑ Gadkari, Jayant. (1996). Society and religion : from Rugveda to Puranas. Bombay: Popular Prakashan. ISBN 8171547435. 37348271.
- ↑ Βεδικό Σανσκριτικό έπος του 1500-1200 π.Χ.
- ↑ «Indo-Gangetic Plain | plain, Asia». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2019.
- ↑ 17,0 17,1 17,2 Chattopadhyaya 2003.
- ↑ www.wisdomlib.org (3 Αυγούστου 2014). «Purohita: 9 definitions». www.wisdomlib.org. Ανακτήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2019.
- ↑ Frawley 2000.
- ↑ 20,0 20,1 20,2 20,3 Romm 2012.
- ↑ 21,0 21,1 21,2 21,3 Thorpe & Thorpe 2009.
- ↑ 22,0 22,1 «Ο Πολιτισμός της Αρχαίας Ινδίας». ΕΛΛΗΝΟ-ΙΝΔΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ. 23 Απριλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2019.
- ↑ Middleton, John (1 Ιουνίου 2015). World Monarchies and Dynasties. Routledge. ISBN 9781317451587.
- ↑ Abraham Eraly (2011). The first spring : the golden age of India. New Delhi: Viking, Penguin Books India. ISBN 0670084786. 762321927.
- ↑ Dilip Kumar Ganguly (1987). The imperial Guptas and their times. New Delhi: Abhinav Publications. ISBN 8170172225. 18394416.
- ↑ Rick Franklin Talbott (2004). Sacred sacrifice : ritual paradigms in Vedic religion and early Christianity. Eugene, Or.: Wipf & Stock. ISBN 1597523402. 123356718.
- ↑ 27,0 27,1 Tej Ram Sharma (1989). A political history of the imperial Guptas : from Gupta to Skandagupta. New Delhi: Concept Pub. Co. ISBN 8170222516. 21196876.
- ↑ «Rise and fall of the imperial Guptas». Choice Reviews Online 27 (10): 27–5891-27-5891. 1990-06-01. doi: . ISSN 0009-4978. http://dx.doi.org/10.5860/choice.27-5891.
- ↑ Sailendra Nath Sen (1999). Ancient Indian History and Civilization. New Age International. ISBN 9788122411980.
- ↑ Daniélou 2003.
- ↑ Vasudeva Sharana Agrawala· Bihāra Rāshṭrabhāshā Parishad (1969). The deeds of Harsha: being a cultural study of Bāṇa's Harshacharita. Prithivi Prakashan.
- ↑ Shankar Goyal (2006). Harsha, a multidisciplinary political study. Kusumanjali Book World.
- ↑ Bindeshwari Prasad Sinha (1977). Dynastic History of Magadha, Cir. 450-1200 A.D. Abhinav Publications.
- ↑ Shoumojit Banerjee (2016-04-25). «‘Pulakeshin’s victory over Harsha was in 618 AD’» (στα en-IN). The Hindu. ISSN 0971-751X. https://www.thehindu.com/news/national/%E2%80%98Pulakeshin%E2%80%99s-victory-over-Harsha-was-in-618-AD%E2%80%99/article14255348.ece. Ανακτήθηκε στις 2019-10-31.
- ↑ Indian History. Encyclopaedia Britannica (India). ISBN 9780071329231.
- ↑ Majumdar 1977.
- ↑ 37,0 37,1 37,2 Jayapalan 2001.
- ↑ Wink 2002.
- ↑ Docherty, Paddy (2008). The Khyber Pass: A History of Empire and Invasion. Union Square Press. ISBN 9781402756962.
- ↑ «Khyber Pass». web.archive.org. 12 Ιουλίου 2014. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιουλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 1 Νοεμβρίου 2019.
- ↑ «Khyber Pass | mountain pass, Pakistan-Afghanistan». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 1 Νοεμβρίου 2019.
- ↑ 42,0 42,1 Mohan 2010.
- ↑ Barua 2006.
- ↑ Scharfe 2002.
- ↑ 45,0 45,1 45,2 45,3 Lapidus 2014.
- ↑ Calkins, Philip B. (1968-08). «History of the Khaljis: A. D. 1290–1320. By Kishori Saran Lal. New York: Asia Publishing House, 1967. xii, 388 pp. Illustration, Maps, Tables, Appendices, Bibliography, Index. $6.75.». The Journal of Asian Studies 27 (4): 901–903. doi: . ISSN 0021-9118. http://dx.doi.org/10.2307/2051618.
