Τσέτνικ
Τσέτνικ | |
---|---|
Συμμετείχε στoν B΄ Παγκόσμιο πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία. | |
Η σημαία των Τσέτνικ. Η επιγραφή γράφει: «Για τον βασιλιά και την πατρίδα, ελευθερία ή θάνατος») | |
Ενεργό | 1941-1946 |
Ιδεολογία | Μοναρχία, Εθνικισμός, Ορθοδοξία, Αντικομμουνισμός |
Ηγέτες | Ντράζα Μιχαήλοβιτς |
Τα Αποσπάσματα των Τσέτνικ του Γιουγκοσλαβικού Στρατού, επίσης γνωστά ως Γιουγκοσλαβικός Στρατός στην Πατρίδα ή Κίνημα της Ράβνα Γκόρα, κοινώς γνωστά ως Τσέτνικ (σερβοκροατικά: Četnici, Четници, σλοβενικά: Četniki), ήταν ένα Γιουγκοσλαβικό βασιλικό και Σερβικό εθνικιστικό κίνημα στη Γιουγκοσλαβία με επικεφαλής τον Ντράζα Μιχαήλοβιτς, που ήταν κατά του Άξονα στους μακροπρόθεσμους στόχους του και ενεπλάκη σε περιθωριακές αντιστασιακές δραστηριότητες για περιορισμένες περιόδους.[1] Ενεπλάκη επίσης σε τακτική ή επιλεκτική συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής σχεδόν καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου.[2] Οι Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς δεν ήταν ομοιογενές κίνημα[3]. Υιοθέτησαν μια πολιτική συνεργασίας[4][5] σε σχέση με τον Άξονα και συνεργάστηκαν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό καθιερώνοντας ένα modus vivendi ή λειτουργώντας ως «νομιμοποιημένες» βοηθητικές δυνάμεις υπό τον έλεγχο του Άξονα[6]. Με την πάροδο του χρόνου και σε διάφορα μέρη της χώρας, το κίνημα των Τσέτνικ επεκτάθηκε σταδιακά[7] σε συμφωνίες συνεργασίας: πρώτα με τις δυνάμεις Νέντιτς στην Περιοχή της Στρατιωτικής Διοίκησης της Σερβίας[8], στη συνέχεια με τους Ιταλούς στην κατεχόμενη Δαλματία και το Μαυροβούνιο, με μερικές από τις δυνάμεις των Ούστασε στη βόρεια Βοσνία και, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, και με τους Γερμανούς άμεσα[9].
Οι Τσέτνικ συμμετείχαν στην εξέγερση εναντίον των κατακτητών του Άξονα καθ 'όλη τη διάρκεια του 1941. Μετά την επιτυχία της Μάχης της Λόζνιτσα, οι Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς απελευθέρωσαν την πρώτη πόλη στην Ευρώπη από τον έλεγχο του Άξονα.[10] Μετά από αυτό οι Γερμανοί κατακτητές θέσπισαν τη συνταγή του Αδόλφου Χίτλερ για την καταστολή της αντιναζιστικής αντίστασης στην Ανατολική Ευρώπη, την αναλογία 100 ομήρων που εκτελούντο για κάθε Γερμανό στρατιώτη που σκοτωνόταν και 50 εκτελέσεων για όσους τραυματίζονταν. Τον Οκτώβριο του 1941 Γερμανοί στρατιώτες πραγματοποίησαν δύο μαζικές δολοφονικές επιχειρήσεις εναντίον Σέρβων αμάχων στο Κράλιεβο και στο Κραγκούγιεβατς, με συνολικό αριθμό των νεκρών πάνω από 4.500 πολίτες, πείθοντας τον ηγέτη των Τσέτνικ Ντράζα Μιχαήλοβιτς ότι η δολοφονία Γερμανών στρατιωτών θα οδηγούσε μόνο σε περαιτέρω περιττούς θανάτους δεκάδων χιλιάδων Σέρβων. Έτσι αποφάσισε να απολιμακώσει τις επιθέσεις των ανταρτών του και να περιμένει μια απόβαση των συμμάχων στα Βαλκάνια.[11][12][13] Ενώ η συνεργασία των Τσέτνικ έφθασε σε «εκτεταμένα και συστηματικά» επίπεδα[14], οι ίδιοι αναφέρονταν στην πολιτική συνεργασίας τους[5] ως «χρήση του εχθρού»[9]. Η καθηγήτρια Σαμπρίνα Ράμετ, ιστορικός, παρατήρησε ότι «τόσο το πολιτικό πρόγραμμα των Τσέτνικ όσο και η έκταση της συνεργασίας έχουν πλήρως και εκτεταμένα τεκμηριωθεί, για να μπορούν να βρεθούν ακόμα άνθρωποι που να πιστεύουν ότι οι Τσέτνικ έκαναν κάτι άλλο εκτός από την προσπάθεια να υλοποιήσουν ένα όραμα για ένα εθνοτικά ομοιογενές Μεγάλο Σερβικό κράτος, που σχεδίαζαν να προωθήσουν, βραχυπρόθεσμα, με μια πολιτική συνεργασίας με τις δυνάμεις του Άξονα.»[5]
Οι Τσέτνικ συμμετείχαν στις τρομοκρατικές και αντιτρομοκρατικές ενέργειες που αναπτύχθηκαν στη Γιουγκοσλαβία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Χρησιμοποίησαν τρομοκρατικές τακτικές εναντίον Κροατών σε περιοχές όπου ήταν αναμεμειγμένοι Σέρβοι και Κροάτες, εναντίον του Μουσουλμανικού πληθυσμού στη Βοσνία, την Ερζεγοβίνη και το Σαντζάκ και εναντίον των υπό τους Κομμουνιστές Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων και των υποστηρικτών τους σε όλες τις περιοχές. Αυτές οι τακτικές περιελάμβαναν δολοφονία αμάχων, πυρπόληση χωριών, καταστροφή περιουσιών και επιδείνωναν τις υφιστάμενες εθνοτικές εντάσεις μεταξύ Κροατών και Σέρβων.[15] Η χρήση τρομοκρατικών τακτικών κατά των Κροατών και των Μουσουλμάνων Βοσνίων ήταν μια απάντηση στις επιθέσεις εναντίον των Σέρβων, αλλά είχαν και κίνητρο την παραδοσιακή εχθρότητα και την πολιτική ότι οι περιοχές που προορίζονταν να ανήκουν στη Μεγάλη Σερβία έπρεπε να εκκαθαρισθούν από μη Σέρβους σύμφωνα με οδηγία του Μιχαήλοβιτς της 20ής Δεκεμβρίου 1941.[16] Η τρομοκρατία εναντίον των Κομμουνιστών Παρτιζάνων και των υποστηρικτών τους είχε ιδεολογικά κίνητρα.[17] Όσον αφορά τα κίνητρα των Τσέτνικ για συνεργασία, ο Ντέιβιντ Μπρους Μακντλονααλντ αναφέρει ότι «είναι πολύ παραπλανητικό το γεγονός ότι οι Τσέτνικ σε όλη τη διάρκεια του πολέμου συνεργάζονταν με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς για να πραγματοποιήσουν γενοκτονία Κροατών και Μουσουλμάνων».[18]
Ο αρχηγός των Τσέτνικ Ντράζα Μιχαήλοβιτς συνελήφθη στην Ανατολική Βοσνία και στις 17 Ιουλίου του 1946 εκτελέστηκε, αφού πρώτα δικάστηκε για εγκλήματα πολέμου και συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής. Η δίκη είχε αρχίσει στις 10 Ιουλίου του 1946. Η δίκη έγινε από δικαστήριο των κομμουνιστικών αρχών της μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας του Στρατάρχη Τίτο.[19][20] Το όνομα «Τσέτνικ» («Τσέτες», στα ελληνικά) χρησιμοποιήθηκε επίσης από ορισμένες ομάδες ανταρτών ενεργές σε πολέμους στα Βαλκάνια πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και από κάποιες σερβικές εθνικιστικές παραστρατιωτικές οργανώσεις σχετικές με το κίνημα κατά τη διάρκεια των πρόσφατων Γιουγκοσλαβικών πολέμων.
Ετυμολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η οργάνωση μετονομάστηκε αργότερα Γιουγκοσλαβικός Στρατός στην Πατρίδα (Југословенска војска у отаџбини / Jugoslovenska vojska u otadžbini, ЈВуО / JVuO)[21], αν και το αρχικό όνομα χρησιμοποιείτο πιο συχνά. Η λέξη «τσέτνικ» χρησιμοποιείτο για να περιγράψει το μέλος μιας βαλκανικής αντάρτικης δύναμης που λεγόταν τσέτα, που σημαίνει «ομάδα ενόπλων»[22], που προέρχεται από την τουρκική λέξη τσέτες με το ίδιο νόημα, από τη σανσκριτική λέξη τσάκρα που σημαίνει «ομάδα ενόπλων».[23] Το επίθεμα -νικ είναι σλαβικό προσωπικό επίθεμα που σημαίνει «πρόσωπο ή πράγμα που σχετίζεται με ή εμπλέκεται σε»[24].
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το αντάρτικο των Τσέτνικ (1903-18)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το κίνημα του Τσέτνικ είχε τις ρίζες του στον αγώνα απελευθέρωσης των Βαλκανίων του 19ου αιώνα κατά των Τούρκων (Οθωμανών).[25] Η «Σερβική Επιτροπή», αποτελούμενη από διανοούμενους, επιχειρηματίες και στρατιωτικούς, χρηματοδότησε αρχικά μικρές ομάδες ληστών, αυτοοργανωμένων ή συμμετεχόντων σε βουλγαρικές επαναστατικές οργανώσεις, που δραστηριοποιούντο στη Μακεδονία (ΕΜΕΟ και ΑΜΑΕ) για την προστασία των Χριστιανικών πληθυσμών από τις Οθωμανικές βιαιοπραγίες και διώξεις. Η Σερβία προσέφερε υλική υποστήριξη στην (1903)[26] και μετά την καταστολή της οι αρχές στο Βελιγράδι προσπάθησαν αλλά δεν κατάφεραν να διαπραγματευτούν με Βούλγαρους ηγέτες την αποστολή Σερβικών ένοπλων ομάδων (τσέτα) στη Μακεδονία για συνδυασμένη δράση Σερβίας-Βουλγαρίας. Η Σερβική Επιτροπή αποφάσισε να οργανώσει πλήρως τις δικές της ομάδες, οπλίζοντας και στέλνοντας τις πρώτες από αυτές από τη Σερβία στη Μακεδονία την άνοιξη του 1904.[27] Σύντομα άρχισαν εχθροπραξίες μεταξύ των Βουλγαρικών οργανώσεων και της Σερβικής Οργάνωσης των Τσέτνικ.[28] Μετά την αποτυχία της ιδέας της κοινής δράσης Σερβίας-Βουλγαρίας και τον αυξανόμενο εθνικισμό η Σερβική κυβέρνηση έθεσε υπό την αιγίδα της τις δραστηριότητες της οργάνωσης[29]. Έτσι οι Τσέτνικ συγκρούονταν ταυτόχρονα και με τους Οθωμανούς (και τις Αλβανικές άτακτες ομάδες τους) και με τις Βουλγαρικές ομάδες κατά την περίοδο 1904-08. Οι εχθροπραξίες σταμάτησαν προσωρινά μετά την Επανάσταση των Νεοτούρκων (1908).
Οι Τσέτνικ συμμετείχαν ενεργά στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) και, καθώς αποδείχθηκαν πολύτιμοι, ο Σερβικός στρατός τους χρησιμοποίησε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-18). [28] Κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο οι Τσέτνικ χρησιμοποιήθηκαν ως εμπροσθοφυλακή για να εξασθενούν τον εχθρό πριν από την προέλαση του στρατού, για επιθέσεις σε επικοινωνίες πίσω από εχθρικές γραμμές, ως χωροφυλακή και για να εγκαθιστούν τη βασική διοίκηση σε κατεχόμενες περιοχές. Στον Β΄ Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο οι Τσέτνικ συγκρούστηκαν τους Βουλγάρους. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Τσέτνικ χρησιμοποιήθηκαν κατά τον ίδιο τρόπο. Υποχώρησαν με τον στρατό το 1915 και αργότερα εστάλησαν στο Μέτωπο της Θεσσαλονίκης.[30] Στην κατεχόμενη από τη Βουλγαρία νοτιοανατολική Σερβία στα τέλη του 1916 η Ανώτατη Διοίκηση της Σερβίας οργάνωσε αποσπάσματα των Τσέτνικ για να ηγηθούν μιας εξέγερσης για την υποστήριξη μιας προγραμματισμένης Συμμαχικής επίθεσης. Έστειλαν τον βετεράνο Κόστα Πέτσανατς. Στις αρχές του 1917 η εξέγερση, που ήταν επιτυχής στην αρχή, κατεστάλη με την ενίσχυση της Αυστροουγγαρίας και ακολούθησαν αιματηρά αντίποινα στον άμαχο πληθυσμό[31][32]. Οι Τσέτνικ του Πέτσανατς χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια για δολιοφθορές και επιδρομές κατά της βουλγαρικής κατοχής και έπειτα διείσδυσαν στην κατεχόμενη από την Αυστροουγγαρία ζώνη[33].
Η περίοδος του μεσοπολέμου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη δημιουργία του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, το φιλοβουλγαρικό αίσθημα ήταν διάχυτο στη Μακεδονία του Βαρδάρη, που από την κυβέρνηση του Βελιγραδίου αναφερόταν ως Νότια Σερβία. Πάρθηκαν εκτεταμένα μέτρα για τη «σερβοποίηση» της Μακεδονίας, όπως το κλείσιμο των σχολείων της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, η αναθεώρησης σχολικών βιβλίων ιστορίας, η απομάκρυνση των «αναξιόπιστων» δασκάλων, η απαγόρευση της χρήσης της Βουλγαρικής γλώσσας[34] και η επιβολή μακροχρόνιων ποινών φυλάκισης για τους καταδικαζόμενους για αντικρατικές δραστηριότητες. Εκατοντάδες Βούλγαροι ακτιβιστές δολοφονήθηκαν και χιλιάδες συνελήφθησαν την εποχή αμέσως μετά τον πόλεμο και περίπου 50.000 στρατιώτες έδρευαν στη Μακεδονία. Ομάδες Σέρβων Τσέτνικ, μεταξύ των οποίων και η μία με επικεφαλής τον Μπαμπούνσκι, οργανώθηκαν για να τρομοκρατούν τον πληθυσμό, να σκοτώνουν τους βουλγαρόφιλους ηγέτες της αντίστασης και να στρατολογούν τον τοπικό πληθυσμό σε αναγκαστική εργασία για τον στρατό. Η αντίσταση της ΕΜΕΟ αντιμετωπίστηκε με περαιτέρω τρομοκρατία, που περιελάμβανε τη συγκρότηση, το 1922, του Συλλόγου κατά των Βούλγαρων Συμμοριτών υπό την ηγεσία των Πέτσανατς και Ιλιγια Τριφούνοβιτς-Λούνε, με έδρα το Στιπ στην ανατολική Μακεδονία. Αυτή η οργάνωση απέκτησε γρήγορα φήμη για την αδιάκριτη τρομοκρατία του λαού της Μακεδονίας. Ο Πέτσανατς και οι Τσέτνικ του δραστηριοποιούντο επίσης στην καταπολέμηση όσων αντιστέκονταν στον εποικισμό του Κοσσυφοπεδίου με Σέρβους και Μαυροβούνιους.[35]
.
Το κίνημα των Τσέτνικ λειτουργούσε επίσης ως πολιτική οργάνωση κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, αρχικά ως «Ένωση των Τσέτνικ για την Ελευθερία και την Τιμή της Πατρίδας» (Удружење Четника за слободу и част Отаџбине / Udruženje Četnika za slobodu i čast Otadžbine), μια οργάνωση βετεράνων Τσέτνικ, που ιδρύθηκε στο Βελιγράδι το 1921. Στόχος της οργάνωσης ήταν να προβάλει την ιστορία των Τσέτνικ, να διαδώσει τις ιδέες τους και να φροντίσει τα ανάπηρα μέλη τους και τους χήρους και τα ορφανά των νεκρών Τσέτνικ. Αρχικά η οργάνωση ευθυγραμμίστηκε με το Δημοκρατικό Κόμμα, αλλά η αυξανόμενη επιρροή του Λαϊκού Ριζοσπαστικού Κόμματος οδήγησε σε διάσπαση της οργάνωσης το 1924.[36]
Τα προσκείμενα στο Ριζοσπαστικό Κόμμα, θιασώτες της Μεγάλης Σερβίας, μέλη της οργάνωσης σχημάτισαν δύο νέες οργανώσεις, την «Ένωση Σέρβων Τσέτνικ για τον Βασιλιά και την Πατρίδα» (Удружење српских четника за Краља и Отаџбину / Udruženje srpskih četnika za Kralja i Otadžbinu) υπό την ηγεσία του Πούνισα Ράτσιτς και την «Ένωση Σέρβων Τσέτνικ «Πέταρ Μρκόνιτς» (Удружење српских четника Петар Мркоњић / Udruženje srpskih četnika Petar Mrkonjić). Περίπου ένα χρόνο αργότερα οι δύο αυτές οργανώσεις συγχωνεύθηκαν ως «Ένωση Σέρβων Τσέτνικ «Πέταρ Μρκόνιτς» για τον Βασιλιά και την Πατρίδα» με τον Ράτσιτς να πρόεδρο εν μέσω πολλών διαφωνιών μέχρι το 1928, όταν η οργάνωση έπαυσε να λειτουργεί. Μετά την επιβολή της βασιλικής δικτατορίας από τον Βασιλιά Αλέξανδρο το 1929, η ένωση «Πέταρ Μρκόνιτς» διαλύθηκε και οι πρώην διαφωνούντες εντάχθηκαν στην αρχική «Ένωση των Τσέτνικ για την Ελευθερία και την Τιμή της Πατρίδας»[37].
