Ποτοαπαγόρευση στις Ηνωμένες Πολιτείες
Η Ποτοαπαγόρευση στις Ηνωμένες Πολιτείες (αγγλ.: Prohibition in the United States) ήταν μια περίοδος από το 1920 έως το 1933 στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου έγινε παράνομη με συνταγματικό τρόπο η παρασκευή, διακίνηση, εισαγωγή, εξαγωγή και πώληση αλκοολούχων ποτών.[1]
Οι υπέρμαχοι της ποτοαπαγόρευσης προσπάθησαν να τερματίσουν το εμπόριο αλκοολούχων ποτών κατά τον 19ο αιώνα. Με επικεφαλής τους Προτεστάντες, στόχευαν να θεραπεύσουν αυτό που έβλεπαν ως μια άρρωστη κοινωνία που αντιμετώπιζε προβλήματα που σχετίζονται με το αλκοόλ, όπως ο αλκοολισμός, η οικογενειακή βία και η πολιτική διαφθορά που βασίζονταν στα σαλούν. Πολλές κοινότητες εισήγαγαν απαγορεύσεις για το αλκοόλ στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα και η εφαρμογή αυτών των νέων νόμων απαγόρευσης έγινε θέμα συζήτησης. Οι υποστηρικτές της ποτοαπαγόρευσης, που ονομάζονταν «ξηροί», την παρουσίασαν ως μια μάχη για τα δημόσια ήθη και την υγεία. Το κίνημα αναλήφθηκε από προοδευτικούς στην ποτοαπαγόρευση με Δημοκρατικά και Ρεπουμπλικανικά κόμματα, και απέκτησαν μια εθνική βάση βάσης μέσω της Ένωσης Γυναικείας Χριστιανικής Εγκράτειας. Μετά το 1900, συντονίστηκε από την Anti-Saloon League. Η αντίθεση από τη βιομηχανία μπύρας κινητοποίησε τους «υγρούς» υποστηρικτές από τις πλούσιες καθολικές και γερμανικές λουθηρανικές κοινότητες, αλλά η επιρροή αυτών των ομάδων υποχώρησε από το 1917 μετά την είσοδο των ΗΠΑ στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο εναντίον της Γερμανίας.
Η βιομηχανία αλκοόλ περιορίστηκε από τη διαδοχή των νομοθετικών αρχών της πολιτείας και τελικά έληξε σε εθνικό επίπεδο σύμφωνα με την 18η τροποποίηση του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών το 1920, η οποία ψηφίστηκε «με 68 % υπερψήφιση στην Βουλή των Αντιπροσώπων και 76 % στη Γερουσία», καθώς και επικύρωση από 46 από τις 48 πολιτείες.[2] Η ενεργοποίηση της νομοθεσίας, γνωστή ως νόμος Βόλστεντ, καθόρισε τους κανόνες για την επιβολή της ομοσπονδιακής απαγόρευσης και καθόρισε τους τύπους αλκοολούχων ποτών που απαγορεύτηκαν. Δεν απαγορεύτηκε όλο το αλκοόλ, όπως για παράδειγμα, η χρήση του κρασιού για θρησκευτική χρήση επιτρεπόταν. Η ιδιωτική ιδιοκτησία και η κατανάλωση αλκοόλ δεν έγιναν παράνομες βάσει του ομοσπονδιακού νόμου, αλλά οι τοπικοί νόμοι ήταν αυστηρότεροι σε πολλούς τομείς, με ορισμένες πολιτείες να απαγορεύουν την κατοχή.
Μετά την απαγόρευση, εγκληματικές συμμορίες απέκτησαν τον έλεγχο της προσφοράς μπύρας και ποτών σε πολλές πόλεις. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, μια νέα αντίθεση στην Ποτοαπαγόρευση εμφανίστηκε σε εθνικό επίπεδο. Οι επικριτές επιτέθηκαν στην πολιτική ως αιτία εγκληματικότητας, μειώνοντας τα τοπικά έσοδα και επιβάλλοντας «αγροτικές» προτεσταντικές θρησκευτικές αξίες στην «αστική» Αμερική.[3]
Η ποτοαπαγόρευση ολοκληρώθηκε με την επικύρωση της 20ης Τροπολογίας, η οποία κατάργησε την 18η Τροπολογία στις 5 Δεκεμβρίου 1933, αν και η απαγόρευση συνεχίστηκε σε ορισμένες πολιτείες. Μέχρι σήμερα, αυτή είναι η μόνη φορά στην αμερικανική ιστορία στην οποία ψηφίστηκε συνταγματική τροποποίηση με σκοπό την κατάργηση μιας άλλης.