- ↑ Calkins, Philip B. (1968-08). «History of the Khaljis: A. D. 1290–1320. By Kishori Saran Lal. New York: Asia Publishing House, 1967. xii, 388 pp. Illustration, Maps, Tables, Appendices, Bibliography, Index. $6.75.». The Journal of Asian Studies 27 (4): 901–903. doi: . ISSN 0021-9118. http://dx.doi.org/10.2307/2051618.
- ↑ «Muḥammad ibn Tughluq | sultan of Delhi». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2019.
- ↑ Elliot, H. M. (Henry Miers)· Dowson, John (1867). The history of India : as told by its own historians. The Muhammadan period. London : Trübner & Co.
- ↑ «Sayyid dynasty | Indian dynasty». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2019.
- ↑ Madhukar Keshav Dhavalikar (2013) [1978]. A Comprehensive history of India. New Delhi: Comprehensive History of India Society. ISBN 8170070597. 829426754.
- ↑ «Lodī dynasty | Indian history». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2019.
- ↑ Satish Chandra (2005). Medieval India : from Sultanat to the Mughals (Αναθεωρημένη έκδοση). New Delhi: Har-Anand Publications. ISBN 8124110646. 469652456.
- ↑ Richards, John F. (1965-08). «The Economic History of the Lodi Period: 1451-1526». Journal of the Economic and Social History of the Orient 8 (1): 47. doi: . ISSN 0022-4995. http://dx.doi.org/10.2307/3596342.
- ↑ DesouliÈres, Alain (1988-7). «Mughal Diplomacy in Gujarat (1533–1534) in Correia's ‘Lendas da India’» (στα αγγλικά). Modern Asian Studies 22 (3): 433–454. doi: . ISSN 0026-749X. https://www.cambridge.org/core/product/identifier/S0026749X00009616/type/journal_article.
- ↑ Berndl, Klaus.· National Geographic Society (U.S.) (2005). National Geographic visual history of the world. Washington, D.C.: National Geographic Society. ISBN 0792236955. 61878800.
- ↑ Time-Life Books. (1990). The European emergence, AD 1500-1600. Amsterdam: Time-Life Books. ISBN 0705409821. 85080980.
- ↑ 58,0 58,1 «Mughal Dynasty». Encyclopaedia Britannica. Britannica. Ανακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2018.
- ↑ Time-Life Books. (1990). The European emergence, AD 1500-1600. Amsterdam: Time-Life Books. ISBN 0705409821. 85080980.
- ↑ Eraly, Abraham (17 Σεπτεμβρίου 2007). Emperors Of The Peacock Throne: The Saga of the Great Moghuls. Penguin Books Limited. ISBN 9789351180937.
- ↑ Gulbadan, Begam· Beveridge, Annette S. (1902). The history of Humayun = Humayun-nama. London : Printed and published under the patronage of the Royal Asiatic Society.
- ↑ S K banerji· Digital Library Of India. Humayun Badshah. Humphrey Milford Oxford University Press.
- ↑ Flora Annie Webster Steel· Byam Shaw (4 Μαΐου 2006). The Adventures of Akbar.
- ↑ Friedrich August Noer· Annette Susannah Beveridge (1890). The Emperor Akbar, a contribution towards the history of India in the 16th century. Calcutta, Thacker, Spink & co.; London, Trübner & co.
- ↑ Mohammada, Malika (2007). The Foundations of the Composite Culture in India. Aakar Books. ISBN 9788189833183.
- ↑ Catherine Blanshard Asher (1992). Architecture of Mughal India. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0521267285. 24375997.
- ↑ Seiple 2013.
- ↑ «Religions - Sikhism: Guru Tegh Bahadur». BBC. Ανακτήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2016.
- ↑ Singh & Fenech 2016.
- ↑ Fenech 2001.
- ↑ McLeod 1999.
- ↑ Later Mughal. Atlantic Publishers & Distri.
- ↑ Malik, Zahiruddin. (1977). The reign of Muhammad Shah, 1719-1748. New York: Asia Pub. House. ISBN 0210405988. 3574509.
- ↑ Rathod, N. G. (1994). The Great Maratha Mahadaji Scindia. Sarup & Sons. ISBN 9788185431529.
- ↑ Capper, John (1997). Delhi, the Capital of India. Asian Educational Services. ISBN 9788120612822.
- ↑ Pashaura Singh (2005). «Understanding the Martyrdom of Guru Arjan». Journal of Philosophical Society 12 (1): 29-62. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2010-06-20. https://web.archive.org/web/20100620214905/http://www.global.ucsb.edu/punjab/journal_12_1/3_singh.pdf.