Το 1929 πρόεδρος της οργάνωσης έγινε ο Τριφούνοβιτς-Μπίρτσανιν, που υπηρέτησε μέχρι το 1932, όταν αντικαταστάθηκε από τον Πέτσανατς που συνέχισε να ηγείται της οργάνωσης μέχρι τη Γερμανική εισβολή στη Γιουγκοσλαβία τον Απρίλιο του 1941.[37][38] Το 1932 η οργάνωση των Τσέτνικ ίδρυσε παραρτήματα στη Δαλματία και τη Σλαβονία και το 1934 Σέρβοι φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Ζάγκρεμπ εξέδωσαν ένα ενημερωτικό δελτίο των Τσέτνικ. Αυτή η επέκταση, αυτού που παρέμενε ένα «εθνικιστικό-σοβινιστικό» κίνημα, έξω από τη Σερβία ήταν μια ανησυχητική εξέλιξη.[39] Το αποτέλεσμα της κίνησης του Πέτσανατς να ανοίξει την Ένωση των Τσέτνικ σε νέα νεαρότερα μέλη που δεν είχαν υπηρετήσει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν, τη δεκαετία του 1930, να μεταβάλει την οργάνωση από μια εθνικιστική ένωση βετεράνων εστιασμένη στην προστασία των δικαιωμάτων τους, σε μια επιθετική επαναστατική Σερβική πολιτική οργάνωση, που έφτασε τα 500.000 μέλη σε όλη τη Γιουγκοσλαβία.[40] Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Πέτσανατς σχημάτισε στενούς δεσμούς με την ακροδεξιά κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβικής Ριζοσπαστικής Ένωσης του Μίλαν Στογιαντίνοβιτς.[41] Ο Τριφούνοβιτς-Μπίρτσανιν και άλλοι που ήταν δυσαρεστημένοι με την επιθετική μεταστροφή της οργάνωσης και την απομάκρυνσή της από τα παραδοσιακά ιδανικά των Τσέτνικ δημιούργησαν τον «Σύλλογο των Παλαιών Τσέτνικ» ως αντίπαλη οργάνωση, που όμως ποτέ δεν ανταγωνίστηκε την οργάνωση με επικεφαλής τον Πέτσανατς.[37]
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δημιουργία και ιδεολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί, Ιταλοί και Ούγγροι εισέβαλαν στη Γιουγκοσλαβία οδηγώντας στην ταχεία κατάρρευση του Γιουγκοσλαβικού κράτους και την παράδοση του Γιουγκοσλαβικού στρατού. Πολλές Σερβικές μονάδες αρνήθηκαν να παραδοθούν και κατέφυγαν στους λόφους. Μετά την εισβολή οι Τσέτνικ ήταν το πρώτο από τα δύο κινήματα αντίστασης που ιδρύθηκαν[42]. Ο προπολεμικός ηγέτης τους Πέτσανατς σύντομα ήρθε σε συμφωνία με το δωσιλογικό καθεστώς του Nέντιτας στην Περιοχή της Στρατιωτικής Διοίκησης της Σερβίας. Ο συνταγματάρχης Ντράζα Μιχαήλοβιτς, που «ήθελε να αντισταθεί στις δυνάμεις κατοχής», εγκατέστησε την έδρα του στη Ράβνα Γκόρα και ονόμασε την ομάδα του «Το Κίνημα της Ράβνα Γκόρα» προκειμένου να το διακρίνεται από τους Τσέτνικ τους Πέτσανατς και άλλους αυτοαποκαλούμενους Τσέτνικ, που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς.[25] Όμως, καθώς οι άλλες ομάδες των Τσέτνικ ενεργούσαν ως συμπληρώματα της κατοχής, η λέξη «Τσέτνικ» συσχετίστηκε με τις δυνάμεις του Μιχαήλοβιτς.
Η ομάδα του Μιχαήλοβιτς ονομάστηκε επίσης «Αποσπάσματα Τσέτνικ του Γιουγκοσλαβικού Στρατού» (Четнички одреди југословенске војске / Četnički odredi jugoslovenske vojske)[43], παρόλο που «Το Κίνημα της Ράβνα Γκόρα» (Равногорски покрет/ Ravnogorski pokret) ήταν και είναι ακόμη σε χρήση για την αναφορά στους Τσέτνικ.[44] Το κίνημα επρόκειτο αργότερα να μετονομασθεί «Γιουγκοσλαβικός Στρατός στην Πατρίδα»[45][46], αν και το αρχικό όνομα του κινήματος παρέμεινε το πιο συνηθισμένο σε χρήση καθ 'όλη τη διάρκεια του πολέμου, ακόμη και μεταξύ των ίδιων των Τσέτνικ. Αυτές οι δυνάμεις γενικά αναφέρονται ως «Τσέτνικ» σε ολόκληρο τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρόλο που το όνομα χρησιμοποιήθηκε και από άλλες μικρότερες ομάδες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των Πέτσανατς, Νέντιτς και Ντιμίτριε Λιότιτς[25]. Τον Ιούνιο του 1941, μετά την έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, οι υπό κομμουνιστική ηγεσία Παρτιζάνοι του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο οργάνωσαν μια εξέγερση και, από τον Ιούνιο έως τον Νοέμβριο του 1941, οι Τσέτνικ και οι Παρτιζάνοι συνεργάστηκαν σε μεγάλο βαθμό στις δραστηριότητές τους κατά του Αξονα.
Το καλοκαίρι του 1941 το Κίνημα της Ράβνα Γκόρα είχε προσελκύσει έναν μικρό αριθμό Σέρβων διανοουμένων που ανέπτυξαν μια πολιτική ιδεολογία για τους Chetniks. Ο Στέβαν Μόλιεβιτς πίστευε ότι οι Σέρβοι δεν έπρεπε να επαναλάβουν τα λάθη του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου παραλείποντας να ορίσουν τα σύνορα της Σερβίας και πρότεινε στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Σέρβοι να αναλάβουν τον έλεγχο όλων των εδαφών που διεκδικούσαν και από αυτή τη θέση να διαπραγματευτούν τη μορφή μιας ομοσπονδιακά οργανωμένης Γιουγκοσλαβίας. Αυτό το σχέδιο απαιτούσε τη μετεγκατάσταση των μη Σέρβων από τα εδάφη τα ελεγχόμενα από τη Σερβία και άλλες μετακινήσεις πληθυσμών [47][48]. Παρουσίασε μια διακήρυξη, Η Ομοιογενής Σερβίας, στο οποίο διατύπωσε αυτές τις απόψεις.[49] Ο Μόλιεβιτς πρότεινε η Μεγάλη Σερβία να αποτελείται από το 65-70% του συνόλου της Γιουγκοσλαβικής επικράτειας και του πληθυσμού. Βάσιζε το σχέδιό του στην απέλαση του μη Σερβικού πληθυσμού διαφόρων περιοχών και στις ανταλλαγές πληθυσμών, αλλά χωρίς αριθμούς[50]. Ο Μιχαήλοβιτς διόρισε τον Μόλιεβιτς στην Κεντρική Εθνική Επιτροπή του κινήματος των Τσέτνικ τον Αύγουστο του 1941. [51] Οι προτάσεις του Μόλιεβιτς ήταν πολύ παρόμοιες με εκείνες που διατυπώθηκαν αργότερα από την Επιτροπή Τσέτνικ του Βελιγραδίου και παρουσιάστηκαν στην Εξόριστη Κυβέρνηση τον Σεπτέμβριο του 1941, στην οποία οι Τσέτνικ εξέθεσαν συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με τις μετατοπίσεις πληθυσμού[52]
Τον Μάρτιο του 1942 η Μεραρχία Ντίναρα των Τσέτνικ εξέδωσε ένα πρόγραμμα που πρότεινε μια Μεγάλη Σερβία με διάδρομο μεταξύ της Ερζεγοβίνης, της Βόρειας Δαλματίας, της Βοσνίας και της Λίκας μέχρι τη Σλοβενία και την εκκαθάριση αυτών των περιοχών από μη Σερβικούς πληθυσμούς. Αυτό έγινε αποδεκτό ένα μήνα αργότερα από τους στρατιωτικούς ηγέτες αυτών των περιοχών. Αυτό το έγγραφο συνέχιζε με πρόσθετες διατυπώσεις στρατηγικής, συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας με τις Ιταλικές δυνάμεις ως modus vivendi και του σχηματισμού Κροατικών μονάδων Τσέτνικ στο πλαίσιο του συνεχιζόμενου αγώνα κατά των Παρτιζάνων, των Ούστασε και των συμμάχων τους Ντόμομπραν. Πρότεινε ακόμη την ευνοϊκή μεταχείριση του Μουσουλμανικού πληθυσμού για να αποτρέψει τη συμμετοχή του στις δυνάμεις των Παρτιζάνων και σημείωνε ότι με τους Βόσνιους Μουσουλμάνους θα μπορούσαν να ασχοληθούν αργότερα[53]. Τον Αύγουστο του 1942 το Απόσπασμα Λιμ-Σαντζάκ ήταν η μεγαλύτερη και ανώτερη στρατιωτική μονάδα των Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς.
Το φθινόπωρο του 1942 διατυπώθηκε ένα πρόγραμμα σε Διάσκεψη Νεαρών Τσέτνικ διανοουμένων του Μαυροβουνίου, που πρότεινε επίσης μια ενοποιημένη Γιουγκοσλαβία αποτελούμενη μόνο από Σέρβους, Κροάτες και Σλοβένους, τον αποκλεισμό των άλλων εθνοτικών ομάδων, που έπρεπε να ελεγχθεί από τις δυνάμεις των Τσέτνικ με την υποστήριξη του βασιλιά, καθώς και αγροτικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, εθνικοποίηση των τραπεζών και του χονδρικού εμπορίου και έντονη προπαγάνδα για την προώθηση της ιδεολογίας τους[53]. Ο Μιχαήλοβιτς δεν ήταν παρών, αλλά εκπροσωπήθηκε από τους υποδιοικητές του Οστογιτς, Λάσιτς και Τζούρισιτς,[53] που διαδραμάτισε τον κυρίαρχο ρόλο σε αυτή τη διάσκεψη.[54]
Ένα εγχειρίδιο που εκπόνησαν οι στρατιωτικοί ηγέτες των Τσέτνικ στα τέλη του 1942 περιγράφει λεπτομερώς μια προσέγγιση τριών σταδίων και τη στρατιωτική δομή που θα χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου[55]. Το εγχειρίδιο υποστήριζε ότι τόσο οι Σέρβοι όσο και οι Κροάτες ήταν πολιτικά θύματα κατά την περίοδο μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων και τη μη αποδεικνυόμενη άποψη ότι στη Σερβία και ιδιαίτερα στο Βελιγράδι οι Κροάτες κατείχαν την κυριαρχία στην κυβέρνηση. Εξαιρουμένων των Ούστασε οι Κροάτες δεν θεωρούντο εχθροί των Σέρβων και επιδιώκετο η ενσωμάτωση των Κροατικών δυνάμεων υπό την ηγεσία των Τσέτνικ. Οι Ούστασε, από την άλλη πλευρά, επρόκειτο να εκτελεστούν με συνοπτικές διαδικασίες.[56]
Το ζήτημα της μετακίνησης των πληθυσμών και της θρησκευτικής μεταστροφής των Κροατών έπρεπε να παραμείνει στην άκρη έως ότου οι Σέρβοι αναλάβουν την εξουσία στη Γιουγκοσλαβία[53]. Η εκδίκηση ενσωματώθηκε στο εγχειρίδιο των Τσέτνικ ως «... ιερό καθήκον του Σερβικού λαού ενάντια σε εκείνους που τους είχαν αδικήσει κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής».[57]
Αρχικές δραστηριότητες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μερικοί ηγέτες των Τσέτνικ διεξήγαγαν αρχικά μια σειρά ενεργειών εναντίον δυνάμεων του Άξονα από κοινού με τους Παρτιζάνους. Στις 19 Σεπτεμβρίου 1941 ο Τίτο και ο Μιχαήλοβιτς συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο Στρούγκανικ, όπου ο Τίτο προσέφερε στον Μιχαήλοβιτς τη θέση του αρχηγού του επιτελείου με αντάλλαγμα τη συγχώνευση των μονάδων τους. Ο Μιχαήλοβιτς αρνήθηκε να επιτεθεί στους Γερμανούς, φοβούμενος τα αντίποινα, αλλά υποσχέθηκε να μην επιτεθεί στους Παρτιζάνους[58]. Σύμφωνα με τον Μιχαήλοβιτς ο λόγος ήταν ανθρωπιστικός: η πρόληψη των γερμανικών αντιποίνων κατά των Σέρβων με την ανακοινωμένη αναλογία 100 αμάχων για κάθε σκοτωμένο Γερμανό στρατιώτη και 50 για κάθε τραυματία[59]. Στις 20 Οκτωβρίου ο Τίτο πρότεινε ένα πρόγραμμα 12 σημείων στον Μιχαήλοβιτς ως βάση συνεργασίας. Έξι μέρες αργότερα ο Τίτο και ο Μιχαήλοβιτς συναντήθηκαν στην έδρα του δεύτερου, όπου εκείνος απέρριψε τα βασικά σημεία της πρότασης του Τίτο, συμπεριλαμβανομένης της ίδρυσης κοινών αρχηγείων, κοινών στρατιωτικών δράσεων ενάντια στους Γερμανούς και τους σχηματισμούς δωσίλογων, της δημιουργίας κοινού επιτελείου για τον εφοδιασμό των στρατευμάτων τους και του σχηματισμού εθνικών απελευθερωτικών επιτροπών.[58] Στα τέλη Οκτωβρίου ο Μιχαήλοβιτς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Παρτιζάνοι μάλλον παρά οι δυνάμεις του Άξονα ήταν οι κύριοι εχθροί των Τσέτνικ[60].
Στις 2 Νοεμβρίου οι Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς επιτέθηκαν στην έδρα των Παρτιζάνων στο Ούζιτσε. Η επίθεση αποκρούστηκε και την επόμενη ημέρα ακολούθησε αντεπίθεση, οι Τσέτνικ έχασαν 1.000 άνδρες σε αυτές τις δύο μάχες και μεγάλο αριθμό όπλων. Στις 18 Νοεμβρίου ο Μιχαήλοβιτς δέχτηκε πρόταση εκεχειρίας από τον Τίτο, αν και οι προσπάθειες για την καθιέρωση ενός κοινού μετώπου απέτυχαν[61]. Τον ίδιο μήνα, η Κρετανική κυβέρνηση, κατόπιν αιτήματος της Γιουγκοσλαβικής εξόριστης κυβέρνησης, πίεσε τον Τίτο να κάνει τον Μιχαήλοβιτς αρχηγό των αντιστασιακών στη Γιουγκοσλαβία, αλλά αυτός αρνήθηκε[62].
Οι εκεχειρίες Παρτιζάνων-Τσέτνικ παραβιάστηκαν επανειλημμένα από τους δεύτερους, πρώτα με τη δολοφονία ενός τοπικού αρχηγού των Παρτιζάνων τον Οκτώβριο και αργότερα, με εντολές του επιτελείου του Μιχαήλοβιτς, με τη σφαγή 30 υποστηρικτών των Παρτιζάνων, κυρίως κοριτσιών και τραυματιών, τον Νοέμβριο. Παρ 'όλα αυτά οι Τσέτνικ και οι Παρτιζάνοι στην ανατολική Βοσνία συνέχισαν να συνεργάζονται για κάποιο διάστημα.[62]
Τον Δεκέμβριο του 1941 η Γιουγκοσλαβική εξόριστη κυβέρνηση στο Λονδίνο υπό τον Βασιλιά Πέτρο Β΄ προήγαγε το Μιχαήλοβιτς σε Γενικό Ταξίαρχο και τον ονόμασε διοικητή του Γιουγκοσλαβικού Στρατού Εσωτερικού. Μέχρι εκείνη την εποχή ο Μιχαήλοβιτς είχε δημιουργήσει φιλικές σχέσεις με τον Νέντιτς και την Κυβέρνησή του Εθνικής Σωτηρίας και τους Γερμανούς, από τους οποίους ζήτησε οπλισμό για να πολεμήσει τους Παρτιζάνες. Αυτό απορρίφθηκε από τον Στρατηγό Φραντς Μπέμε, που δήλωσε ότι μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μόνοι τους τους Παρτιζάνους και ζήτησε την παράδοση του Μιχαήλοβιτς[63].