Ορισμένες έρευνες δείχνουν ότι η κατανάλωση αλκοόλ μειώθηκε σημαντικά λόγω της απαγόρευσης. [4][5] Τα ποσοστά κίρρωσης του ήπατος, η αλκοολική ψύχωση και η βρεφική θνησιμότητα μειώθηκαν επίσης.[4][6][7] Η επίδραση της ποτοαπαγόρευσης στα ποσοστά εγκληματικότητας και βίας αμφισβητείται. Παρ 'όλα αυτά, έχασε υποστηρικτές κάθε χρόνο που ήταν ενεργή και μείωσε τα φορολογικά έσοδα της κυβέρνησης σε μια κρίσιμη περίοδο πριν και κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης.[8]
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε ξεκινήσει ένα κίνημα υπέρ της ποτοαπαγόρευσης ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα και ως το 1850 αρκετές πολιτείες, κυρίως του νότου, είχαν ψηφίσει νόμους που περιόριζαν ή απαγόρευαν την διάθεση αλκοολούχων ποτών. Η πρωτοβουλία ανήκε σε θρησκευτικές προτεσταντικές οργανώσεις, κυρίως του μεθοδιστικού δόγματος. Έτσι γρήγορα σχηματίσθηκαν δύο πανίσχυρες ομάδες πίεσης, η Ένωση κατά των Σαλούν (Anti-Saloon League) και η Ένωση Γυναικών για τη Χριστιανική Εγκράτεια (Women's Christian Temperance Union). Μέλη των δύο αυτών οργανώσεων σχημάτισαν το Κόμμα της Απαγόρευσης (Prohibition Party), που πήρε μέρος στις προεδρικές εκλογές του 1872, αλλά συγκέντρωσε μόλις 5.608 ψήφους.[1] Το 1879 ο Τζον Σεντ Τζον εκλέχθηκε κυβερνήτης του Κάνσας, το οποίο αργότερα έγινε η πρώτη πολιτεία στην Αμερική, που κήρυξε παράνομο το αλκοόλ. Το 1884 ο Σεντ Τζον έθεσε υποψηφιότητα για Πρόεδρος της Αμερικής με τη σημαία του Κόμματος της Απαγόρευσης και έλαβε 150.369 ψήφους.[1]
Η κοινή γνώμη στις ΗΠΑ άρχισε να αλλάζει διάθεση και ως το 1919 το 75% των πολιτειών είχε ευθυγραμμισθεί με τη 18η Τροπολογία του Αμερικάνικου Συντάγματος, που απαγόρευε την πώληση ή διακίνηση αλκοολούχων ποτών (16 Ιανουαρίου 1919). Ένα χρόνο αργότερα, στις 16 Ιανουαρίου του 1920, τέθηκε σε ισχύ με το Νόμο Βόλστεντ (Volstead Act). Ήταν η ληξιαρχική πράξη για την έναρξη της ποτοαπαγόρευσης.
Επιπτώσεις της ποτοαπαγόρευσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με την έναρξη της ποτοαπαγόρευσης, η μαύρη αγορά έκανε την εμφάνιση της και το οργανωμένο έγκλημα κινήθηκε ανοδικά, με τις οργανωμένες συμμορίες να ευημερούν και να κερδίζουν πολιτική επιρροή. Η αστυνόμευση ήταν μια δύσκολη υπόθεση, με αποτέλεσμα να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια τα παράνομα αποστακτήρια και μπαρ. Τα σημεία πώλησης έφθασαν τα 30.000, σχεδόν διπλάσια σε σχέση με την εποχή πριν την ποτοαπαγόρευση.
Το αφεντικό της μαφίας του Σικάγου, ο Αλ Καπόνε, ισχυριζόταν ότι είχε στο μισθολόγιό του τη μισή αστυνομία του Σικάγου.[1] Οι παράνομοι διακινητές και οι γκάνγκστερς έγιναν λαϊκοί ήρωες, καθώς πρόσφεραν δουλειά σε περίοδο μεγάλης ανεργίας, όπως ήταν η εποχή της Μεγάλης Ύφεσης.