- ↑ Shackle, C.· Mandair, Arvind-pal Singh. (2005). Teachings of the Sikh gurus : selections from the Sikh scriptures (1st ed έκδοση). London: Routledge. ISBN 0415266033. 56834849.
- ↑ Mandair, Arvind-Pal Singh (8 Αυγούστου 2013). Sikhism: A Guide for the Perplexed. A&C Black. ISBN 9781441102317.
- ↑ Singh, Harjinder (2008). Game of Love. Akaal Publishers. ISBN 9780955458712.
- ↑ «BANDĀ SIṄGH BAHĀDUR (1670-1716)». www.learnpunjabi.org. Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2019.
- ↑ Canada, Singh Sabha. «Banda Singh Bahadar – Bandai or Tatt Khalsa? | Singh Sabha Canada» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Μαΐου 2019. Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2019.
- ↑ «Afghanistan | History, Map, Flag, Capital, Population, & Languages». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2019.
- ↑ Singh, Khushwant (18 Νοεμβρίου 2004). A History of the Sikhs. Oxford University Press. σελίδες 216–234. ISBN 9780195673098.
- ↑ Roy, Kaushik. India's Historic Battles: From Alexander the Great to Kargil. Permanent Black, India. σελίδες 80–1. ISBN 978-81-7824-109-8.
- ↑ Cole, W. Owen· Sambhi, Piara Singh (15 Αυγούστου 2005). A Popular Dictionary of Sikhism: Sikh Religion and Philosophy. Routledge. ISBN 9781135797607.
- ↑ Singh, Khushwant (2004). A History of the Sikhs: 1469-1838. Oxford University Press. ISBN 9780195673081.
- ↑ «Nishan Sahib Khanda Sikh Symbols Sikh Museum History Heritage Sikhs». www.sikhmuseum.com. Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2019.
- ↑ 88,0 88,1 Khushwant Singh, 1915-2014. (2006). The illustrated history of the Sikhs. New Delhi: Oxford University Press. ISBN 9780195677478. 64278336.
- ↑ Lafont, Jean Marie (2002). Maharaja Ranjit Singh. Atlantic Publishers & Distri.
- ↑ Heath, Ian (2005). The Sikh army 1799-1849. Oxford: Osprey Publishing. ISBN 1841767778. 56911991.
- ↑ Grewal, J. S. (1998). The Sikhs of the Punjab. Cambridge University Press. ISBN 0521637643. 60184686.
- ↑ Grewal 1990.
- ↑ «Punjab». 1911 Encyclopædia Britannica Volume 22. https://en.wikisource.org/wiki/1911_Encyclop%C3%A6dia_Britannica/Punjab.
- ↑ «Dalhousie, James Andrew Broun Ramsay, 1st Marquess of». 1911 Encyclopædia Britannica Volume 7. https://en.wikisource.org/wiki/1911_Encyclop%C3%A6dia_Britannica/Dalhousie,_James_Andrew_Broun_Ramsay,_1st_Marquess_of.
- ↑ Allen, Charles (2001). Soldier Sahibs : the men who made the North-West Frontier. London: Abacus. ISBN 0349114560. 47677924.
- ↑ Lawrence, Henry Montgomery, Sir (2005). Political diaries of the agent to the governor-general, North-West Frontier and resident at Lahore : from 1st January 1847 to 4th March 1848. Lahore: Sang-e Meel Publications. ISBN 9693517660. 68624433.
- ↑ «Rajputana». 1911 Encyclopædia Britannica Volume 22. https://en.wikisource.org/wiki/1911_Encyclop%C3%A6dia_Britannica/Rajputana.
- ↑ Arvind-Pal Singh Mandair, Sikhism: A Guide for the Perplexed, A&C Black, 8 Aug 2013, p.77
- ↑ 99,0 99,1 The Punjab Parliamentarians 1897-213, Provincial Assembly of the Punjab, Lahore - Pakistan, 2015
- ↑ Bakhshish Singh Nijjar, History of the United Panjab, Volume 3, Atlantic Publishers & Dist, 1 Jan 1996, p.159
- ↑ David P Forsythe, Encyclopedia of Human Rights, Volume 1, OUP USA, 27 Aug 2009, p.49
- ↑ Imran Ali, THE PUNJAB CANAL COLONIES, 1885-1940, 1979, The Australian National University, Canberra, p34
- ↑ Ian Talbot, Khizr Tiwana, the Punjab Unionist Party and the Partition of India, Routledge, 16 Dec 2013, p,55
- ↑ Saiyid, the Muslim Women of the British Punjab, p.4.