Οι Γερμανοί εξαπέλυσαν επίθεση στις δυνάμεις του Μιχαήλοβιτς στη Ράβνα Γκόρα και κατάφεραν να εκδιώξουν τους Τσέτνικ από την Περιοχή της Στρατιωτικής Διοίκησης της Σερβίας. Το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους υποχώρησε στην ανατολική Βοσνία και στο Σαντζάκ και το κέντρο της δραστηριότητάς τους μεταφέρθηκε στο Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας[64]. Ο Βρετανικός σύνδεσμος του Μιχαήλοβιτς συμβούλεψε τη Συμμαχική διοίκηση να σταματήσει να εφοδιάζει τους Τσέτνικ μετά τις επιθέσεις τους κατά των Παρτιζάνων στη Γερμανική επίθεση κατά του Ούζιτσε, αλλά η Βρετανία συνέχισε.[65]
Επιχειρήσεις με τον Αξονα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Απρίλιο του 1942 οι Κομμουνιστές στη Βοσνία ίδρυσαν δύο Τάγματα κατά των Τσέτνικ (Γκρμετς και Κόζαρα) που αποτελούντο από 1.200 άριστους στρατιώτες Σερβικής εθνότητας για να αγωνιστούν εναντίον των Τσέτνικ. Αργότερα κατά τη διάρκεια του πολέμου οι Σύμμαχοι εξέτασαν σοβαρά μια εισβολή στα Βαλκάνια, έτσι αυξήθηκε η στρατηγική σημασία των αντιστασιακών κινημάτων της Γιουγκοσλαβικής αντίστασης και υπήρξε ανάγκη να καθοριστεί ποια από τις δύο παρατάξεις πολεμούσε τους Γερμανούς. Ορισμένοι πράκτορες των Επιχειρήσεων Ειδικών Αποστολών (SOE) απεστάλησαν στη Γιουγκοσλαβία για να προσδιορίσουν τα πραγματικά περιστατικά. Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί, έχοντας επίσης επίγνωση της αυξανόμενης σημασίας της Γιουγκοσλαβίας, αποφάσισαν να εξαλείψουν τους Παρτιζάνους με αποφασιστικές επιθέσεις. Οι Τσέτνικ τότε συμφώνησαν να υποστηρίξουν τις γερμανικές επιχειρήσεις και με τη σειρά τους έλαβαν εφόδια και πυρομαχικά για να αυξήσουν την αποτελεσματικότητά τους.
Η πρώτη από αυτές τις μεγάλες επιθέσεις κατά των Παρτιζάνων ήταν η Fall Weiss, γνωστή και ως Μάχη του Νερέτβα. Οι Τσέτνικ συμμετείχαν με μια σημαντική δύναμη 20.000 δυνάμεων, παρέχοντας βοήθεια στη γερμανική και την ιταλική περικύκλωση από τα ανατολικά (την όχθη του ποταμού Νερέτβα). Ωστόσο οι Παρτιζάνοι του Τίτο κατάφεραν να διασπάσουν την περικύκλωση, να διασχίσουν τον ποταμό και να πλήξουν με τους Τσέτνικ. Η σύγκρουση είχε ως αποτέλεσμα μια σχεδόν συνολική νίκη των Παρτιζάνων, μετά την οποία οι Τσέτνικ ήταν σχεδόν εντελώς ανύπαρκτοι στην περιοχή δυτικά του ποταμού Δρίνου. Οι Παρτιζάνοι συνέχισαν και αργότερα απέφυγαν και πάλι τους Γερμανούς στη Μάχη της Σουτιέσκα. Εν τω μεταξύ οι Σύμμαχοι σταμάτησαν να προγραμματίζουν μια εισβολή στα Βαλκάνια και τελικά αφαίρεσαν την υποστήριξή τους προς τους Τσέτνικ και αντ 'αυτού εφοδίαζαν τους Παρτιζάνους. Στη Διάσκεψη της Τεχεράνης το 1943 και σε εκείνη της Γιάλτας το 1945 ο Σοβιετικός ηγέτης Ιωσήφ Στάλιν και ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ αποφάσισαν να μοιραστούν εξ ίσου την επιρροή τους στη Γιουγκοσλαβία.
Σύνθεση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Τσέτνικ αποτελούντο σχεδόν αποκλειστικά από Σέρβους[66] και ήταν συγκροτημένοι σε «τοπικές μονάδες άμυνας, ληστρικές ομάδες Σέρβων χωρικών, βοηθητικών αντιπαρτιζανικών σωμάτων, βίαια επιστρατευμένων αγροτών αγρότες και ένοπλων προσφύγων»[67]. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ορθόδοξων ιερέων υποστήριξε τους Τσέτνικ και μερικοί από αυτούς, όπως οι Mόμτσιλο Τζούγιτς και Σάβο Μπόζιτς, έγιναν διοικητές.[68] Μερικοί Κροάτες στην κεντρική Δαλματία και το Πριμόριε υποστήριξαν τον Μιχαήλοβιτς, αλλά η ομάδα τους ήταν πολύ μικρή για να έχει οποιαδήποτε πολιτική ή στρατιωτική σημασία. Τον υποστήριξαν επίσης ορισμένοι Μουσουλμάνοι του Σαντζάκ και της Βοσνίας.[69] Στη Σλοβενία ο Ταγματάρχης Κάρλο Νόβακ ηγήθηκε μιας μικρής ομάδας υπέρ του Μιχαήλοβιτς, που δεν έπαιξε ποτέ σημαντικό ρόλο.[70] Ένας αριθμός Εβραίων εντάχθηκε στους Τσέτνικ,,[71] αλλά αργότερα αυτομόλησαν στους Παρτιζάνους[72]. Οι Τσέτνικ αντιμετώπιζαν τις γυναίκες με τα κυρίαρχα πρότυπα στα Βαλκάνια της εποχής, περιορίζοντας τες στα παραδοσιακά καθήκοντά τους.[73]
Υπήρχε μακρόχρονη αμοιβαία εχθρότητα μεταξύ Μουσουλμάνων και Σέρβων σε όλη τη Βοσνία.[74] Λόγω των μαζικών φρικαλεοτήτων που διαπράχθηκαν κατά των μη Σέρβων στα τέλη της άνοιξης του 1941 στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη και σε άλλες εθνοτικά ανομοιογενείς περιοχές και λόγω του στιγματισμού των Μουσουλμάνων, ιδιαίτερα εκείνων της ανατολικής Βοσνίας ως «Τούρκων» και «συντρόφων των Ούστασε», λίγοι Μουσουλμάνοι εντάχθηκαν στους Τσέτνικ.[75] Στα τέλη του 1942 ο ηγέτης των Μουσουλμάνων της Ερζεγοβίνης Ισμετ Πόποβατς έλαβε βοήθεια από τους Ιταλούς και σχημάτισε μια Ιταλική Αντικομμουνιστική Εθελοντική Πολιτοφυλακή (MVAC). Στις αρχές του 1943 η πολιτοφυλακή του Πόποβατς με περίπου 800 μαχητές συνεργάστηκε με τους Τσέτνικ εναντίον των Παρτιζάνων κατά τη διάρκεια της Fall Weiss. Λίγο αργότερα ο Πόποβατς δολοφονήθηκε.[76][77]
Το 1943 οι Τσέτνικ μετρίασαν σε κάποιο βαθμό την πολιτική τους έναντι των Μουσουλμάνων, προκειμένου να μπορέσουν να τους στρατολογήσουν στις τάξεις τους. Με παρότρυνση του Ζαχάριε Οστογιτς, στις 25 Μαρτίου 1943, ο Μιχαήλοβιτς όρισε τον Φεχίμ Μουσάκαντιτς διοικητή όλων των Μουσουλμανικών μονάδων των Τσέτνικ, ελπίζοντας ότι ο διορισμός του θα ενθαρρύνει τους Μουσουλμάνους να σχηματίσουν μονάδες Τσέτνικ[78]. Στα τέλη του 1943 οι Μουσουλμάνοι αποτελούσαν μέχρι και το 8% των δυνάμεων του Μιχαήλοβιτς, περίπου 4.000 [75][79] Ένας άλλος εξέχων Μουσουλμάνος υποστηρικτής του Μιχαήλοβιτς ήταν ο Μουσταφά Μούλαλιτς, που ήταν αντιπρόσωπος του Εθνικού Γιουγκοσλαβικού Κόμματος στο προπολεμικό κοινοβούλιο της Γιουγκοσλαβίας. Τον Ιανουάριο του 1944, στο Κογκρέσο του Μπα, ο Μούλαλιτς διορίστηκε αντιπρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής των Τσέτνικ. Στα τέλη του 1944 οι Τσέτνικ οργάνωσαν ένα Μουσουλμανικό σώμα τους στη βορειοανατολική Βοσνία.[80]
Τον Νοέμβριο του 1941 ο Ταγματάρχης Κάρλο Νόβακ, που είχε αρχικά διοριστεί αρχηγός του επιτελείου των Σλοβένων Τσέτνικ, έγινε διοικητής όταν ο αρχικός αντιπρόσωπος του Μιχαήλοβιτς, Συνταγματάρχης Γιάκομπ Αβτσιτς, αυτομόλησε στους Παρτιζάνους.[81] Στη Σλοβενία η αντικομμουνιστική αντίσταση κυριαρχείτο περισσότερο από τη Σλοβενική Συμμαχία υπό την ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος της Σλοβενίας, παρά από τους Τσέτνικ και παρόλο που η Σλοβενική Συμμαχία θεωρητικά ήταν πιστή στην εξόριστη κυβέρνηση μέσω του Μιχαήλοβιτς ως Αρχηγού του Επιτελείου του Γιουγκοσλαβικού Στρατού στην Πατρίδα, στην πραγματικότητα ήταν εντελώς ανεξάρτητη από τη διοικησή του. Η Σλοβενική Συμμαχία συνεργάστηκε με τους Ιταλούς «νομιμοποιημένη» ως μονάδα της MVAC[82]. Εν μέρει λογω της κυριαρχίας και της επιρροής της Σλοβενικής Συμμαχίας ο Νόβακ δεν μπόρεσε να προσελκύσει πολλούς οπαδούς και στο αποκορύφωμά τους οι Σλοβένοι Τσέτνικ δεν αριθμούσαν περισσότερους από 300-400 μαχητές. Ο Νόβακ έλαβε έμμεσα από τους Ιταλούς κάποια όπλα και πυρομαχικά. Τον Σεπτέμβριο του 1943 στο χωριό Γκρτσάριτσε, 50 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Λιουμπλιάνας, η κύρια δύναμή τους περίπου 200 μαχητών εξοντώθηκε από τους Παρτιζάνους. Ο Νόβακ διέφυγε στην Ιταλία όπου παρέμεινε για το υπόλοιπο του πολέμου.[83] Στα μέσα του 1944 ο Συνταγματάρχης Ιβαν Πρέζελι, που είχε διοριστεί εκπρόσωπος του Μιχαήλοβιτς στη Σλοβενία μετά τη διαφυγή του Νόβακ στην Ιταλία, επανίδρυσε σύντομα πολλά Σλοβενικά αποσπάσματα Τσέτνικ. Ένα από αυτά, που έδρασε στην Κάτω Στυρία με επικεφαλής τον Γιόζε Μέλαχερ, κατόρθωσε να επιβιώσει μέχρι το τέλος του πολέμου.[84]
Αρχικά στους Τσέτνικ υπηρετούσαν πολλοί Εβραίοι, αρκετοί από τους οποίους ήταν πρώην φυλακισμένοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, και υπήρχε μια Εβραϊκή Πατριωτική Ταξιαρχία. Ένας Εβραίος υπηρέτησε ως υπασπιστής του Μιχαήλοβιτς και είχε τη δική του εφημερίδα ονόματι Ζίντοβ.[85] Εβραίοι συμμετείχαν στους Τσέτνικ κατά τους πρώτους μήνες της κατοχής της Γιουγκοσλαβίας, αλλά καθώς η αντίσταση των Τσέτνικ μεταστράφηκε σε συνεργασία, οι Εβραίοι εγκατέλειψαν τους Τσέτνικ υπέρ των Παρτιζάνων και στις 2 Ιανουαρίου 1943 μια διαταγή του Μιχαήλοβιτς ανέφερε: «Οι παρτιζάνικες μονάδες είναι ένα συνονθύλευμα παλιανθρώπων, όπως οι Ούστασε, οι πιο αιμοδιψείς εχθροί του Σερβικού λαού, οι Εβραίοι, οι Τούρκοι, οι Κροάτες, οι Δαλματοί, οι Βούλγαροι, οι Ούγγροι και όλα τα άλλα έθνη του κόσμου».[72] Οι πολιτικές των Τσέτνικ δεν επέτρεπσν στις γυναίκες να αναλαμβάνουν σημαντικούς ρόλους.[73] Καμία γυναίκα δεν συμμετείχε σε μάχιμες μονάδες και περιορίζονταν σε νοσηλευτικό έργο και περιστασιακή σε υπηρεσίες πληροφοριών. Η κατώτερη θέση των αγροτισσών στις περιοχές της Γιουγκοσλαβίας, όπου οι Τσέτνικ ήταν ισχυρότεροι, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και να τους ωφελήσει από στρατιωτικούς, πολιτικούς και ψυχολογικούς όρους. Η μεταχείριση των γυναικών ήταν μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των Τσέτνικ και των Παρτιζάνων[86] και η προπαγάνδα των Τσέτνικ δυσφημούσε τον ρόλο των γυναικών στους Παρτιζάνους[73].
Συνεργασία με τον Αξονα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Καθ 'όλη τη διάρκεια του πολέμου το κίνημα των Τσέτνικ παρέμεινε ως επί το πλείστον ανενεργό εναντίον των δυνάμεων κατοχής και όλο και περισσότερο συνεργαζόταν με τον Άξονα, χάνοντας τελικά τη διεθνή του αναγνώριση ως Γιουγκοσλαβική αντιστασιακή δύναμη.[64][87][88] Μετά από μια σύντομη αρχική περίοδο συνεργασίας οι Παρτιζάνοι και οι Τσέτνικ άρχισαν γρήγορα να πολεμούν μεταξύ τους. Σταδιακά οι Τσέτνικ κατέληξαν να πολεμούν πρωτίστως τους Παρτιζάνους αντί των δυνάμεων κατοχής και άρχισαν να συνεργάζονται με τον Άξονα σε μια προσπάθεια να εξοντώσουν τους Παρτιζάνους, λαμβάνοντας όλο και μεγαλύτερες ποσότητες υλικοτεχνικής βοήθειας. Ο Μιχαήλοβιτς παραδέχτηκε σε Βρετανό συνταγματάρχη ότι οι κυριότεροι εχθροί των Τσέτνικ ήταν «οι Παρτιζάνοι, οι Ούστασε, οι Μουσουλμάνοι, οι Κροάτες και τελευταίοι οι Γερμανοί και οι Ιταλοί» [με αυτή τη σειρά].[89]
Στην αρχή της σύγκρουσης οι δυνάμεις των Τσέτνικ ήταν απλώς σχετικά ανενεργές απέναντι στην κατοχή και είχαν επαφές και διαπραγματεύσεις με τους Παρτιζάνους. Αυτό άλλαξε όταν οι συνομιλίες κατέρρευσαν και προχώρησαν στην επίθεση κατά των τελευταίων (που πολεμούσαν ενεργά τους Γερμανούς), ενώ συνέχιζαν να συγκρούονται με τον Άξονα μόνο σε μικρές αψιμαχίες. Οι επιθέσεις κατά των Γερμανών προκαλούσαν σφοδρά αντίποινα και οι Τσέτνικ άρχισαν όλο και περισσότερο να διαπραγματεύονται μαζί τους. Οι διαπραγματεύσεις με τους κατακτητές ενισχύθηκαν από τον αμοιβαίο στόχο των δύο πλευρών να εξοντώσουν τους Παρτιζάνους. Αυτή η συνεργασία πρωτοεμφανίστηκε κατά τις επιχειρήσεις στην Παρτιζάνικη Δημοκρατία του Ούζιτσε, όπου οι Τσέτνικ συμμετείχαν στη γενική επίθεση του Άξονα.[87]
Συνεργασία με τους Ιταλούς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η συνεργασία των Τσέτνικ με τις κατοχικές δυνάμεις της φασιστικής Ιταλίας πραγματοποιήθηκε σε τρεις κυρίως περιοχές: στην κατεχόμενη από την Ιταλία (και προσαρτημένη σε αυτή) Δαλματία, στο Ιταλικό κράτος-μαριονέτα του Μαυροβουνίου. και στην προσαρτημένη στην Ιταλία και αργότερα κατεχόμενη από τη Γερμανία Επαρχία της Λιουμπλιάνας στη Σλοβενία. Ευρύτερη ήταν η συνεργασία στη Δαλματία και σε τμήματα της Βοσνίας. Η ρήξη μεταξύ των Παρτιζάνων και των Τσέτνικ πραγματοποιήθηκε νωρίτερα στις περιοχές αυτές[87].