Σημαντικά θέρετρα, όπως το Ατλάντικ Σίτι και το Γκάλβεστον, ευημερούσαν κατά την διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης, λόγω της έλλειψης οργανωμένης αστυνόμευσης και την πολιτική επιρροή γκάνγκστερ, όπως ο Νάκυ Τζόνσον και ο Σαμ Μασέο. Έτσι το Ατλάντικ Σίτι μετατράπηκε σε ένα κέντρο της πολιτικής, του πολιτισμού και της χλιδής, παίρνοντας το παρατσούκλι "The World's Playground" και μένοντας στη λαϊκή κουλτούρα των ΗΠΑ μέχρι και σήμερα. Αυτή η αρκετά διαδεδομένη εικόνα του Ατλάντικ Σίτι οδήγησε ουσιαστικά στην νομιμοποίηση του τζόγου στα καζίνο της πόλης δεκαετίες αργότερα σε μια προσπάθεια να τονωθεί η τότε οικονομία της πόλης.[9]
Ένα από τα λίγα θετικά αποτελέσματα της ποτοαπαγόρευσης ήταν η υποκουλτούρα των Roaring Twenties, που χαρακτήρισε μια ολόκληρη δεκαετία.
Κατανάλωση αλκοόλ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με μια ανασκόπηση της ακαδημαϊκής έρευνας που πραγματοποιήθηκε το 2010 "η ποτοαπαγόρευση πιθανώς να μείωσε την κατά κεφαλήν χρήση του αλκοόλ και τις σχετιζόμενες βλάβες, αλλά αυτά τα οφέλη διαβρώθηκαν με την πάροδο του χρόνου καθώς αναπτύχθηκε μια οργανωμένη μαύρη αγορά και η δημόσια στήριξη στο κίνημα μειώθηκε."[10] Μια μελέτη που επανεξέτασε τις συλλήψεις μέθης σε επίπεδο πόλης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απαγόρευση είχε βραχυπρόθεσμο, αλλά όχι μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα.[11] Μια αντίστοιχη μελέτη που εξέτασε τα στατιστικά θνησιμότητας, ψυχικής υγείας και εγκληματικότητας κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης διαπίστωσε ότι η κατανάλωση αλκοόλ μειώθηκε, αρχικά στο 30% περίπου του προ-απαγορευτικού επιπέδου, αλλά, κατά τα επόμενα χρόνια, αυξήθηκε σε περίπου 60-70% του προ-απαγορευτικού επιπέδου.[12] Η 18η Τροπολογία του Συντάγματος απαγόρευσε την παραγωγή, πώληση και μεταφορά αλκοολούχων ποτών, ωστόσο, δεν απαγόρευσε την κατοχή ή την κατανάλωση αλκοόλ στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένα νομικό κενό το οποίο έδινε το πάτημα στους καταναλωτές που κατείχαν αλκοολούχα ποτά.[13]
Υγεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα ερευνητικά στοιχεία δείχνουν ότι τα ποσοστά κίρρωσης του ήπατος μειώθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης και αυξήθηκαν μετά την κατάργηση της απαγόρευσης.[14][15] Σύμφωνα με τον ιστορικό Τζακ Μπλόκερ, "τα ποσοστά θανάτων από κίρρωση και αλκοολισμό, οι εισαγωγές σε νοσοκομεία λόγω αλκοολικής ψύχωσης και οι συλλήψεις σε κατάσταση μέθης μειώθηκαν απότομα τόσο στα πρώτα χρόνια της έναρξης ισχύος της ποτοαπαγόρευσης όσο και κατά τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1910, όταν τόσο το πολιτιστικό όσο και το νομικό κλίμα ήταν όλο και πιο αφιλόξενο για τους πότες".[16] Μελέτες που εξέτασαν τα ποσοστά θανάτων από κίρρωση λόγω κατανάλωσης του αλκοόλ εκτιμούσαν ότι υπήρξε μείωση της κατανάλωσης κατά 10-20%.[17][18][19] Οι μελέτες του Εθνικού Ινστιτούτου για την Κατάχρηση Αλκοόλ και τον Αλκοολισμό δείχνουν ξεκάθαρα επιδημιολογικά στοιχεία ότι "τα συνολικά ποσοστά θνησιμότητας από κίρρωση μειώθηκαν ραγδαία με την έναρξη της ποτοαπαγόρευσης", παρά την ευρεία παραβίαση του νόμου.[20]