- ↑ Ian, Talbot (2007). «Punjab Under Colonialism: Order and Transformation in British India» (PDF). Journal of Punjab Studies.
- ↑ Islam, M. Mufakharul (1995-5). «The Punjab Land Alienation Act and the Professional Moneylenders» (στα αγγλικά). Modern Asian Studies 29 (2): 271–291. doi: . ISSN 0026-749X. https://www.cambridge.org/core/product/identifier/S0026749X00012737/type/journal_article.
- ↑ Tan Tai Yong, "An Imperial Home Front: Punjab and the First World War", The Journal of Military History (2000), p.64
- ↑ "Influenza in India, 1918." Public Health Reports (1896-1970), vol. 34, no. 42, 1919, pp. 2300–2302
- ↑ «1919 Jallianwala Bagh Massacre | Discover Sikhism». www.discoversikhism.com. Ανακτήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 2019.
- ↑ Robarts - University of Toronto (1919). Punjab disturbances, April 1919; compiled from the Civil and military gazette. Lahore Civil and Military Gazette Press.
- ↑ Kalim Siddiqui, Conflict, Crisis and War in Pakistan, Springer, 18 Jun 1972, p.92
- ↑ Hyam 2007, σελ. 106 Quote: By the end of 1945, he and the Commander-in-Chief of India, General Auckinleck were advising that there was a real threat in 1946 of large-scale anti-British disorder amounting to even a well-organised rising aiming to expel the British by paralysing the administration. Quote:...it was clear to Attlee that everything depended on the spirit and reliability of the Indian Army:"Provided that they do their duty, armed insurrection in India would not be an insoluble problem. If, however, the Indian Army was to go the other way, the picture would be very different... Quote:...Thus, Wavell concluded, if the army and the police "failed" Britain would be forced to go. In theory, it might be possible to revive and reinvigorate the services, and rule for another fifteen to twenty years, but:It is a fallacy to suppose that the solution lies in trying to maintain status quo. We have no longer the resources, nor the necessary prestige or confidence in ourselves.
- ↑ Brown 1994, σελ. 330 Quote: "India had always been a minority interest in British public life; no great body of public opinion now emerged to argue that war-weary and impoverished Britain should send troops and money to hold it against its will in an empire of doubtful value. By late 1946 both Prime Minister and Secretary of State for India recognized that neither international opinion no their own voters would stand for any reassertion of the raj, even if there had been the men, money, and administrative machinery with which to do so." Sarkar 1983, σελ. 418 Quote: "With a war weary army and people and a ravaged economy, Britain would have had to retreat; the Labour victory only quickened the process somewhat." Metcalf & Metcalf 2006, σελ. 212 Quote: "More importantly, though victorious in war, Britain had suffered immensely in the struggle. It simply did not possess the manpower or economic resources required to coerce a restive India."
- ↑ «BBC - History - British History in depth: From Empire to Independence: The British Raj in India 1858-1947». www.bbc.co.uk (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2019.
- ↑ «Ντάλιτ».
Ντάλιτ: κάστα, στην οποία ανήκουν πολιτισμικά, οικονομικά και κοινωνικά περιθωριοποιημένα πρόσωπα
- ↑ Chester, Lucy P. (2009). Borders and conflict in South Asia : the Radcliffe Boundary Commission and the partition of Punjab. Manchester: Manchester University Press. ISBN 9780719078996. 313645233.
- ↑ «Indian Independence: Partition Source 9». web.archive.org. 22 Νοεμβρίου 2014. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Νοεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2019.
- ↑ «Independence Day - Archives - Spotlight: National Portal of India». web.archive.org. 6 Απριλίου 2012. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 2019.
- ↑ Kosinski, L. A.· Elahi, K. M. (6 Δεκεμβρίου 2012). Population Redistribution and Development in South Asia. Springer Science & Business Media. ISBN 9789400953093.
- ↑ Maria Misra, Vishnu's crowded temple: India since the Great Rebellion (2008) p. 237
- ↑ Talbot, Ian (2009-12). «Partition of India: The Human Dimension: Introduction» (στα αγγλικά). Cultural and Social History 6 (4): 403–410. doi: . ISSN 1478-0038. https://www.tandfonline.com/doi/full/10.2752/147800409X466254.
- ↑ D'Costa, Bina. (2011). Nationbuilding, gender, and war crimes in South Asia. London: Routledge. ISBN 9780415565660. 432998155.
- ↑ «The Other Side of Silence». archive.nytimes.com. Ανακτήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 2019.
- ↑ «A heritage all but erased». The Friday Times (στα Αγγλικά). 25 Δεκεμβρίου 2015. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Νοεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 2019.