Οι Παρτιζάνοι θεωρούσαν όλες τις κατοχικές δυνάμεις ως τον «φασιστικό εχθρό», ενώ οι Τσέτνικ μισούσαν τους Ούστασε, αλλά ήταν απρόθυμοι να πολεμήσουν τους Ιταλούς και είχαν προσεγγίσει από τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1941 για βοήθεια το Ιταλικό VI Σώμα Στρατού (Διοικητής Στρατηγός Ρέντσο Νταλμάτσο), μέσω ενός Σέρβου πολιτικού από τη Λίκα, του Στέβο Ραντένοβιτς. Συγκεκριμένα οι βοεβόδες («ηγέτες») Τσέτνικ Τριφούνοβιτς-Μπίρτσανιν και Γέβντεβιτς ήταν ευνοϊκά προσκείμενοι στους Ιταλούς, πιστεύοντας ότι η Ιταλική κατοχή σε όλη τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη θα ήταν επιζήμια για την επιρροή του κράτους των Ούστασε.[εκκρεμεί παραπομπή]
Για τον λόγο αυτό επιδίωξαν συμμαχία με τις Ιταλικές κατοχικές δυνάμεις στη Γιουγκοσλαβία. Οι Ιταλοί (ιδιαίτερα ο Στρατηγός Νταλμάτσο) έβλεπαν θετικά την προσέγγιση αυτή, ελπίζοντας να αποφύγουν αρχικά τη σύγκρουση με τους Τσέτνικ και στη συνέχεια να τους χρησιμοποιήσουν εναντίον των Παρτιζάνων, στρατηγική που θεωρούσαν ότι θα τους έδινε «τεράστιο πλεονέκτημα». Στις 11 Ιανουαρίου 1942 ολοκληρώθηκε μια συμφωνία μεταξύ του αντιπροσώπου της Ιταλικής 2ης Στρατιάς, Λοχαγού Αντζελο Ντε Ματέις και του αντιπροσώπου των Τσέτνικ στη νοτιοανατολική Βοσνία, Μούτιμιρ Πέτκοβιτς, και υπογράφηκε αργότερα από τον επικεφαλής αντιπρόσωπο του Ντράζα Μιχαήλοβιτς στη Βοσνία, Ταγματάρχη Μπόσκο Τοντόροβιτς. Η συμφωνία μεταξύ άλλων προέβλεπε ότι οι Ιταλοί θα υποστήριζαν τους σχηματισμούς των Τσέτνικ με όπλα και εφόδια και θα διευκόλυναν την απελευθέρωση των «υποδεικνυόμενων ατόμων» από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Αξονα (Γιασένοβατς, Ραμπ...). Το κύριο μέλημα τόσο των Τσέτνικ όσο και των Ιταλών ήταν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο στην καταπολέμηση της αντίστασης των Παρτιζάνων[64][87].
Τους επόμενους μήνες του 1942 ο Στρατηγός Mάριο Ροάτα, διοικητής της Ιταλικής 2ης Στρατιάς, εργάστηκε για την ανάπτυξη μιας Linea di condotta (»Οδηγία Πολιτικής») για τις σχέσεις με τους Τσέτνικ, τους Ούστασε και τους Παρτιζάνους. Στην κατεύθυνση αυτή ο Στρατηγός Βιτόριο Αμπρόζιο περιέγραψε την ιταλική πολιτική στη Γιουγκοσλαβία: «κάθε διαπραγμάτευση με τους Ούστασε έπρεπε να αποφευχθεί, αλλά οι επαφές με τους Τσέτνικ ήταν «επιθυμητές». Όσο για τους Παρτιζάνους «αγώνας μέχρι τελικής πτώσης». Αυτό σήμαινε ότι ο Στρατηγός Ροάτα ήταν ουσιαστικά ελεύθερος να αναλάβει δράση σε σχέση με τους Τσέτνικ όπως το θεώρησε κατάλληλο[87].
Περιέγραψε τα τέσσερα σημεία της πολιτικής του στην έκθεσή του προς το Γενικό Επιτελείο του Στρατού της Ιταλίας:
Να υποστηρίξει τους Τσέτνικ επαρκώς για να τους κάνει να πολεμήσουν ενάντια στους κομμουνιστές, αλλά όχι τόσο πολύ ώστε να τους αφήσει μεγάλα περιθώρια για δική τους δράση. Να απαιτήσουμε και να εξασφαλίσουμε ότι οι Τσέτνικ δεν αγωνίζονται εναντίον των Κροατικών δυνάμεων και αρχών. Να τους επιτρέψει να πολεμήσουν ενάντια στους κομμουνιστές με δική τους πρωτοβουλία (ώστε να μπορούν "να αλληλοσφαγούν")· Και τελικά να τους επιτρέψει να πολεμήσουν μαζί με τις Ιταλικές και Γερμανικές δυνάμεις, όπως κάνουν και οι εθνικιστικές ομάδες [Τσέτνικ και αυτονομιστές Πράσινοι] στο Μαυροβούνιο.
— Στρατηγός Mάριο Ροάτα, 1942[87]
Κατά τη διάρκεια του 1942 και του 1943 η συντριπτική πλειοψηφία των δυνάμεων των Τσέτνικ στις ελεγχόμενες από την Ιταλία περιοχές της κατεχόμενης Γιουγκοσλαβίας οργανώθηκαν ως Ιταλικές βοηθητικές δυνάμεις υπό τη μορφή της Αντικομμουνιστικής Εθελοντικής Πολιτοφυλακής (Milizia volontaria anti communista, MVAC). Σύμφωνα με τον Στρατηγό Τζιάκομο Ζανούσι (τότε Συνταγματάρχη, επικεφαλής του επιτελείου του Ροάτα), υπήρχαν 19.000 ως 20.000 Τσέτνικ στο MVAC μόνο στα κατεχόμενα από την Ιταλία τμήματα του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας. Οι Τσέτνικ ήταν εφοδιασμένοι με χιλιάδες τουφέκια, χειροβομβίδες, όλμους και πυροβόλα, σε υπόμνημα με ημερομηνία 26 Μαρτίου 1943 προς το Γενικό Επιτελείο του Ιταλικού Στρατού, με τίτλο «Η Συμπεριφορά των Τσέτνικ».
Ιταλοί αξιωματικοί σημείωσαν ότι ο τελικός έλεγχος αυτών των συνεργαζόμενων μονάδων των Τσέτνικ παρέμεινε στα χέρια του Ντράζα Μιχαήλοβιτς και υπήρχε η πιθατότητα ενός εχθρικού αναπροσανατολισμού αυτών των στρατευμάτων υπό το πρίσμα της μεταβαλλόμενης στρατηγικής κατάστασης. Διοικητής αυτών των στρατευμάτων ήταν ο Τριφούνοβιτς-Μπίρτσανιν, που έφθασε στο προσαρτημένο στην Ιταλία Σπλιτ τον Οκτώβριο του 1941 και έπαιρνε διαταγές απευθείας από τον Μιχαήλοβιτς από την άνοιξη του 1942. Μέχρι τη στιγμή που η Ιταλία συνθηκολόγησε στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, όλα τα αποσπάσματα των Τσέτνικ στα κατεχόμενα από την Ιταλία τμήματα του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας είχαν συνεργαστεί κάποια στιγμή με τους Ιταλούς εναντίον των Παρτιζάνων[90]. Η συνεργασία αυτή κράτησε μέχρι τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, όταν τα στρατεύματα των Τσέτνικ στράφηκαν στη στήριξη της Γερμανικής κατοχής, προσπαθώντας να εκδιώξουν τους Παρτιζάνους από τις παράκτιες πόλεις που είχαν αυτοί απελευθερώσει μετά την αποχώρηση της Ιταλίας[64][87]. Αφού οι Σύμμαχοι δεν έκαναν απόβαση στη Δαλματία, όπως ελπίζανε, αυτά τα αποσπάσματα των Τσέτνικ αναγκάστηκαν ουσιαστικά να συνεργαστούν με τους Γερμανούς για να αποφύγουν τον εγκλωβισμό τους μεταξύ αυτών και των Παρτιζάνων[90].
Συνεργασία με το Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τη ρήξη του 1941 μεταξύ των Παρτιζάνων και των Τσέτνικ στην κατεχόμενη Σερβία οι ομάδες των Τσέτνικ στην κεντρική, ανατολική και βορειοδυτική Βοσνία βρέθηκαν εγκλωβισμένοι μεταξύ των Γερμανικών δυνάμεων και των δυνάμεων των Ούστασε (NDH) από τη μια και των Παρτιζάνων από την άλλη. Στις αρχές του 1942 ο Ταγματάρχης των Τσετνίκ Γέζντιμιρ Ντάνγκιτς προσέγγισε τους Γερμανούς σε μια προσπάθεια να καταλήξουν σε συνεννόηση, αλλά χωρίς επιτυχία και οι τοπικοί ηγέτες των Τσέτνικ αναγκάστηκαν να αναζητήσουν μια άλλη λύση. Οι ομάδες των Τσέτνικ είχαν θεμελιώδεις διαφωνίες σχεδόν όλα τα ζητήματα με τους Ούστασε, αλλά βρήκαν κοινό εχθρό τους Παρτιζάνες και αυτός ήταν ο πρωταρχικός λόγος για τη συνεργασία που ακολούθησε μεταξύ των αρχών των Ούστασε του NDH και των αποσπασμάτων των Τσέτνικ στη Βοσνία. Η πρώτη επίσημη συμφωνία μεταξύ των Βόσνιων Τσέτνικ και των Ούστασε συνήφθη στις 28 Μαΐου 1942 και με αυτή οι ηγέτες των Τσέτνικ εξέφρασαν τη νομιμοφροσύνη τους ως «πολίτες του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας»τόσο στο Κράτος όσο και στον Poglavnik του (Άντε Πάβελιτς).
Κατά τις επόμενες τρεις εβδομάδες υπογράφηκαν τρεις πρόσθετες συμφωνίες, που κάλυπταν μεγάλο μέρος της περιοχής της Βοσνίας (μαζί με τα αποσπάσματα των Τσέτνικ μέσα σε αυτή). Με τους όρους αυτών των συμφωνιών οι Τσέτνικ θα σταματούσαν τις εχθροπραξίες εναντίον του κράτους των Ούστασε και οι τελευταίοι θα εγκαθίδρυαν κανονική διοίκηση σε αυτές τις περιοχές.[87] Οι Τσέτνικ αναγνώρισαν την κυριαρχία του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας και έγιναν νόμιμο κίνημα εντός αυτής.[91]: Η βασική διάταξη, Αρθρο. 5 της συμφωνίας, ορίζει τα εξής
Όσο υπάρχει κίνδυνος από τις ένοπλες ομάδες των Παρτιζάνων, οι σχηματισμοί των Τσέτνικ θα συνεργάζονται οικειοθελώς με τον Κροατικό στρατό για να πολεμήσουν και να καταστρέψουν τους Παρτιζάνους και στις ενέργειες αυτές θα είναι υπό τη γενική διοίκηση των Κροατικών ενόπλων δυνάμεων. (... ) Οι σχηματισμοί των Τσέτνικ θα μπορούν να αναλαμβάνουν επιχειρήσεις εναντίον των Παρτιζάνων μόνοι τους, αλλά αυτό θα πρέπει να αναφέρεται εγκαίρως στους Κροάτες στρατιωτικούς διοικητές.
Τα απαραίτητα πυρομαχικά και εφόδια χορηγούντο στους Τσέτνικ από τον στρατό των Ούστασε. Οι Τσέτνικ που τραυματίζονταν σε τέτοιες επιχειρήσεις περιθάλπονταν στα νοσοκομεία του NDH, ενώ τα ορφανά και οι χήρες όσων σκοτώνονταν στις μάχες υποστηρίζονταν από το κράτος των Ούστασε. Τα πρόσωπα που υποδεικνύονταν συγκεκριμένα από τους διοικητές των Τσέτνικ επέστρεφαν στην πατρίδα τους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ούστασε. Οι συμφωνίες αυτές κάλυπταν την πλειοψηφία των δυνάμεων των Τσέτνικ στη Βοσνία ανατολικά της γερμανοϊταλικής οριοθετημένης γραμμής και διήρκεσαν κατά το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου. Δεδομένου ότι οι Κροατικές δυνάμεις ήταν αμέσως εξαρτημένες από τη Γερμανική στρατιωτική κατοχή, η συνεργασία με τις Κροατικές δυνάμεις ήταν, στην πραγματικότητα, έμμεση συνεργασία με τους Γερμανούς.[87][88]
Fall Weiss
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μία σημαντική συνεργασία των Τσέτνικ με τον Άξονα πραγματοποιήθηκε κατά τη «Μάχη του Νερέτβα», την τελική φάση της Fall Weiss, γνωστής στη γιουγκοσλαβική ιστοριογραφία ως η «Τέταρτη Εχθρική Επίθεση» (από τις 7 συνολικά μεγάλες επιθέσεις του Αξονα εναντίον των Παρτιζάνων). Το 1942 οι δυνάμεις των Παρτιζάνων αυξάνονταν, έχοντας δημιουργήσει μεγάλες απελευθερωμένες περιοχές στη Βοσνία και στην Ερζεγοβίνη. Οι δυνάμεις των Τσέτνικ, εν μέρει λόγω της συνεργασίας τους με την Ιταλική κατοχή, κέρδιζαν επίσης δύναμη, αλλά δεν χτυπούσαν τους Παρτιζάνους, απαιτώντας την υλικοτεχνική υποστήριξη του Άξονα για να επιτεθούν στα ελευθερωμένα από αυτούς εδάφη. Υπό το φως της μεταβαλλόμενης στρατηγικής κατάστασης ο Χίτλερ και η Γερμανική ανώτερη διοίκηση αποφάσισαν να αφοπλίσουν τους Τσέτνικ και να καταστρέψουν για τα καλά τους Παρτιζάνους. Παρά την επιμονή του Χίτλερ οι Ιταλικές δυνάμεις τελικά αρνήθηκαν να αφοπλίσουν τους Τσέτνικ (καθιστώντας έτσι αδύνατη αυτό το σχέδιο), με την αιτιολογία ότι οι Ιταλικές κατοχικές δυνάμεις δεν είχαν την πολυτέλεια να χάσουν τους Τσέτνικ από συμμάχους τους στη διατήρηση της κατοχής.
Συνεργασία με τους Γερμανούς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στη Γιουγκοσλαβία οι Τσέτνικ ήταν μια οργάνωση εκπαιδευμένη και ικανή για ανταρτοπόλεμο.[92] Παρόλο που υπήρξαν κάποιες συγκρούσεις μεταξύ των Γερμανών και των Τσέτνικ ήδη από τον Μάιο του 1941 ο Μιχαήλοβιτς σκεφτόταν την αντίσταση από την άποψη της ίδρυσης μιας οργάνωσης που, όταν θα ωρίμαζε ο καιρός, θα ξεσηκωνόταν κατά των δυνάμεων κατοχής[93]. Η βρετανική πολιτική όσον αφορά τα ευρωπαϊκά κινήματα αντίστασης ήταν να τα αποτρέψει από ενέργειες που θα οδηγούσαν στην πρόωρη καταστροφή τους και αυτή η πολιτική συνέπεσε αρχικά με τις αρχές βάσει των οποίων λειτουργούσε το κίνημα του Μιχαήλοβιτς[94] Για να αποστασιοποιηθεί από τους Τσέτνικ που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς, ο Μιχαήλοβιτς ονόμασε αρχικά το κίνημά του «Κίνημα της Ράβνα Γκόρα».[25]
Ήδη από την άνοιξη του 1942 οι Γερμανοί ευνοούσαν τη συμφωνία συνεργασίας που είχαν κάνει οι Ούστασε και οι Τσέτνικ σε μεγάλο μέρος της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Από τη στιγμή που ο στρατός των Ούστασε εφοδιαζόταν και εξαρτιώνταν άμεσα από τη Γερμανική στρατιωτική κατοχή, η συνεργασία μεταξύ των δύο αποτελούσε έμμεση συνεργασία μεταξύ Γερμανών και Τσέτνικ. Όλα αυτά ήταν ευνοϊκά για τους Γερμανούς κυρίως επειδή η συμφωνία στρεφόταν εναντίον των Παρτιζάνων, συνέβαλε στην ειρήνευση περιοχών σημαντικών για τον πολεμικό ανεφοδιασμό των Γερμανών και περιόριζε την ανάγκη για πρόσθετα γερμανικά στρατεύματα κατοχής (καθώς οι Τσέτνικ βοηθούσαν την κατοχή). Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας στις 8 Σεπτεμβρίου 1943 η Γερμανική 114η Μεραρχία των Κυνηγών ενσωμάτωσε ακόμη και ένα απόσπασμα των Τσέτνικ στην προέλασή της για να ανακαταλάβει τις ακτές της Αδριατικής από τους Παρτιζάνους που τις είχαν προσωρινά απελευθερώσει[95]. Η έκθεση για τη συνεργασία Γερμανών-Τσέτνικ του XV Σώματος Στρατού στις 19 Νοεμβρίου 1943 προς τη 2η Στρατιά Τεθωρακισμένων αναφέρει ότι οι Τσέτνικ «στήριζονταν στις γερμανικές δυνάμεις» για σχεδόν ένα χρόνο[87].