Εγκληματικότητα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Είναι δύσκολο να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με τον αντίκτυπο της ποτοαπαγόρευσης στο έγκλημα σε εθνικό επίπεδο, καθώς δεν υπήρχαν παρόμοιες εθνικές στατιστικές σε επίπεδο πολιτειών για το έγκλημα πριν από το 1930.[21] Έχει υποστηριχθεί ότι το οργανωμένο έγκλημα έλαβε μεγάλη ώθηση από την ποτοαπαγόρευση. Για παράδειγμα, μια μελέτη διαπίστωσε ότι το οργανωμένο έγκλημα στο Σικάγο τριπλασιάστηκε κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης.[22] Ομάδες μαφίας και άλλες εγκληματικές οργανώσεις και συμμορίες είχαν περιορίσει ως επί το πλείστον τις δραστηριότητές τους στην πορνεία, στα τυχερά παιχνίδια και στις κλοπές μέχρι το 1920, όταν εμφανίστηκε η οργανωμένη «εκμετάλλευση του ρούμι» ή η λαθραία πώληση ποτών ως απάντηση στην ποτοαπαγόρευση.[23] Με αυτόν τον τρόπο αναδείχθηκε μια κερδοφόρα, συχνά βίαιη, μαύρη αγορά του αλκοόλ. Η απαγόρευση παρείχε μια οικονομική βάση για την άνθηση του οργανωμένου εγκλήματος.[24]
Σε μια μελέτη σε περισσότερες από 30 μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ κατά τα χρόνια της απαγόρευσης το 1920 και το 1921, ο αριθμός των εγκλημάτων αυξήθηκε κατά 24%. Επιπλέον, οι κλοπές και οι διαρρήξεις αυξήθηκαν κατά 9%, οι ανθρωποκτονίες κατά 12,7%, οι επιθέσεις αυξήθηκαν κατά 13%, ο εθισμός στα ναρκωτικά κατά 44,6% και το κόστος της αστυνομικής επιτήρησης αυξήθηκε κατά 11,4%. Αυτό ήταν σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα της "βίας στη μαύρη αγορά" και της εκτροπής των πόρων επιβολής του νόμου αλλού. Παρά την ελπίδα του κινήματος ότι η απαγόρευση του αλκοόλ θα μείωνε το έγκλημα, η πραγματικότητα ήταν ότι ο Νόμος Βόλστεντ οδήγησε σε υψηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας από ό,τι πριν από την ποτοαπαγόρευση και τη δημιουργία μιας μαύρης αγοράς όπου κυριαρχούσαν οι εγκληματικές οργανώσεις.[25]
Ένα έγγραφο του Εθνικού Γραφείου Οικονομικής Έρευνας του 2016 έδειξε ότι οι νομοί της Νότιας Καρολίνας που θέσπισαν και επέβαλαν την ποτοαπαγόρευση είχαν ως αποτέλεσμα να αυξηθούν οι ανθρωποκτονίες κατά 30 έως 60% σε σύγκριση με τις πολιτείες που δεν επέβαλαν την ποτοαπαγόρευση.[26] Μια αντίστοιχη μελέτη του 2009 διαπίστωσε αύξηση των ανθρωποκτονιών στο Σικάγο κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης.[27] Μαζί με άλλες οικονομικές επιπτώσεις, η θέσπιση και η επιβολή της απαγόρευσης προκάλεσε τη σπατάλη των οικονομικών πόρων. Κατά τη δεκαετία του 1920, ο ετήσιος προϋπολογισμός του Γραφείου Ποτοαπαγόρευσης αυξήθηκε από 4,4 εκατομμύρια δολάρια σε 13,4 εκατομμύρια δολάρια. Επιπλέον, η αμερικανική ακτοφυλακή ξόδευε κατά μέσο όρο 13 εκατομμύρια δολάρια ετησίως για την επιβολή των νόμων της ποτοαπαγόρευσης.[28] Παράλληλα με αυτά τα ποσά υπήρχε επιπλέον το κόστος για τις τοπικές και τις πολιτειακές κυβερνήσεις.
Οικονομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μια μελέτη του 2021 στο «Περιοδικό της Οικονομικής Ιστορίας» διαπίστωσε ότι οι πολιτείες που υιοθέτησαν την απαγόρευση αλκοόλ νωρίτερα είχαν μεγαλύτερη αύξηση πληθυσμού και αύξηση των αξιών των αγροτικών ακινήτων.[29]
Σύμφωνα με το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, η ποτοαπαγόρευση είχε αρνητικό αντίκτυπο στην αμερικανική οικονομία, καθώς προκάλεσε απώλεια τουλάχιστον 226 εκατομμυρίων δολαρίων ετησίως σε φορολογικά έσοδα μόνο σε ποτά. Οι υποστηρικτές της ποτοαπαγόρευσης ανέμεναν αύξηση των πωλήσεων μη αλκοολούχων ποτών για να αντικαταστήσουν τα χρήματα από τις πωλήσεις αλκοόλ, αλλά αυτό δεν συνέβη. Επιπλέον, «Η ποτοαπαγόρευση προκάλεσε το κλείσιμο πάνω από 200 αποστακτηρίων, 1000 ζυθοποιείων και πάνω από 170.000 καταστημάτων ποτών». Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι «το χρηματικό ποσό που χρησιμοποιήθηκε (σ.σ. από το κράτος) για την επιβολή της ποτοαπαγόρευσης ξεκίνησε από 6,3 εκατομμύρια δολάρια το 1921 και αυξήθηκε στα 13,4 εκατομμύρια δολάρια το 1930, σχεδόν διπλάσιο από το αρχικό ποσό».[30]
Μια μελέτη του 2015 υπολόγισε ότι η κατάργηση της ποτοαπαγόρευσης είχε καθαρό κοινωνικό όφελος «432 εκατομμύριων δολαρίων ετησίως το 1934-1937, περίπου 0,33% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Τα συνολικά οφέλη των 3,25 δισεκατομμυρίων δολαρίων αποτελούνταν κυρίως από αυξημένο πλεόνασμα καταναλωτών και παραγωγών, φορολογικά έσοδα και μειωμένο κόστος εγκληματικής βίας».[31] Όταν η μπύρα με 3.2% αλκοόλ νομιμοποιήθηκε το 1933, δημιουργήθηκαν 81.000 θέσεις εργασίας σε διάστημα τριών μηνών.[32]
Άλλες επιπτώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Λόγω της ποτοαπαγόρευσης, η εκβιομηχάνιση της βιομηχανίας των αλκοολούχων ποτών ουσιαστικά σταμάτησε. Οι περισσότεροι μεγάλοι παραγωγοί αλκοόλ έκλεισαν και μεμονωμένοι πολίτες ανέλαβαν την παράνομη παραγωγή του, αντιστρέφοντας ουσιαστικά την αποτελεσματικότητα της μαζικής παραγωγής και λιανικής πώλησης αλκοολούχων ποτών (μέσω οικονομίας κλίμακας). Το κλείσιμο των εργοστασίων και ταβερνών της χώρας οδήγησε επίσης σε οικονομική ύφεση για τη βιομηχανία. Ενώ η 18η Τροπολογία δεν είχε αυτή την επίδραση στη βιομηχανία λόγω της αποτυχίας της να προσδιορίσει πως θα πρέπει να ορίζεται ένα «αλκοολούχο» ποτό, ο ορισμός του Νόμου Βόλστεντ για 0,5% ή περισσότερο αλκοόλ κατ' όγκο έκλεισε τις ζυθοποιίες, οι οποίες ανέμεναν να συνεχίσουν να παράγουν μπύρα μέτριας ποσότητας σε αλκοόλ.[33]
Το 1930 ο Επίτροπος Απαγόρευσης εκτίμησε ότι το 1919, έτος πριν από την έναρξη ισχύος του Νόμου Βόλστεντ, ο μέσος Αμερικανός που έπινε ξόδευε 17 δολάρια ετησίως σε αλκοολούχα ποτά. Μέχρι το 1930, επειδή η επιβολή μείωσε την προσφορά, οι δαπάνες αυξήθηκαν στα 35 δολάρια ετησίως (δεν υπήρχε πληθωρισμός σε αυτήν την περίοδο). Το αποτέλεσμα ήταν ότι η παράνομη βιομηχανία αλκοολούχων ποτών έβγαζε κατά μέσο όρο 3 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως σε παράνομα μη φορολογημένα έσοδα.[34]