Η συνεργασία Γερμανών-Τσέτνικ εισήλθε σε νέα φάση μετά την παράδοση της Ιταλίας, επειδή οι Γερμανοί έπρεπε τώρα να αστυνομεύουν μια πολύ μεγαλύτερη περιοχή από ό, τι πριν και να πολεμήσουν τους Παρτιζάνους σε ολόκληρη τη Γιουγκοσλαβία. Ως εκ τούτου άνοιξαν σημαντικά την πολιτική τους προς τους Τσέτνικ και κινητοποίησαν όλες τις σερβικές εθνικιστικές δυνάμεις εναντίον των Παρτιζάνων. Η 2η Στρατιά Τεθωρακισμένων επόπτευε αυτές τις εξελίξεις: τώρα επετράπη επίσημα στο XV Σώμα Στρατού να χρησιμοποιήσει τα στρατεύματα των Τσέτνικ και να δημιουργήσει μια «τοπική συμμαχία». Η πρώτη επίσημη και άμεση συμφωνία μεταξύ των Γερμανικών κατοχικών δυνάμεων και των Τσέτνικ πραγματοποιήθηκε στις αρχές Οκτωβρίου του 1943 μεταξύ της υπό Γερμανική ηγεσία 373ης (Κροατικής) Μεραρχίας Πεζικού και ενός αποσπάσματος των Τσέτνικ υπό τον Μάνε Ρόκβιτς που δρούσε στη δυτική Βοσνία και τη Λίκα. Στη συνέχεια οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν ακόμη στρατεύματα του Τσέτνικ για φρουρά στα κατεχόμενα Σπλιτ, Ντουμπρόβνικ, Σίμπενικ και Μέτκοβιτς.[95]
Τα στρατεύματα του NDH δεν χρησιμοποιήθηκαν, παρά τις απαιτήσεις των Ούστασε, καθώς οι μαζικές λιποταξίες των Κροατών στρατιωτών στους Παρτιζάνους τα καθιστούσαν αναξιόπιστα. Από εδώ και στο εξής η Γερμανική κατοχή άρχισε να «ευνοεί ανοιχτά» τα στρατεύματα των Τσέτνικ (Σέρβων) σε σχέση με τους σχηματισμούς των Κροατών του NDH, λόγω των φιλκοπαρτιζανικών αισθήματων των απλών Κροατών και οι Γερμανοί δεν έδιναν σημασία στις συχνές διαμαρτυρίες των Ούστασε για το θέμα αυτό.[64][87]
Ο Ταγματάρχης των Ούστασε Mίρκο Μπλαζ (Υποδιοικητής της 7ης Ταξιαρχίας της Προσωπικής Φρουράς του Poglavnik) παρατήρησε:
Οι Γερμανοί δεν ενδιαφέρονται για την πολιτική, παίρνουν τα πάντα από στρατιωτική άποψη. Χρειάζονται στρατεύματα που να μπορούν να κατέχουν ορισμένες θέσεις και να καθαρίζουν ορισμένες περιοχές των Παρτιζάνων. Αν μας ζητήσουν να το κάνουμε, δεν μπορούμε. Οι Τσέτνικ μπορούν.
— Ταγματάρχης Mίρκο Μπλαζ, 5 Μαρτίου 1944.[87]
Κατά την αξιολόγηση της κατάστασης στο δυτικό τμήμα της Περιοχής της Στρατιωτικής Διοίκησης της Σερβίας, τη Βοσνία, τη Λίκα και τη Δαλματία, ο Λοχαγός Mέρεμ, αξιωματικός πληροφοριών του Γερμανού ανώτατου διοικητή της νοτιοανατολικής Ευρώπης, ήταν «γεμάτος επαίνους» για τις μονάδες των Τσέτνικ που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς και για τις καλές σχέσεις μεταξύ τους. Επιπλέον ο Αρχηγός του Επιτελείου της 2ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων παρατήρησε σε επιστολή προς τον αξιωματικό σύνδεσμο των Ούστασε ότι οι Τσετνίκ που πολεμούν τους Παρτιζάνους στην ανατολική Βοσνία «πρόσφεραν αξιόλογη συμβολή στο Κροατικό κράτος» και ότι η 2η Στρατιά «αρνήθηκε κατ' αρχήν» να δεχθεί τα παράπονα των Κροατών για τη χρήση αυτών των μονάδων. Η συνεργασία Γερμανών-Τσέτνικ συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του πολέμου, με τη σιωπηρή έγκριση του Ντράζα Μιχαήλοβιτς και της Ανώτατης Διοίκησης των Τσέτνικ στην Περιοχή της Στρατιωτικής Διοίκησης της Σερβίας. Αν και ο ίδιος ο Μιχαήλοβιτς δεν υπέγραψε ποτέ καμία συμφωνία, ενέκρινε την πολιτική με σκοπό την εξάλειψη της απειλής των Παρτιζάνων.[87][88]
Ο Αρχιστράτηγος Μαξιμίλιαν φον Βάιχς σχολίασε:
Αν και ο ίδιος [ο Ντράζα Μιχαήλοβιτς] επιμελώς απέφευγε να εκφράσει την προσωπική του άποψη δημόσια, αναμφίβολα για να έχει τα χέρια του λυμένα για κάθε ενδεχόμενο (π.χ. Συμμαχική απόβαση στα Βαλκάνια), επέτρεπε στους διοικητές του να διαπραγματευτούν και να συνεργαστούν με τους Γερμανούς, πράγμα που έκαναν όλο και περισσότερο ....
— Αρχιστράτηγος Μαξιμίλιαν φον Βάιχς, 1945[96]
Η απώλεια της Συμμαχικής υποστήριξης το 1943 έκανε τους Τσετνίκ να κλίνουν περισσότερο από ποτέ προς τους Γερμανούς για βοήθεια κατά των Παρτιζάνων. Στις 14 Αυγούστου 1944 υπογράφηκε στο νησί Βις η συμφωνία Τίτο-Σούμπασιτς μεταξύ των Παρτιζάνων και του Γιουγκοσλάβου Βασιλιά και της εξόριστης κυβέρνησης, που έκανε έκκληση σε όλους τους Κροάτες, τους Σλοβένους και τους Σέρβους να προσχωρήσουν στους Παρτιζάνους. Ο Μιχαήλοβιτς και οι Τσέτνικ αρνήθηκαν να ακολουθήσουν την εντολή και να συμμορφωθούν με τη συμφωνία και συνέχισαν να μάχονται τους Παρτιζάνους (την επίσημη πλέον Γιουγκοσλαβική Συμμαχική δύναμη). Ετσι στις 29 Αυγούστου 1944 ο Βασιλιάς Πέτρος Β΄ απέπεμψε τον Μιχαήλοβιτς από Αρχηγό του Επιτελείου του Γιουγκοσλαβικού Στρατού και στις 12 Σεπτεμβρίου όρισε στη θέση του τον Στρατάρχη Τίτο, που έγινε Πρωθυπουργός του Γιουγκοσλαβικού κράτους και της κοινής κυβέρνησης.
Συνεργασία με την Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην Περιοχή της Στρατιωτικής Διοίκησης της Σερβίας οι Γερμανοί εγκατέστησαν αρχικά ως αρχηγό τον Μίλαν Ατσίμοβιτς, αλλά αργότερα τον αντικατέστησαν με τον Στρατηγό Μίλαν Νέντιτς, πρώην υπουργό πολέμου, που κυβέρνησε μέχρι το 1944. Ο Ατσίμοβιτς αργότερα λειτούργησε ως βασικός σύνδεσμος μεταξύ των Γερμανών και των Τσέτνικ[97]. Το δεύτερο μισό του Αυγούστου του 1941, πριν από την ανάληψη της εξουσίας από τον Νέντιτς, οι Γερμανοί συμφώνησαν με την Κόστα Πέτανατς για την ένταξη πολλών χιλιάδων Τσέτνικ να υπηρετήσουν στη χωροφυλακή. Η συνεργασία μεταξύ της Κυβέρνησης Εθνικής Σωτηρίας και των Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς άρχισε το φθινόπωρο του 1941 και διήρκεσε μέχρι το τέλος της Γερμανικής κατοχής.[98]
Ο Νέντιτς αρχικά ήταν σταθερά αντίθετος προς τον Μιχαήλοβιτς και τους Τσέτνικ. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1941 ο Μιχαήλοβιτς έστειλε τους Ταγματάρχες Αλεξάνταρ Μίσιτς και Μιόντραγκ Πάβλοβιτς για μια συνάντηση με τον Νέντιτς αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οταν ο Μιχαήλοβιτς άλλαξε την πολιτική του της ήπιας συνεργασίας με τους Παρτιζάνους σε εχθρική προς αυτούς και σε παύση της αντιγερμανικής δραστηριότητας στα τέλη Οκτωβρίου του 1941, ο Νέντιτς μετρίασε την αντίθεσή του. Στις 15 Οκτωβρίου ο Συνταγματάρχης Mίλοραντ Πόποβιτς, ενεργώντας εξ ονόματος του Νέντιτς, έδωσε στον Μιχαήλοβιτς περίπου 500.000 δηνάρια (εκτός από άλλα τόσα που είχε δώσει στις 4 Οκτωβρίου) για να πείσει τους Τσέτνικ να συνεργαστούν. Στις 26 Οκτωβρίου 1941 ο Πόποβιτς παρείχε επιπλέον 2.500.000 δηνάρια.[99]
Στα μέσα Νοεμβρίου του 1941 ο Μιχαήλοβιτς έθεσε υπό τις άμεσες διαταγές του Νέντιτς 2.000 από τους άνδρες του, που λίγο αργότερα συμμετείχαν με τους Γερμανούς σε μια επιχείρηση κατά των Παρτιζάνων.[99] Όταν οι Γερμανοί εξαπέλυσαν την Επιχείρηση Μιχαήλοβιτς στις 6-7 Δεκεμβρίου 1941, με σκοπό να συλλάβουν τον Μιχαήλοβιτς και να διαλύσουν την έδρα του στη Ράβνα Γκόρα, δραπέτευσε πιθανότατα επειδή ειδοποιήθηκε για την επίθεση από τον Ατσίμοβιτς στις 5 Δεκεμβρίου.
Τον Ιούνιο του 1942 ο Μιχαήλοβιτς διέφυγε από την Περιοχή της Στρατιωτικής Διοίκησης της Σερβίας στο Μαυροβούνιο και δεν είχε επαφή με τις αρχές του Νέντιτς έως ότου επέστρεψε. Ακολούθως, το φθινόπωρο του 1942, οι Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς (και του Πέτσανατς), που είχαν νομιμοποιηθεί από τη διοίκηση Νέντιτς, διαλύθηκαν. Το 1943 ο Νέντιτς φοβόταν ότι οι Τσέτνικ θα γίνονταν οι πρωταρχικοί συνεργάτες των Γερμανών και όταν οι Τσέτνικ δολοφόνησαν τον Τσέκα Τζόρτζεβιτς, τον υπουργό εσωτερικών υποθέσεων, τον Μάρτιο του 1944 επέλεξε να τον αντικαταστήσει με έναν εξέχοντα Τσέτνικ με την ελπίδα να εξουδετερώσει την αντιπαλότητα. Μια έκθεση του Απριλίου του 1944 από το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών των ΗΠΑ σχολίαζε ότι:
[Ο Μιχαήλοβιτς] θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με τον ίδιο τρόπο όπως ο Νέντιτς, ο Λιότιτς και οι Βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής.
— έκθεση του Γραφείου Στρατηγικών Υπηρεσιών, Απρίλιος 1944[99]
Στα μέσα Αυγούστου 1944 οι Μιχαήλοβιτς, Νέντιτς και Ντράγκομιρ Γιοβάνοβιτς συναντήθηκαν κρυφά στο χωριό Ράζανι, όπου ο Νέντιτς συμφώνησε να δώσει εκατό εκατομμύρια δηνάρια για μισθούς και να ζητήσει από τους Γερμανούς όπλα και πυρομαχικά για τον Μιχαήλοβιτς. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1944, υπό την αιγίδα των Γερμανών και την επισημοποίηση από τον Νέντιτς, ο Μιχαήλοβιτς ανέλαβε τη διοίκηση ολόκληρης της στρατιωτικής δύναμης της κυβέρνησης Νέντιτς, συμπεριλαμβανομένης της Σερβικής Κρατικής Φρουράς, των Σερβικών Εθελοντικών Σωμάτων και της Σερβικής Συνοριακής Φρουράς.[100]
Επαφές με την Ουγγαρία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα μέσα του 1943 το Ουγγρικό Γενικό Επιτελείο οργάνωσε μια συνάντηση μεταξύ ενός Σέρβου αξιωματούχου του καθεστώτος Νέντιτς και του Μιχαήλοβιτς. Στον αξιωματούχο δόθηκε εντολή να εκφράσει στον Μιχαήλοβιτς τη λύπη της Ουγγαρίας για τη σφαγή στο Νόβι Σαντ και να υποσχεθεί ότι οι υπεύθυνοι θα τιμωρηθούν. Η Ουγγαρία αναγνώρισε τον Μιχαήλοβιτς ως εκπρόσωπο της Γιουγκοσλαβικής εξόριστης κυβέρνησης και του ζήτησε, σε περίπτωση Συμμαχικής απόβασης στα Βαλκάνια, να μην εισέλθει στην Ουγγαρία με τα στρατεύματά του, αλλά να αφήσει το ζήτημα των συνόρων στην ειρηνευτική διάσκεψη. Μετά την αποκατάσταση της επαφής εστάλησαν στον Μιχαήλοβιτς τρόφιμα, φάρμακα, πυρομαχικά και άλογα. Κατά την επίσκεψή του στη Ρώμη τον Απρίλιο του 1943 ο Πρωθυπουργός Μίκλος Κάλαϊ μίλησε για την ιταλοουγγρική συνεργασία με τους Τσέτνικ, αλλά ο Μουσολίνι δήλωσε ότι προτιμούσε τον Τίτο[101].
Η Ουγγαρία προσπάθησε επίσης να επικοινωνήσει με τον Μιχαήλοβιτς μέσω του εκπροσώπου της βασιλικής Γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης στην Κωνσταντινούπολη για να συνεργαστούν εναντίον των Παρτιζάνων. Ο υπουργός Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας Mόμτσιλο Νίντσιτς Ninčić έστειλε ένα μήνυμα στην Κωνσταντινούπολη ζητώντας από τους Ούγγρους να στείλουν έναν απεσταλμένο και ένα Σέρβο πολιτικό από τα κατεχόμενα από την Ουγγαρία εδάφη για να διαπραγματευτούν. Τίποτα δεν προέκυψε από αυτές τις επαφές, αλλά ο Μιχαήλοβιτς έστειλε έναν αντιπρόσωπο, τον Τσέντομιρ Μποσνιάκοβιτς, στη Βουδαπέστη. Από την πλευρά τους οι Ούγγροι έστειλαν όπλα και φάρμακα και απελευθέρωσαν Σέρβους αιχμαλώτους που ήθελαν να υπηρετήσουν με τους Τσέτνικ νοτια του Δούναβη.[102]
Μετά την κατάληψη της Ουγγαρίας από τη Γερμανία τον Μάρτιο του 1944, η σχέση με τους Τσέτνικ ήταν μια από τις ελάχιστες ξένες επαφές ανεξάρτητες από τη Γερμανική επιρροή που είχε η Ουγγαρία. Ενας Ούγγρος διπλωμάτης, ο Λ. Χόρι, πρώην τοποθετημένος στο Βελιγράδι, επισκέφθηκε δύο φορές τον Μιχαήλοβιτς στη Βοσνία και οι Ούγγροι συνέχισαν να του στέλνουν πυρομαχικά, ακόμη και σε όλη την Κροατική επικράτεια[103]. Η τελευταία επαφή μεταξύ Μιχαήλοβιτς και Ουγγαρίας πραγματοποιήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1944, λίγο πριν από το πραξικόπημα που υποστηρίχθηκε από τη Γερμανία στις 15 Οκτωβρίου[104].
Τακτικές τρομοκρατίας και εκκαθαριστικές επιχειρήσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ιδεολογία των Τσέτνικ περιστρεφόταν γύρω από την έννοια της Μεγάλης Σερβίας εντός των συνόρων της Γιουγκοσλαβίας, που θα δημιουργείτο από όλες τις περιοχές στις οποίες βρίσκονταν Σέρβοι, ακόμη και αν οι αριθμοί τους ήταν μικροί. Αυτός ο στόχος υπήρξε από πολύ καιρό το θεμέλιο του κινήματος για μια Μεγάλη Σερβία. Κατά την κατοχή του Άξονα η έννοια της εκκαθάρισης ή της «εθνοκάθαρσης» αυτών των εδαφών εισήχθη σε μεγάλο βαθμό ως απάντηση στις σφαγές των Σέρβων από τους Ούστασε στο Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας[105]. Ωστόσο οι μεγαλύτερες σφαγές από τους Τσέτνικ πραγματοποιήθηκαν στην ανατολική Βοσνία όπου προηγούντο πριν από κάθε σημαντική επιχείρηση των Ούστασε[51].
Πριν από το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η χρήση τρομοκρατικών ενεργειών είχε μακρά παράδοση στην περιοχή, καθώς διάφορες καταπιεσμένες ομάδες επιδίωκαν την ελευθερία τους και οι φρικαλεότητες διαπράχθηκαν από όλα τα εμπλεκόμενα σε συγκρούσεις μέρη στη Γιουγκοσλαβία[106]. Κατά τα πρώτα στάδια της κατοχής η Ούστασε είχε επίσης προσλάβει αρκετούς Μουσουλμάνους για να βοηθήσουν στις διώξεις των Σέρβων και παρόλο που μόνο ένας σχετικά μικρός αριθμός Κροατών και Μουσουλμάνων ενεπλάκη σε αυτές τις ενέργειες και αρκετοί αντιτάχθηκαν σε αυτές, ξεκίνησαν ένα κύκλο βίας και αντεκδίκησης μεταξύ Καθολικών, Ορθοδόξων και Μουσουλμάνων, καθώς όλοι προσπαθούσαν να απαλλαγούν από τους άλλους στα εδάφη που έλεγχαν[107].
Συγκεκριμένα οι ιδεολόγοι των Ούστασε ανησυχούσαν για τη μεγάλη Σερβική μειονότητα στο NDH και άρχισαν τρομοκρατικές ενέργειες σε ευρεία κλίμακα τον Μάιο του 1941. Δύο μήνες αργότερα, τον Ιούλιο, οι Γερμανοί διαμαρτυρήθηκαν για τη βιαιότητα αυτών των ενεργειών. Ακολούθησαν αντίποινα, όπως στην περίπτωση του Νεβέσινιε, όπου οι Σέρβοι αγρότες έκαναν μια εξέγερση σε απάντηση στις διώξεις, έδιωξαν την πολιτοφυλακή των Ούστασε και στη συνέχεια προέβησαν σε αντίποινα, σκοτώνοντας εκατοντάδες Μουσουλμάνους και μερικούς Κροάτες, που τους οποίους συνέδεαν με τους Ούστασε.[108]
Μια οδηγία της 20ής Δεκεμβρίου 1941, απευθυνόμενη στους νεο-διορισμένους διοικητές στο Μαυροβούνιο, τον Ταγματάρχη Τζόρτζιγε Λάσιτς και τον Λοχαγό Πάβλε Τζούρισιτς, περιέγραψε, μεταξύ άλλων, την εκκαθάριση των μη Σερβικών πληθυσμών προκειμένου να δημιουργηθεί μια Μεγάλη Σερβία.[52]
|
Οδηγία της 20ής Δεκεμβρίου 1941 |
Η αυθεντικότητα της οδηγίας αμφισβητείται[109]. Ορισμένοι έχουν αποδώσει την προέλευση της οδηγίας στο Μιχαήλοβιτς. [110][111][112]
Άλλοι έχουν ισχυριστεί ότι δεν υπάρχει πρωτότυπο και ότι μπορεί να ήταν πλαστογραφία που έγινε από τον Τζούρισιτς για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του.[113][114] Το αρχηγείο του Μιχαήλοβιτς έστειλε περαιτέρω οδηγίες στον διοικητή της Δεύτερης Ταξιαρχίας Τσέτνικ του Σαράγεβο, διευκρινίζοντας τον στόχο: «Θα πρέπει να καταστεί σαφές σε όλους ότι μετά τον πόλεμο ή όταν είναι η κατάλληλη στιγμή θα ολοκληρώσουμε το καθήκον μας και δεν θα αφήσουμε κανένα εκτός από τους Σέρβους στα σέρβικα εδάφη, θα το εξηγήσουμε στον λαό [μας] και θα φροντίσουμε να το κάνει αυτό προτεραιότητά του, δεν μπορείτε να το γράψετε ή να το ανακοινώσετε δημοσίως, επειδή οι Τούρκοι [Μουσουλμάνοι] θα το ακούσουν κι αυτό δεν πρέπει να εξαπλωθεί από στόμα σε στόμα.»[115]
Οι Τσέτνικ σκότωναν συστηματικά τους Μουσουλμάνους στα χωριά που καταλάμβαναν. Στα τέλη του φθινοπώρου του 1941 οι Ιταλοί παρέδωσαν τις πόλεις Βίσεγκραντ, Γκόραζντε, Φότσα και τις γύρω περιοχές στη νοτιοανατολική Βοσνία προς τους Τσέτνικ για να λειτουργούν ως κυβέρνηση-μαριονέτα και οι δυνάμεις του NDH εξαναγκάστηκαν από τους Ιταλούς να αποχωρήσουν από εκεί [116]. Οταν οι Τσέτνικ ανέλαβαν τον έλεγχο του Γκόραζντε στις 29 Νοεμβρίου 1941, ξεκίνησαν μια σφαγή των φυλακισμένων της Πολιτοφυλακής και των αξιωματούχων του NDH, που έγινε συστηματική σφαγή του τοπικού Μουσουλμανικού άμαχου πληθυσμού, με αρκετές εκατοντάδες δολοφονημένους και τα πτώματά τους κρεμασμένα στην πόλη ή ριγμένα στον ποταμό Δρίνο. Στις 5 Δεκεμβρίου 1941 οι Τσέτνικ παρέλαβαν την πόλη Φότσα από τους Ιταλούς και προχώρησαν σε σφαγή περίπου πεντακοσίων Μουσουλμάνων[117]. Πρόσθετες σφαγές κατά των Μουσουλμάνων στην περιοχή της Φότσα έλαβαν χώρα τον Αύγουστο του 1942. Συνολικά περισσότεροι από δύο χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν στη Φότσα[118].
Στις αρχές Ιανουαρίου οι Τσέτνικ μπήκαν στη Σρεμπρένιτσα και σκότωσαν περίπου χίλιους άμαχους Μουσουλμάνους στην πόλη και στα κοντινά χωριά. Περίπου την ίδια στιγμή οι Τσέτνικ έφτασαν στο Βίσεγκραντ, όπου αναφέρθηκαν χιλιάδες θάνατοι. Οι σφαγές συνεχίστηκαν τους επόμενους μήνες στην περιοχή.[119] Μόνο στο χωριό Ζέπα περίπου τριακόσιοι σκοτώθηκαν στα τέλη του 1941. Στις αρχές Ιανουαρίου οι Τσέτνικ σκότωσαν πενήντα τέσσερις Μουσουλμάνους στο Τσέλεμπιτς και έκαψαν το χωριό. Στις 3 Μαρτίου ένα σώμα Τσέτνικ έκαψε ζωντανούς σαράντα δύο Μουσουλμάνους χωρικούς στο Ντράκαν.[119]
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1943 και πάλι στις αρχές Φεβρουαρίου οι μονάδες των Τσέτνικ του Μαυροβουνίου διατάχτηκαν να εκτελέσουν «εκκαθαριστικές ενέργειες» εναντίον των Μουσουλμάνων, πρώτα στην επαρχία Μπιέλο Πόλιε του Σαντζάκ και στη συνέχεια τον Φεβρουάριο στις επαρχίες Τσάινιτσε και Φότσα στη νοτιοανατολική Βοσνία και εν μέρει στην επαρχία Πλιέβλια του Σαντζάκ[120]. Στις 10 Ιανουαρίου 1943 ο Πάβλε Τζούρισιτς, ο αξιωματικός των Τσέτνικ που ήταν υπεύθυνος για τις ενέργειες αυτές, υπέβαλε έκθεση στον Μιχαήλοβιτς, Αρχηγό του Επιτελείου της Ανώτατης Διοίκησης. Η έκθεσή του περιελάμβανε τα αποτελέσματα αυτών των «εκκαθαριστικών ενεργειών», που, σύμφωνα με τον Τόμασεβιτς, ήταν ότι «έχουν καεί τριάντα τρία Μουσουλμανικά χωριά και 400 Μουσουλμάνοι μαχητές (μέλη της Μουσουλμανικής πολιτοφυλακής αυτοπροστασίας που υποστηρίζουν οι Ιταλοί) και 1.000 γυναίκες και παιδιά σκοτώθηκαν, έναντι 14 νεκρών Τσέτνικ και 26 τραυματιών».[120]
Σε άλλη έκθεση του Τζούρισιτς με ημερομηνία 13 Φεβρουαρίου 1943 ανέφερε ότι: «Οι Τσέτνικ σκότωσαν περίπου 1.200 μουσουλμάνοι μαχητές και περίπου 8.000 ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά · οι απώλειες των Τσέτνικ στη μάχη ήταν 22 νεκροί και 32 τραυματίες».[120] Πρόσθεσε ότι «κατά τη διάρκεια της επιχείρησης η καθολική εξόντωση των Μουσουλμάνων κατοίκων πραγματοποιήθηκε ανεξάρτητα από το φύλο και την ηλικία».[121] Ο συνολικός αριθμός των θανάτων σε αντιμουσουλμανικές επιχειρήσεις μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 1943 εκτιμάται σε 10.000. Ο αριθμός των απωλειών θα ήταν μεγαλύτερος εάν δεν είχε ήδη φύγει ένας μεγάλος αριθμός Μουσουλμάνων, κυρίως στο Σαράγεβο, όταν ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις του Φεβρουαρίου[120].
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Ανώτατης Διοίκησης των Τσέτνικ στις 24 Φεβρουαρίου 1943 αυτά ήταν αντίμετρα κατά των μουσουλμανικών επιθετικών δραστηριοτήτων. Ωστόσο όλα τα γεγονότα δείχνουν ότι αυτές οι σφαγές πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με την εφαρμογή της οδηγίας της 20ης Δεκεμβρίου 1941.[118] Τον Μάρτιο του 1943 ο Μιχαήλοβιτς ανέφερε τη δράση των Τσέτνικ στο Σαντζάκ ως μία από τις επιτυχίες του, σημειώνοντας ότι «είχε εξοντώσει όλους τους Μουσουλμάνους στα χωριά εκτός από εκείνους στις μικρές πόλεις»[122].
Οι ενέργειες κατά των Κροατών ήταν μικρότερες σε κλίμακα αλλά παρόμοιες σε δράση[16]. Το καλοκαίρι του 1941 το Τρούμπαρ, το Μπόσανσκο Γκράχοβο και η Κρνιέουσα ήταν οι τόποι των πρώτων σφαγών και άλλων επιθέσεων εναντίον Κροατών στη νοτιοδυτική Βοσνιακή Κράινα[123]. Στις αρχές Οκτωβρίου του 1942 στο χωριό Γκάτα κοντά στο Σπλιτ εκτιμάται ότι εκατό άνθρωποι σκοτώθηκαν και πολλά σπίτια κάηκαν ως υποτιθέμενα αντίποινα για την καταστροφή ορισμένων δρόμων στην περιοχή και χρεώθηκαν στους Ιταλούς. Τον ίδιο μήνα σχηματισμοί υπό τη διοίκηση των Πέταρ Μπάτσοβιτς και Ντόμπροσλαβ Γέβντεβιτς, που συμμετείχαν στην Ιταλική Επιχείρηση Αλφα στην περιοχή Πρόζορ, σκότωσαν πάνω από πενήντα Κροάτες και Μουσουλμάνους και έκαψαν πολλά χωριά.[17] Ο Μπάτσοβιτς σημείωσε ότι «οι Τσέτνικ μας σκότωσαν όλους τους άντρες ηλικίας 15 ετών ή μεγαλύτερους ... ... κατέκαψαν δεκαεπτά χωριά». Ο Μάριο Ροάτα, διοικητής του Ιταλικής Δεύτερης Στρατιάς, αντιτάχθηκε σε αυτές τις «μαζικές σφαγές» μη εμπόλεμων αμάχων και απειλούσε να διακόψει την ιταλική βοήθεια προς τους Τσέτνικ αν δεν σταματούσαν[124].
Ο Κροάτης ιστορικός Βλάντιμιρ Ζέργιαβιτς αρχικά εκτίμησε τον αριθμό των Μουσουλμάνων και Κροατών που σκοτώθηκαν από τους Τσέτνικ σε 65.000 (33.000 Μουσουλμάνοι και 32.000 Κροάτες, τόσο εμπόλεμοι όσο και άμαχοι). Το 1997 αναθεώρησε τον αριθμό αυτό σε 47.000 (29.000 Μουσουλμάνους και 18.000 Κροάτες). Σύμφωνα με τον Βλαντιμίρ Γκέιγκερ του Κροατικού Ινστιτούτου Ιστορίας, ο ιστορικός Ζντράβκο Ντίζνταρ εκτιμά ότι οι Τσέτνικ σκότωσαν συνολικά 50.000 Κροάτες και Μουσουλμάνους - κυρίως αμάχους - μεταξύ 1941 και 1945.[125] Σύμφωνα με το Ράμετ οι Τσέτνικ κατέστρεψαν ολοσχερώς 300 χωριά και μικρές πόλεις και μεγάλο αριθμό τζαμιών και καθολικών εκκλησιών.[126] Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η γενοκτονία διαπράχθηκε κατά των Μουσουλμάνων.[127]
Οι Παρτιζάνοι ήταν επίσης στόχοι τρομοκρατικών ενεργειών. Στην Περιοχή της Στρατιωτικής Διοίκησης της Σερβίας εκτός από μερικές τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον των ανδρών του Nέντιτς και του Λιότιτς και στο Μαυροβούνιο κατά των αυτονομιστών, η τρομοκρατία κατευθυνόταν αποκλειστικά κατά των Παρτιζάνων, των οικογενειών τους και των συμπαθούντων τους με ιδεολογικά κριτήρια. Ο στόχος ήταν η πλήρης εξόντωση των Παρτιζάνων.[128] Οι Τσέτνικ δημιούργησαν καταλόγους ατόμων που επρόκειτο να εκκαθαριστούν και ειδικές μονάδες γνωστές ως «μαύρες τρόικες» εκπαιδεύτηκαν για να εκτελούν αυτές τις τρομοκρατικές ενέργειες[129]. Το καλοκαίρι του 1942, με τη χρήση ονομάτων που παρείχε ο Μιχαήλοβιτς, κατάλογοι υποστηρικτών των Nέντιτς και Λιότιτς, υποψήφιων να δολοφονηθούν ή να απειληθούν μεταδίδονταν μέσω του ραδιοφώνου του BBC σε εκπομπές ειδήσεων στη Σερβοκροατική. Μόλις οι Βρετανοί το ανακάλυψαν οι εκπομπές σταμάτησαν, αν και αυτό δεν εμπόδισε τους Τσέτνικ να συνεχίσουν τις δολοφονίες [130].
Απώλεια της Συμμαχικής υποστήριξης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Για να συλλέξουν πληροφορίες οι πράκτορες των Δυτικών Συμμάχων διείσδυαν τόσο στους Παρτιζάνους όσο και στους Τσέτνικ. Οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν από τους συνδέσμους ήταν κρίσιμες για την επιτυχία των αποστολών εφοδιασμού και ήταν η πρωταρχική επιρροή στη στρατηγική των Συμμάχων στη Γιουγκοσλαβία. Η αναζήτηση πληροφοριών συνέβαλε τελικά στην κατάρρευση των Τσέτνικ και στην εξάλειψή τους από τους Παρτιζάνους. Οι Γερμανοί διεξήγαγαν τη Fall Schwarz, μία από σειρά επιθέσεων κατά των μαχητών της αντίστασης, όταν ο Ουίλιαμ Ντήκιν εστάλη από τους Βρετανούς για να συγκεντρώσει πληροφορίες. Οι εκθέσεις του περιελάμβαναν δύο σημαντικές παρατηρήσεις. Η πρώτη ήταν ότι οι Παρτιζάνοι πολεμούσαν γενναία τη Γερμανική 1η Ορεινή και την 104η Ελαφρά Μεραρχία, είχαν υποστεί σημαντικές απώλειες και χρειάζονταν υποστήριξη. Η δεύτερη παρατήρηση ήταν ότι ολόκληρη η Γερμανική 1η Ορεινή Μεραρχία είχε μεταφερθεί από τη Ρωσία σε σιδηροδρομικές γραμμές μέσω περιοχών ελεγχόμενων από τους Τσέτνικ. Η αποκωδικοποίηση από τους Βρετανούς των γερμανικών μηνυμάτων επιβεβαίωσε το γεγονός.