Ο νόμος Βόλστεντ επέτρεπε σε μεμονωμένους αγρότες να φτιάχνουν κρασί "ως μη αλκοολούχου χυμού φρούτων για οικιακή κατανάλωση".[35] Οι επιχειρηματίες αμπελουργοί παρήγαγαν υγρά και ημιστερεά συμπυκνώματα σταφυλιών, συχνά αποκαλούμενα "μπλοκ κρασιού" ("wine bricks" ή "wine blocks").[36] Αυτή η ζήτηση οδήγησε τους καλλιεργητές σταφυλιών της Καλιφόρνια να αυξήσουν τη καλλιεργήσιμη γη κατά περίπου 700% κατά τα πρώτα πέντε χρόνια της απαγόρευσης. Το συμπύκνωμα σταφυλιού πωλούταν με μια "προειδοποίηση": "αφού διαλύσετε το συμπύκνωμα σε ένα γαλόνι νερού, μην τοποθετείτε το υγρό σε μια κανάτα μακριά στο ντουλάπι για είκοσι ημέρες, γιατί τότε θα μετατραπεί σε κρασί".[19]
Η ποτοαπαγόρευση είχε αξιοσημείωτη επίδραση στη βιομηχανία παρασκευής αλκοόλ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ιστορικοί του κρασιού σημειώνουν ότι η απαγόρευση κατέστρεψε τη νεοσύστατη βιομηχανία κρασιού. Τα παραγωγικά αμπέλια υψηλής ποιότητας αντικαταστάθηκαν από αμπέλια χαμηλότερης ποιότητας όπου καλλιεργούνταν σταφύλια με παχύτερο περίβλημα, τα οποία θα μπορούσαν να μεταφερθούν πιο εύκολα. Μεγάλο μέρος της θεσμικής γνώσης χάθηκε, καθώς οι οινοποιοί είτε μετανάστευσαν σε άλλες οινοπαραγωγικές χώρες είτε εγκατέλειψαν εντελώς την επιχείρηση.[37] Τα αποσταγμένα οινοπνευματώδη ποτά έγιναν πιο δημοφιλή κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης, κι επειδή η περιεκτικότητά τους σε αλκοόλ ήταν υψηλότερη από εκείνη του κρασιού και της μπύρας, τα οινοπνευματώδη ποτά αραιώνονταν συχνά με μη αλκοολούχα ποτά.[38]
Λήξη της ποτοαπαγόρευσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αύξηση της εγκληματικότητας και της διαφθοράς όμως άλλαξε τη διάθεση της κοινής γνώμης, που είχε σαν αποτέλεσμα στις προεδρικές εκλογές του 1932, ο δημοκρατικός υποψήφιος Φραγκλίνος Ρούσβελτ, να συμπεριλάβει στο πρόγραμμά του την λήξη της ποτοαπαγόρευσης. Έτσι έναν χρόνο αργότερα, στις 5 Δεκεμβρίου του 1933, η ποτοαπαγόρευση ήρθη στο μεγαλύτερο μέρος των ΗΠΑ, μετά την υιοθέτηση από το Αμερικανικό Κογκρέσο της 21ης Τροπολογίας του Συντάγματος.[1]
Η πολιτεία του Μισισίπι ήταν και η τελευταία που νομιμοποίησε και πάλι το αλκοόλ, το 1966.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βιβλιογραφικές πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Behr, Edward. (1996). Prohibition: Thirteen Years That Changed America. New York: Arcade Publishing. (ISBN 1-55970-356-3).
- Burns, Eric. (2003). The Spirits of America: A Social History of Alcohol. Philadelphia: Temple University Press . (ISBN 1-59213-214-6).
- Clark, Norman H. (1976). Deliver Us from Evil: An Interpretation of American Prohibition. New York: W. W. Norton. (ISBN 0-393-05584-1).
- Kahn, Gordon, and Al Hirschfeld. (1932, rev. 2003). The Speakeasies of 1932. New York: Glenn Young Books. (ISBN 1-55783-518-7).
- Kavieff, Paul B. (2001). "The Violent Years: Prohibition and the Detroit Mobs". Fort Lee: Barricade Books Inc. (ISBN 1-56980-210-6).
- Kobler, John. (1973). Ardent Spirits: The Rise and Fall of Prohibition. New York: G. P. Putnam's Sons. (ISBN 0-399-11209-X).
- Lerner, Michael A. (2007). Dry Manhattan: Prohibition in New York City. Cambridge, MA: Harvard University Press. (ISBN 0-674-02432-X).
- McGirr, Lisa. (2015). The War on Alcohol: Prohibition and the Rise of the American State. New York: W. W. Norton. (ISBN 0-393-06695- 9).
- Murdoch, Catherine Gilbert. (1998). Domesticating Drink: Women, Men, and Alcohol in America, 1870–1940. Baltimore: Johns Hopkins University Pres s. (ISBN 0-8018-5940-9).
- Peck, Garrett (2011). Prohibition in Washington, D.C.: How Dry We Weren't. Charleston, SC: The History Press. (ISBN 1-60949-236-6).