Συνολικά οι εκθέσεις πληροφοριών είχαν ως αποτέλεσμα το αυξημένο ενδιαφέρον των Συμμάχων για τις αεροπορικές επιχειρήσεις στη Γιουγκοσλαβία και την αλλαγή πολιτικής [131]. Τον Σεπτέμβριο του 1943 η Βρετανική πολιτική υπαγόρευε ισότιμη βοήθεια προς τους Τσέτνικ και τους Παρτιζάνους, αλλά τον Δεκέμβριο οι σχέσεις μεταξύ των Τσέτνικ και των Βρετανών ψυχράνθηκαν, μετά την άρνηση των Τσέτνικ να εκτελέσουν εντολές για δολιοφθορές στους Γερμανούς χωρίς την εγγύηση Συμμαχικής απόβασης στα Βαλκάνια. Με την πάροδο του χρόνου αφαιρέθηκε η βρετανική υποστήριξη προς τους Τσέτνικ, που αρνήθηκαν να σταματήσουν να συνεργάζονται με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς για να πολεμούν τους Παρτιζάνους, που ήταν πρόθυμοι να αυξήσουν τη δράση τους κατά του Αξονα.[132]
Μετά τη Διάσκεψη της Τεχεράνης οι Παρτιζάνοι έλαβαν επίσημη αναγνώριση ως νόμιμη εθνική απελευθερωτική δύναμη από τους Συμμάχους, που στη συνέχεια δημιούργησαν τη Βαλκανική Πολεμική Αεροπορία (με την επιρροή και την εισήγηση του Ταξίαρχου Φιτζρόι Μακλήν) με σκοπό την παροχή περισσότερων εφοδίων και τακτικής αεροπορικής υποστήριξης στους Παρτιζάνους.[133] Τον Φεβρουάριο του 1944 οι Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς δεν ικανοποίησαν τις βρετανικές απαιτήσεις να κατεδαφίσουν τις βασικές γέφυρες πάνω από τα ποτάμια Μοράβα και Ιμπάρ, κάνοντας τους Βρετανούς να αποσύρουν τους συνδέσμους τους και να σταματήσουν να εφοδιάζουν τους Τσέτνικ.[134]
Στις 14 Αυγούστου 1944 υπογράφηκε στο νησί Βις η συμφωνία Tίτο-Σούμπασιτς μεταξύ των Παρτιζάνων και της εξόριστης Κυβέρνησης. Η συμφωνία καλούσε όλους τους Κροάτες, τους Σλοβένους και τους Σέρβους να προσχωρήσουν στους Παρτιζάνους. Ο Μιχαήλοβιτς και οι Τσέτνικ αρνήθηκαν να δεχτούν τη συμφωνία της Βασιλικής Κυβέρνησης και συνέχισαν να παρενοχλούν τους Παρτιζάνους, επίσημη πλέον Γιουγκοσλαβική Συμμαχική δύναμη. Έτσι στις 29 Αυγούστου 1944 ο Βασιλιάς Πέτρος Β΄ απέλυσε τον Μιχαήλοβιτς από Αρχηγό του Επιτελείου του Γιουγκοσλαβικού Στρατού και στις 12 Σεπτεμβρίου ορίστηκε στη θέση του ο Στρατάρχης Γιόσιπ Μπροζ Τίτο. Στις 6 Οκτωβρίου 1944 η κυβέρνηση Νέντιτς μεταβίβασε τη Σερβική Εθνοφρουρά υπό τη διοίκηση του Μιχαήλοβιτς, μολονότι η συνεργασία τους αποδείχθηκε αδύνατη και έληξε τον Ιανουάριο του 1945 ενώ ήταν στη Βοσνία [133]. Καθώς η στήριξη μετατοπίστηκε προς τους Παρτιζάνους, οι Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς επιχείρησαν να ξανακερδίσουν τη Συμμαχική υποστήριξη, επιδεικνύοντας την προθυμία τους να βοηθήσουν τους Συμμάχους.[135] Βοήθησαν στη διάσωση 417 Συμμαχικών αεροπόρων στην Επιχείρηση Χάλυαρντ, που τη χρησιμοποίησαν για να «αποκομίσουν τα μέγιστα πολιτικά και προπαγανδιστικά»[136], ενώ σε άλλες περιπτώσεις οι Τσέτνικ διέσωσαν επίσης Γερμανούς αεροπόρους και καταδίωξαν Συμμαχικούς αεροπόρους για τους Γερμανούς.[137] Ο Μιχαήλοβιτς έλαβε αργότερα το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής από τον Αμερικανό πρόεδρο Χάρυ Τρούμαν για τη διάσωση των Συμμαχικών πιλότων Tomasevich 1975,[138]
Συνεργασία με τους Σοβιετικούς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Σεπτέμβριο του 1944 οι Σοβιετικοί εισέβαλαν και κατέλαβαν τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, αποσύροντάς τες από τον πόλεμο και φέρνοντας τις Σοβιετικές δυνάμεις στα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας. Οι Τσέτνικ δεν ήταν απροετοίμαστοι γι'αυτό και σε όλη τη διάρκεια του πολέμου η προπαγάνδα τους προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τα φιλορωσικά και πανσλαβιστικά αισθήματα της πλειοψηφίας του Σερβικού πληθυσμού. Η διάκριση μεταξύ του Ρωσικού λαού και της κομμουνιστικής κυβέρνησής του υπερτονίστηκε, όπως και η υποτιθέμενη διαφορά μεταξύ των Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων, που φέρονταν να είναι Τροτσκιστές, και των Σοβιετικών, που ήταν Σταλινικοί.[139]
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1944 μια αποστολή των Τσέτνικ περίπου 150 ανδρών, υπό τον Αντισυνταγματάρχη Βέλιμιρ Πίλετιτς, διοικητή της βορειοανατολικής Σερβίας, πέρασε από τον Δούναβη στη Ρουμανία και απέκτησε επαφή με τις Σοβιετικές δυνάμεις στην Κραϊόβα[140]. Ο κύριος σκοπός τους, σύμφωνα με τα απομνημονεύματα ενός από αυτούς, του Αντισυντ. Mίοντραγκ Ράτκοβις, ήταν να αποσπάσουν τη συμφωνία των Σοβιετικών σε ορισμένους πολιτικούς στόχους: την παύση του εμφυλίου πολέμου μέσω της σοβιετικής διαμεσολάβησης, τις ελεύθερες εκλογές υπό την εποπτεία των Συμμαχικών δυνάμεων και την αναβολή κάθε δίκης σχετικής με τον πόλεμο μέχρι τις εκλογές. Πριν η αποστολή μπορέσει να πάει στο Βουκουρέστι, όπου ήταν οι Αμερικανικές και Βρετανικές στρατιωτικές αποστολές, τα μέλη της καταγγέλθηκαν από έναν από τους βοηθούς του Πίλετιτς ως Βρετανοί κατασκόποι και συνελήφθησαν από τους Σοβιετικούς την 1η Οκτωβρίου.[141]
Οι Τσέτνικ, πιστεύοντας ότι μπορούσαν να πολεμήσουν ως σύμμαχοι των Σοβιετικών την ίδια στιγμή που πολεμούσαν τους Παρτιζάνους, κατάφεραν πράγματι να πετύχουν κάποια τοπική συνεργασία με τους πρώτους αντιμαχόμενοι τους Γερμανούς. Σε μια εγκύκλιο της 5ης Οκτωβρίου ο Μιχαήλοβιτς έγραψε: «Θεωρούμε τους Ρώσους ως συμμάχους μας. Ο αγώνας εναντίον των δυνάμεων του Τίτο στη Σερβία θα συνεχιστεί». Οι Γερμανοί γνώριζαν τις διαθέσεις των Τσέτνικ από ραδιοφωνικές εκπομπές και οι πληροφορίες τους ανέφεραν στις 19 Οκτωβρίου ότι «οι Τσέτνικ δεν έχουν προετοιμαστεί ποτέ από τον Ντράζα Μιχαήλοβιτς μέσω κατάλληλης προπαγάνδας για σύγκρουση με τους Ρώσους. Αντίθετα ο Ντράζα Μιχαήλοβιτς συντηρεί τον μύθο ότι οι Ρώσοι, ως σύμμαχοι των Αμερικανών και των Βρετανών, δεν θα ενεργήσουν ποτέ ενάντια στα συμφέροντα των Σέρβων εθνικιστών».[141]
Ο διοικητής μιας ομάδας των Σωμάτων Αιφνιδιασμού, ο Συντ. Κεσέροβιτς, ήταν ο πρώτος αξιωματικός των Τσέτνικ, που συνεργάστηκε με τους Σοβιετικούς. Στα μέσα Οκτωβρίου τα στρατεύματά του συναντήθηκαν με τις Σοβιετικές δυνάμεις που προέλαυναν από τη Βουλγαρία στην κεντροανατολική Σερβία και μαζί κατέλαβαν την πόλη Κρούσεβατς, την οποία φεύγοντας οι Σοβιετικοί άφησαν στην ευθύνη του Κεσέροβιτς. Μέσα σε τρεις ημέρες ο Κεσέροβιτς προειδοποίησε τους υποδιοικητές του ότι οι Ρώσοι μιλούσαν μόνο με τους Παρτιζάνους και αφόπλιζαν τους Τσέτνικ. Ο Κεσέροβιτς ανέφερε στην Ανώτατη Διοίκηση στις 19 Οκτωβρίου ότι ο εκπρόσωπός του στη Σοβιετική μεραρχία είχε επιστρέψει με ένα μήνυμα που διέταζε τους άντρες του να αφοπλιστούν και να ενσωματωθούν στις ένοπλες δυνάμεις των Παρτιζάνων στις 18 Οκτωβρίου.[142]
Ένας άλλος διοικητής των Τσέτνικ που συνεργάστηκε με τους Σοβιετικούς ήταν ο Λοχαγός Πρέντραγκ Ράκοβιτς του Δεύτερου Σώματος της Ράβνα Γκόρα, του οποίου οι άνδρες συμμετείχαν στην κατάληψη του Τσάτσακ, όπου συνέλαβαν 339 στρατιώτες του Russisches Schutzkorps Serbien (δύναμη αντικομμουνιστών Λευκών Ρώσων εμικρέδων), που τους παρέδωσαν στους Σοβιετικούς. Ο Ράκοβιτς είχε προφανώς γραπτή συμφωνία με τον τοπικό Σοβιετικό διοικητή, θέτοντας τον εαυτό του και τους άνδρες του υπό σοβιετική διοίκηση σε αντάλλαγμα για την αναγνώριση ότι ήταν άντρες του Μιχαήλοβιτς. Μετά από μια διαμαρτυρία από τον Τίτο στον Στρατάρχη Φίοντορ Τολμπούχιν, διοικητή του μετώπου, η συνεργασία με τους Κεσέροβιτς και Ράκοβιτς τερματίστηκε. Μέχρι τις 11 Νοεμβρίου ο τελευταίος είχε κρυφτεί και οι δυνάμεις του είχαν φύγει προς τα δυτικά για να αποφύγουν τον αφοπλισμό τους και την υπαγωγή τους στον έλεγχο των Παρτιζάνων.[143] Μετά την πτώση του Βελιγραδίου στα Σοβιετικά και Παρτιζάνικα στρατεύματα, υπήρχαν ελάχιστες ελπίδες ότι οι Τσέτνικ θα επιβιώσουν ως νόμιμη μάχιμη δύναμη στη Γιουγκοσλαβία.
Υποχώρηση και διάλυση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τέλος τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1945, καθώς οι νικηφόροι Παρτιζάνοι κατέλαβαν την επικράτεια της χώρας, πολλοί Τσέτνικ υποχώρησαν προς την Ιταλία και μια μικρότερη ομάδα προς την Αυστρία. Πολλοί συνελήφθησαν από τους Παρτιζάνους ή επιστράφηκαν στη Γιουγκοσλαβία από Βρετανικές δυνάμεις, ενώ μερικοί σκοτώθηκαν μετά τον επαναπατρισμό. Ορισμένοι δικάστηκαν για προδοσία και καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης ή σε θάνατο. Πολλοί εκτελέστηκαν συνοπτικά, ειδικά κατά τους πρώτους μήνες μετά το τέλος του πολέμου. Ο Μιχαήλοβιτς και οι λίγοι απομείναντες οπαδοί του προσπάθησαν να πολεμήσουν υποχωρώντας στη Ράβνα Γκόρα, αλλά ο ίδιος συνελήφθη από δυνάμεις των Παρτιζάνων. Τον Μάρτιο του 1946 ο Μιχαήλοβιτς μεταφέρθηκε στο Βελιγράδι, όπου τον Ιούλιο δικάστηκε και εκτελέστηκε με την κατηγορία της προδοσίας. Τα τελευταία χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμο, πολλοί Τσέτνικ αυτομόλησαν από τις μονάδες τους, καθώς ο αρχηγός των Παρτιζάνων, Στρατάρχης Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, κήρυξε γενική αμνηστία σε όλους όσοι είχαν κάποια στιγμή αυτομολήσει.
Τα μετά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]ΣΟΔ Γιουγκοσλαβίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Τσέτνικ τέθηκαν εκτός νόμου στη νέα Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας. Στις 29 Νοεμβρίου 1945 ο Βασιλιάς Πέτρος Β΄εκθρονίστηκε από τη Γιουγκοσλαβική Συντακτική Συνέλευση μετά από ένα δημοψήφισμα με συντριπτική πλειοψηφία. Οι ηγέτες των Τσέτνικ είτε διέφυγαν από τη χώρα είτε συνελήφθησαν από τις αρχές. Στις 13 Μαρτίου 1946 ο Μιχαήλοβιτς συνελήφθη από την ΟΖΝΑ, υπηρεσία ασφαλείας της Γιουγκοσλαβίας. Προσήχθη σε δίκη, κρίθηκε ένοχος εσχάτης προδοσίας κατά της Γιουγκοσλαβίας, καταδικάστηκε σε θάνατο και στη συνέχεια εκτελέστηκε με τυφεκισμό στις 17 Ιουλίου.[144]
Το 1947 ο Τζούγιτς δικάστηκε και καταδικάστηκε ερήμην για εγκλήματα πολέμου από τη Γιουγκοσλαβία[145] Κηρύχθηκε εγκληματίας πολέμου γιατί, ως διοικητής της Μεραρχίας Ντίναρα, ήταν υπεύθυνος για την οργάνωση και τη διεξαγωγή σειράς μαζικών δολοφονιών, σφαγών, βασανιστηρίων, βιασμών, ληστειών και φυλακίσεων και τη συνεργασία με τους Γερμανούς και Ιταλούς κατακτητές[146] Κατηγορήθηκε ότι ήταν υπεύθυνος για τους θανάτους 1.500 ανθρώπων κατά τη διάρκεια του πολέμου.[147]
Μετά την άφιξή του στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Τζούγιτς και οι μαχητές του διαδραμάτισαν ρόλο στην ίδρυση του Κινήματος Ράβνα Γκόρα των Σέρβων Τσέτνικ[145]. Άλλες ομάδες των Τσέτνικ κατέφυγαν στις μεσοδυτικές Ηνωμένες Πολιτείες και την Αυστραλία[148]
Τον Ιανουάριο του 1951 η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση κατηγόρησε 16 άτομα προσκείμενα στους Τσέτνικ ως μέλη συνωμοσίας που σχεδίαζε να ανατρέψει την κυβέρνηση και να επαναφέρει τον Βασιλιά Πέτρο στη βοήθεια των γαλλικών και αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Από τους κατηγορούμενους 15 καταδικάστηκαν σε πολυετείς ποινές φυλάκισης και ένας σε θάνατο. Στις 12 Ιανουαρίου 1952 η κυβέρνηση ανέφερε ότι τέσσερις ή πέντε «ταξιαρχίες» των Τσέτνικ που καθεμία αριθμούσε περίπου 400 άνδρες υπήρχαν ακόμη και βρίσκονταν στα σύνορα με την Ουγγαρία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και την Αλβανία και στα δάση του Μαυροβουνίου, επιτιθέμενες σε συναντήσεις του κομμουνιστικού κόμματος και σε κτίρια της αστυνομίας. Μέχρι τον Νοέμβριο του 1952 μικρές ομάδες Τσέτνικ δρούσαν σε βουνά και δάση γύρω από το Καλίνοβικ και το Τρνόβο. Δίκες Τσέτνικ για την περίοδο του πολέμου διεξάγονταν μέχρι το 1957.[149]
Το 1975 ο Nίκολα Kάβαγια, συμπαθών των Τσέτνικ της διασποράς που ζούσε στο Σικάγο και ανήκε στο Σερβικό Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας (SNDC), ήταν καθ' ομολογία του υπεύθυνος για τη βομβιστική επίθεση στην κατοικία ενός Γιουγκοσλάβου προξένου, την πρώτη μιας σειρά επιθέσεων σε στόχους του Γιουγκοσλαβικού κράτους στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά. Ο ίδιος και οι συσσυνωμότες του συνελήφθηααν σε μια παγίδα που στήθηκε από το FBI και καταδικάστηκαν για τρομοκρατία για την πραγματοποίηση και τον σχεδιασμό βομβιστικών ενεργειών δύο Γιουγκοσλαβικές δεξιώσεις για την Εθνική Γιορτή της Γιουγκοσλαβίας. Αργότερα το ίδιο έτος, κατά τη διάρκεια της πτήσης για να εκτίσει την ποινή του, έκανε αεροπειρατεία στην πτήση 293 της American Airlines με σκοπό να ρίξει το αεροπλάνο στην έδρα του Τίτο στο Βελιγράδι, αλλά μεταπείστηκε. Τελικά του υποβλήθηκε 67ετής ποινή φυλάκισης[148].