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Η ποτοαπαγόρευση στις ΗΠΑ (1920-1933) στην Britannica.com (αγγλικά) ανακτήθηκε 23 Μαϊου 2019 Σφάλμα αναφοράς: Μη έγκυρη ετικέτα
<ref>
• όνομα " era " ορίζεται πολλές φορές με διαφορετικό περιεχόμενο - ↑ Schrad, Mark Lawrence (17 Ιανουαρίου 2020). «Why Americans Supported Prohibition 100 Years Ago». The New York Times (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2020.
- ↑ Margaret Sands Orchowski (2015). The Law that Changed the Face of America: The Immigration and Nationality Act of 1965. Rowman & Littlefield. σελ. 32. ISBN 9781442251373.
- ↑ 4,0 4,1 Mark H. Moore (October 16, 1989). «Actually, Prohibition Was a Success» (στα αγγλικά). The New York Times. https://www.nytimes.com/1989/10/16/opinion/actually-prohibition-was-a-success.html. Ανακτήθηκε στις May 29, 2017.
- ↑ Jack S. Blocker et al. eds (2003). Alcohol and Temperance in Modern History: An International Encyclopedia. ABC-CLIO. σελ. 23. ISBN 9781576078334.
- ↑ MacCoun, Robert J.· Reuter, Peter (17 Αυγούστου 2001). Drug War Heresies: Learning from Other Vices, Times, and Places (στα Αγγλικά). Cambridge University Press. σελ. 161. ISBN 9780521799973.
- ↑ Jack S. Blocker, Jr (February 2006). «Did Prohibition Really Work? Alcohol Prohibition as a Public Health Innovation». American Journal of Public Health 96 (2): 233–243. doi: . PMID 16380559. PMC 1470475. https://archive.org/details/sim_american-journal-of-public-health_2006-02_96_2/page/233.
- ↑ Hall, Wayne (2010). «What are the policy lessons of National Alcohol Prohibition in the United States, 1920–1933?». Addiction 105 (7): 1164–1173. doi: . PMID 20331549. https://archive.org/details/sim_british-journal-of-addiction_2010-07_105_7/page/1164.
- ↑ author., Johnson, Nelson, 1948-. Boardwalk empire : the birth, high times, and corruption of Atlantic City. ISBN 978-0-8488-3322-0. 884985972.
- ↑ Hall, Wayne (2010-07). «What are the policy lessons of National Alcohol Prohibition in the United States, 1920-1933?». Addiction (Abingdon, England) 105 (7): 1164–1173. doi: . ISSN 1360-0443. PMID 20331549. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/20331549/.
- ↑ Dills, Angela K.; Jacobson, Mireille; Miron, Jeffrey A. (2005-02-01). «The effect of alcohol prohibition on alcohol consumption: evidence from drunkenness arrests» (στα αγγλικά). Economics Letters 86 (2): 279–284. doi: . ISSN 0165-1765. https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0165176504002691.
- ↑ Miron, Jeffrey A.; Zwiebel, Jeffrey (1991). «Alcohol Consumption During Prohibition». The American Economic Review 81 (2): 242–247. ISSN 0002-8282. https://www.jstor.org/stable/2006862.
- ↑ «Unintended Consequences». Prohibition | Ken Burns | PBS (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 2021.
- ↑ Moore, Mark H. (1989-10-16). «Opinion | Actually, Prohibition Was a Success» (στα αγγλικά). The New York Times. ISSN 0362-4331. https://www.nytimes.com/1989/10/16/opinion/actually-prohibition-was-a-success.html. Ανακτήθηκε στις 2021-10-02.
- ↑ Internet Archive (2001). Drug war heresies. Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-79997-3.
- ↑ Blocker, Jack S. (2006-02). «Did prohibition really work? Alcohol prohibition as a public health innovation». American Journal of Public Health 96 (2): 233–243. doi: . ISSN 0090-0036. PMID 16380559. PMC 1470475. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/16380559/.
- ↑ Dills, Angela K.; Miron, Jeffrey A. (2004-08-01). «Alcohol Prohibition and Cirrhosis». American Law and Economics Review 6 (2): 285–318. doi: . ISSN 1465-7252. https://doi.org/10.1093/aler/ahh003.
- ↑ Substance Abuse Librarians and Information Specialists (SALIS), Mark H.· Gerstein, Dean R. (1981). Alcohol and public policy : beyond the shadow of prohibition. Washington, D.C. : National Academy Press. ISBN 978-0-585-11982-3.
- ↑ 19,0 19,1 Mark H.; Gerstein, Dean R. (1995). Alcohol policy and the public good. Oxford ; New York : Oxford University Press. ISBN 978-0-19-262561-8.
- ↑ Mann, Robert E.; Smart, Reginald G.; Govoni, Richard (2003). «The epidemiology of alcoholic liver disease». Alcohol Research & Health: The Journal of the National Institute on Alcohol Abuse and Alcoholism 27 (3): 209–219. ISSN 1535-7414. PMID 15535449. PMC 6668879. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/15535449/.
- ↑ Hall, Wayne (2010-07). «What are the policy lessons of National Alcohol Prohibition in the United States, 1920-1933?». Addiction (Abingdon, England) 105 (7): 1164–1173. doi: . ISSN 1360-0443. PMID 20331549. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/20331549/.
- ↑ Smith, Chris M. (2020-10-01). «Exogenous Shocks, the Criminal Elite, and Increasing Gender Inequality in Chicago Organized Crime» (στα αγγλικά). American Sociological Review 85 (5): 895–923. doi: . ISSN 0003-1224. https://doi.org/10.1177/0003122420948510.
- ↑ «Organized Crime - American Mafia». law.jrank.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 2021.
- ↑ Report on the Enforcement of the Prohibition Laws of the United States. National Commission on Law Observance and Enforcement. January 7, 1931.
- ↑ University of Connecticut Libraries, Charles Hanson (1923). The rise and fall of prohibition : the human side of what the Eighteenth amendment and the Volstead act have done to the United States. New York : Macmillan Co.
- ↑ Bodenhorn, Howard (December 2016). "Blind Tigers and Red-Tape Cocktails: Liquor Control and Homicide in Late-Nineteenth-Century South Carolina". NBER Working Paper No. 22980. doi:10.3386/w22980.
- ↑ Asbridge, Mark; Weerasinghe, Swarna (2009-03). «Homicide in Chicago from 1890 to 1930: prohibition and its impact on alcohol- and non-alcohol-related homicides». Addiction (Abingdon, England) 104 (3): 355–364. doi: . ISSN 1360-0443. PMID 19207343. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/19207343/.
- ↑ Bureau of Prohibition, Statistics Concerning Intoxicating Liquors. Washington: Government Printing Office. 1930. p. 2.
- ↑ Howard, Greg; Ornaghi, Arianna (2021). «Closing Time : The Local Equilibrium Effects of Prohibition» (στα αγγλικά). Journal of Economic History 81 (3): 792–830. doi:. https://doi.org/10.1017/S0022050721000346.
- ↑ «The Unintended Consequences of Prohibition : Negative Economic Impacts of Prohibition». wsu.edu. Washington State University. Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2020.
- ↑ Vitaliano, Donald F. (2015). «Repeal of Prohibition: A Benefit-Cost Analysis» (στα αγγλικά). Contemporary Economic Policy 33 (1): 44–55. doi: . ISSN 1465-7287.
- ↑ Poelmans, Eline; Taylor, Jason E.; Raisanen, Samuel; Holt, Andrew C. (2021). «Estimates of employment gains attributable to beer legalization in spring 1933» (στα αγγλικά). Explorations in Economic History: 101427. doi: . ISSN 0014-4983. https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S0014498321000498.
- ↑ Blocker, Jack S. (2006-02-01). «Did Prohibition Really Work? Alcohol Prohibition as a Public Health Innovation». American Journal of Public Health 96 (2): 233–243. doi: . ISSN 0090-0036. PMID 16380559. PMC PMC1470475. https://ajph.aphapublications.org/doi/10.2105/AJPH.2005.065409.
- ↑ E. E. Free (May 1930). "Where America Gets Its Booze: An Interview With Dr. James M. Doran". Popular Science Monthly. 116 (5): 147. Retrieved November 7, 2013.
- ↑ «TIME.com: Wine Bricks -- Aug. 17, 1931 -- Page 1». web.archive.org. 14 Δεκεμβρίου 2006. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Φεβρουαρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2021.
- ↑ Register, Kelsey Burnham, Special to the. «Prohibition in Wine Country». Napa Valley Register (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2021.
- ↑ Karen MacNeil. The Wine Bible. pp. 630–31.
- ↑ Lusk, Rufus S. (1932-09-01). «The Drinking Habit» (στα αγγλικά). The ANNALS of the American Academy of Political and Social Science 163 (1): 46–52. doi: . ISSN 0002-7162. https://doi.org/10.1177/000271623216300106.