Κληρονομιά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γιουγκοσλαβικοί Πόλεμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς το 1989 διάφορες ομάδες Τσέτνικ έκαναν μια «επιστροφή»[150] και το καθεστώς του «συνέβαλε καθοριστικά στην έναρξη της εξέγερσης των Τσέτνικ το 1990-1992 και στη συνέχεια στη χρηματοδότησή της»[151] Η ιδεολογία των Τσέτνικ επηρεάστηκε από το μνημόνιο της Σερβικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών του 1985-1986[151]. Στις 28 Ιουνίου 1989, την 600ή επέτειο της Μάχης του Κοσσυφοπεδίου, Σέρβοι στη βόρεια Δαλματία, το Κνίν, το Ομπροβατς και το Μπένκοβατς, όπου υπήρχαν «παλαιά προπύργια των Τσέτνικ», πραγματοποίησαν τις πρώτες αντικροατικές κυβερνητικές διαδηλώσεις.[152]
Την ίδια ημέρα ο Τζούγιτς δήλωσε ότι ο Βόισλαβ Σέσελι «αναλαμβάνει αμέσως τον ρόλο του βοεβόδα των Τσέτνικ»[153] και τον διέταξε να «εκδιώξει όλους τους Κροάτες, τους Αλβανούς και άλλα ξένα στοιχεία από το ιερό Σερβικό έδαφος», δηλώνοντας ότι θα επιστρέψει μόνο όταν η Σερβία εκκαθαριστεί από «τον τελευταίο Εβραίο, Αλβανό και Κροάτη»[154]. Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία ξεκίνησε την περιόδευση της λειψανοθήκης του Πρίγκιπα Λάζαρου, που είχε συμμετάσχει στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου και είχε ανακηρυχτεί άγιος, και το καλοκαίρι έφτασε στη Μητρόπολη Ζβόρνικ-Τούζλα της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, όπου υπήρχε μια αίσθηση «ιστορικής τραγωδίας του Σερβικού λαού, που βιώνει ένα νέο Κοσσυφοπέδιο «συνοδευόμενη από εθνικιστικές διακηρύξεις και αγιοποίηση των Τσέτνικ.[155]
Αργότερα το ίδιο έτος οι Σέσελι, Βουκ Ντράσκοβιτς και Mίρκο Γιόβιτς σχημάτισαν τη Σερβική Εθνική Ανανέωση (SNO)[156], κόμμα των Τσέτνικ[157]. Τον Μάρτιο του 1990 ο Ντράσκοβιτς και ο Σέσελι αποχώρησαν για να σχηματίσουν ένα ξεχωριστό κόμμα των Τσέτνικ, το Σερβικό Κίνημα Ανανέωσης (SPO).[158]. Στις 18 Ιουνίου 1990 ο Σέσελι οργάνωσε το Σερβικό Κίνημα Τσέτνικ (SČP) αν και δεν εγκρίθηκε η επίσημη εγγραφή του λόγω της προφανούς συνταύτισής του με τους Τσέτνικ. Στις 23 Φεβρουαρίου 1991 συγχωνεύθηκε με το Εθνικό Ριζοσπαστικό Κόμμα (NRS), ιδρύοντας το Σερβικό Ριζοσπαστικό Κόμμα (SRS) με πρόεδρο το Σέσελι και αντιπρόεδρο τον Τόμισλαβ Νίκολιτς[159]. Ήταν ένα κόμμα των Τσέτνικ[157] προσανατολισμένο προς τον νεοφασισμό, αγωνιζόμενο για την εδαφική επέκταση της Σερβίας.[159][160] Τον Ιούλιο του 1991 ξέσπασαν στην Κροατία συγκρούσεις μεταξύ Σέρβων και Κροατώ και έγιναν συλλαλητήρια στα βουνά της Ράβνα Γκόρα με συνθήματα υπέρ του πολέμου και αναπολούμενες «δόξες» των σφαγών Κροατών και Μουσουλμάνων από τους Τσέτνικ κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[161] Το SPO πραγματοποίησε πολλές συγκεντρώσεις στη Ράβνα Γκόρα.[162][163]
Κατά τη διάρκεια των Γιουγκοσλαβικών Πολέμων πολλοί Σέρβοι παραστρατιωτικοί χαρακτήρισαν εαυτούς ως Τσέτνικ.[150] Η στρατιωτική πτέρυγα του SRS ήταν γνωστή ως «Τσέτνικ» και προμηθευόταν όπλα από τον Γιουγκοσλαβικό Λαϊκό Στρατό (JNA) και τη Σερβική αστυνομία[164]. Ο Σέσελι βοηθούσε προσωπικά τον εξοπλισμό των Σέρβων της Κροατίας[164] και στρατολόγησε εθελοντές στη Σερβία και το Μαυροβούνιο, στέλνοντας 5.000 άνδρες στην Κροατία και 30.000 στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη[165]. Σύμφωνα με το Σέσελι «οι Τσέτνικ δεν ενεργούσαν ποτέ έξω από την αιγίδα του Γιουγκοσλαβικού Λαϊκού Στρατού και της Σερβικής αστυνομίας»[164]. Ο Ζέλικο Ραζνάτοβιτς, ένας αυτοαποκαλούμενος Τσέτνικ, ηγείτο μιας δύναμης Τσέτνικ που ονομαζόταν Σερβική Εθελοντική Φρουρά (SDG)[166] και που ιδρύθηκε στις 11 Οκτωβρίου 1990.[167] Η SDG συνδεόταν με το Υπουργείο Εσωτερικών της Σερβίας[168], επιχειρούσε υπό τη διοίκηση του JNA,[169] και αναφερόταν απευθείας στον Μιλόσεβιτς.[170] Είχε 1.000 - 1.500 άνδρες.[165] Ο Γιόβιτς, τότε Σέρβος Υπουργός Εσωτερικών, οργάνωσε την πτέρυγα νεολαίας της SNO ως Λευκούς Αετούς,[168] παραστρατιωτικούς που βασίζονταν αρκετά στο κίνημα των Τσέτνικ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου[152] και έκαναν έκκληση για μια «Χριστιανική, Ορθόδοξη Σερβία χωρίς κανένα Μουσουλμάνο και κανέναν άπιστο.»[171] Συνδεόταν με το SRS, αν και ο Σέσελι το αρνιόταν[172].
Τόσο οι Λευκοί Αετοί όσο και η SDG έπαιρναν οδηγίες από τη Γιουγκοσλαβική Υπηρεσία Αντικατασκοπείας[164] Τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1991 οι Τσέτνικ του Οζρεν (βουνό της Βοσνίας) ιδρύθηκαν για να «συνεχίσουν τις «καλύτερες» παραδόσεις των Τσέτνικ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου».[173] Υπήρχε επίσης μια παραστρατιωτική ομάδα, οι Εκδικητές Τσέτνικ υπό την ηγεσία του Mίλαν Λούκιτς[174], που αργότερα ανέλαβε τη διοίκηση των Λευκών Αετών[172]. Μια μονάδα Τσέτνικ υπό την ηγεσία του Σλάβκο Αλεκσιτς επιχειρούσε υπό τη διοίκηση του Στρατού της Σερβικής Δημοκρατίας. Το 1991 πολέμησε στην περιοχή Κράινα της Κροατίας και το 1992 γύρω από το Σαράγεβο στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη[175].
Ο Μιλόσεβιτς και ο Ράντοβαν Κάρατζιτς, πρόεδρος της αυτοανακηρυχθείσας Σερβικής Δημοκρατίας, χρησιμοποίησαν τις δυνάμεις των Τσέτνικ των Σέσελι και Ραζνάτοβιτς ως μέρος του σχεδίου τους για την εκδίωξη των μη Σέρβων και για τη δημιουργία μιας Μεγάλης Σερβίας μέσω της εθνοκάθαρσης, της τρομοκρατίας και της κατάπτωσης του ηθικού.[176] Οι σχηματισμοί των Σέσελι και Ραζνάτοβιτς επιχειρούσαν ως «αυτόνομες» ομάδες στο σχέδιο RAM,[177] που επιδίωκε να οργανώσει τους Σέρβους εκτός Σερβίας, να εδραιώσει τον έλεγχο των Σερβικών Δημοκρατικών Κομμάτων και να εξασφαλίσει όπλα και πυρομαχικάJudah 2000, σελ. 170.</ref>, σε μια προσπάθεια ίδρυσης μια χώρας, χώρα όπου «όλοι οι Σέρβοι με τα εδάφη τους θα ζούσαν μαζί στο ίδιο κράτος».[178] Σύμφωνα με τον ιστορικό Nόελ Μάλκολμ, «τα μέτρα που έλαβαν ο Κάρατζιτς και το κόμμα του - [ανακηρύσσοντας Σερβικές] «Αυτόνομες Περιοχές», εξοπλισμός του Σερβικού πληθυσμού, μικρά τοπικά επεισόδια, διαρκής προπαγάνδα, αίτημα για «προστασία» του ομοσπονδιακού στρατού - ταιριάζουν ακριβώς με ό, τι είχε γίνει στην Κροατία. Λίγοι παρατηρητές θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν ότι ένα ενιαίο σχέδιο ήταν σε λειτουργία».
Οι μονάδες των Τσέτνικ ενεπλάκησαν σε μαζικές δολοφονίες και εγκλήματα πολέμου[150]. Το 1991 η κροατική κωμόπολη Ερντουτ καταλήφθηκε από την SDG και το JNA[179] και προσαρτήθηκε στο κράτος-μαριονέτα της Δημοκρατίας της Σερβικής Κράινα. Κροάτες και άλλοι μη Σέρβοι εκδιώχθηκαν ή σκοτώθηκαν και Σέρβοι εποίκισαν τα κενά χωριά στην περιοχή.[180] Την 1η Απριλίου 1992 η SDG επιτέθηκε στην Μπιέλινα και προέβη σε σφαγή των Μουσουλμάνων αμάχων[181]. Στις 4 Απριλίου άτακτοι Τσέτνικ βοήθησαν τον JNA στον βομβαρδισμό του Σαράγεβο. Στις 6 Απριλίου οι Τσέτνικ και ο JNA επιτέθηκαν στην Μπιέλινα, τη Φότσα, το Μπράτουνατς και το Βίσεγκραντ. Στις 9 Απριλίου οι Τσέτνικ της SDG και του Σέσελι βοήθησαν τον JNA και τις ειδικές μονάδες των Σερβικών δυνάμεων ασφαλείας να καταλάβουν το Ζβόρνικ και να εξαλείψουν τον τοπικό Μουσουλμανικό πληθυσμό[182].
Οι εκθέσεις που έστειλε ο Ραζνάτοβιτς στους Μιλόσεβιτς, Ράτκο Μλάντιτς και Μπλάγκογιε Ατζιτς ανέφεραν ότι το σχέδιο προχωρούσε, σημειώνοντας ότι η ψυχολογική επίθεση στον Βοσνιακό πληθυσμό στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη ήταν αποτελεσματική και έπρεπε να συνεχιστεί.[183] Οι δυνάμεις των Τσέτνικ διεξήγαγαν επίσης μαζικές δολοφονίες στο Βούκοβαρ και τη Σρεμπρένιτσα[150]. Οι Λευκοί Αετοί ήταν υπεύθυνοι για τις σφαγές σε Βότσιν, Βίσεγκραντ, Φότσα, Σιέβεριν και Στρπτσι[172] και για την κατατρομοκράτηση του Μουσουλμανικού πληθυσμού στο Σαντζάκ[184]. Τον Σεπτέμβριο του 1992 οι Τσέτνικ προσπάθησαν να αναγκάσουν τους Μουσουλμάνους του Σαντζάκ στην Πλιέβλια να φύγουν, καταστρέφοντας τα καταστήματα και τα σπίτια τους, φωνάζοντας «Τούρκοι φύγετε» και «εδώ είναι Σερβία». Μέχρι τα μέσα του 1993 διέπραξαν πάνω από εκατό βομβιστικές επιθέσεις, απαγωγές, απελάσεις και τυφεκισμούς. Το SPO απειλούσε τους Μουσουλμάνους με απελάσεις όταν αντιδρούσαν στα αιτήματα για αυτονομία του Σαντζάκ.[185]
Στις 15 Μαΐου 1993 ο Σέσελι ανακήρυξε δεκαοκτώ (18) μαχητές των Τσέτνικ ως βοεβόδες, ονομάζοντας πόλεις που είχαν εκκκαθαριστεί από μη Σέρβους προς τιμή τους, και που τους ευλόγησε αργότερα ένας ορθόδοξος ιερέας.[186] Ο Σέσελι περιγράφηκε ως «ένας άνθρωπος του οποίου οι μονάδες δολοφόνων κομάντο που έδρασαν στην Κροατία και τη Βοσνία δημιούργησαν τη χειρότερη παράδοση των Τσέτνικ[187].
Αργότερα το SRS έγινε εταίρος του κυβερνητικού συνασπισμού του Μιλόσεβιτς και το 1998 ο Τζούγιτς δήλωσε δημοσίως ότι εξέφρασε τη λύπη του για την απονομή του τίτλου στο Σέσελι, λέγοντας: «Ήμουν αφελής όταν όρισα το Σέσελι [ως] βοεβόδα, ζητώ από τον λαό μου να με συγχωρήσει. Ο μεγαλύτερος νεκροθάφτης της Σερβίας είναι ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς»[147] και ότι είναι «απογοητευμένος από το Σέσελι για την ανοικτή συνεργασία του με το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Μιλόσεβιτς, με τους Κομμουνιστές που έχουν αλλάξει μόνο το όνομά τους ... Ο Σέσελι κηλίδωσε την υπόληψη των Τσέτνικ και του Σερβικού εθνικισμού».[188] Το 2000 ο Ραζνάτοβιτς δολοφονήθηκε πριν από τη δίωξη του από το Διεθνές Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY).[189] Το 2003 ο Σέσελι παραδόθηκε στο ICTY αντιμετωπίζοντας κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου[190] και αθωώθηκε το 2016.
Ο Νίκολιτς, που ο Σέσελι το 1993 τον είχε ανακηρύξει βοεβόδα[191] και του είχε απονείμει το παράσημο του Τάγματος των Ιπποτών των Τσέτνικ για το «προσωπικό θάρρος στην υπεράσπιση της πατρίδας»,[192] ανέλαβε το SRS[190] Ορκίστηκε να επιδιώξει μια Μεγάλη Σερβία «με ειρηνικά μέσα».[193] Το 2008 ο Λούκιτς καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου[194].
Σερβική ιστοριογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τη δεκαετία του 1980 οι Σέρβοι ιστορικοί ξεκίνησαν τη διαδικασία επανεξέτασης της αφήγησης του πώς ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε παρουσιαστεί στη Γιουγκοσλαβία, συνοδευόμενη από την αποκατάσταση του ηγέτη των Τσέτνικ Ντράζα Μιχαήλοβιτς.[195][196] Οντας προκατειλημμένοι για την εποχή αυτή, Σέρβοι ιστορικοί προσπάθησαν να υπερασπιστούν την ιστορία των Τσέτνικ παρουσιάζοντάς τους ως δίκαιους αγωνιστές της ελευθερίας που πολέμησαν τους Ναζί, αφαιρώντας από τα βιβλία της ιστορίας τις αμφιλεγόμενες συμμαχίες με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς[197][198][199][200], ενώ τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από τους Τσέτνικ ενάντια στους Κροάτες και τους Μουσουλμάνους στη σερβική ιστοριογραφία είναι ολοσχερώς «κρυμμένα στη σιωπή»[201].
Σύγχρονη περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σερβία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στη Σερβία υπήρξε μια αναβίωση του κινήματος Chetnik.[202][203] Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 το SPO διοργανώνει κάθε χρόνο το «Κοινοβούλιο της Ράβνα Γκόρα»[204] και το 2005 το οργάνωσε για πρώτη φορά με κρατική χρηματοδότηση[205]. Ο πρόεδρος της Κροατίας Στίπε Μέσιτς ακύρωσε αργότερα μια προγραμματισμένη επίσκεψη στη Σερβία, καθώς συνέπεσε με τη συγκέντρωση αυτή.[206] Οι άνθρωποι που παρευρίσκονται στην εκδήλωση φορούν απεικονίσεις των Τσέτνικ και τι-σερτ με τη μορφή του Μιχαήλοβιτς[207] ή του Μλάντιτς[204], που έχει καταδικαστεί για κατηγορίες γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εγκλημάτων πολέμου[208]. Το SRS με επικεφαλής τον Νίκολιτς, που εξακολουθεί να υποστηρίζει τη Μεγάλη Σερβία και έχει τις ρίζες του στο κίνημα των Τσέτνικ[209], κέρδισε τις εκλογές του 2003 με 27,7 % και 82 έδρες από τις 250 του Κοινοβουλίου.[203] Το 2005 ο Πατριάρχης Παύλος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας υποστήριξε το SRS[192], που αργότερα κέρδισε τις εκλογές του 2007 με 28,7 % των ψήφων[203] Το 2008 ο Νίκολιτς αποχώρησε από το SRS για το θέμα της συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και σχημάτισε το Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα[190].
Τα σερβικά σχολικά βιβλία από τη δεκαετία του 1990 περιέλαβαν ιστορική αναθεώρηση του ρόλου των Τσέτνικ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[210] Η επανεξέταση και η αναθεώρηση έχουν εστιαστεί κυρίως σε τρεις τομείς: τις σχέσεις Τσέτνικ -Παρτιζάνων, τη συνεργασία με τον Άξονα και τα εγκλήματα κατά των αμάχων[211]. Το σερβικό σχολικό βιβλίο του 2002 που προοριζόταν για τις τελευταίες τάξεις των λυκείων[211] υμνούσε τους Τσέτνικ ως εθνικούς πατριώτες, υποβάθμιζε το κίνημα των Παρτιζάνων και προκάλεσε διαμαρτυρίες από ιστορικούς[210]. Δεν περιείχε καμία αναφορά στη συνεργασία των Τσέτνικ με τους κατακτητές ή στις φρικαλεότητες που είχαν διαπράξει σε βάρος των μη Σέρβων. Οι Τσέτνικ που σκότωναν άτομα που συνεργάζονταν με τους κομμουνιστές αναφέρονταν ως αποστάτες-εξαιρέσεις.[212] Οι Τσέτνικ αναφέρονταν ως «ο πυρήνας της σερβικής αντίστασης στις πόλεις» και «αντίθετα προς τους κομμουνιστές, που ήθελαν να διασπάσουν τον εθνικό χώρο της Σερβίας, επιδίωξαν να επεκτείνουν τη Σερβία ενσωματώνοντας το Μαυροβούνιο, ολόκληρη τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, μέρος της Δαλματίας όπως το Ντουμπρόβνικ και το Ζαντάρ, ολόκληρη τη Σύρμια, συμπεριλαμβανομένων των Βούκοβαρ, Βίνκοβτσι και Νταλι, το Κοσσυφοπέδιο-Μετόχια και τη Νότια Σερβία (Βόρεια Μακεδονία)» και εμφανίζονταν ως προδομένοι από τους Συμμάχους[212] Το κίνημα των Τσέτνικ ισχυρίζεται ότι είναι το μοναδικό για τα «Σερβικά εθνικά συμφέροντα» και η ήττα του εξομοιώνεται με την ήττα της Σερβίας, διατυμπανίζοντας ότι: «Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Σέρβοι πολίτες καταστράφηκαν, το εθνικό κίνημα συνετρίβη και η διανόηση ισοπεδώθηκε»[213]. Μετά από τη δημόσια κριτική το βιβλίο του 2006 για την τελευταία τάξη του δημοτικού σχολείου αναφέρθηκε στη συνεργασία με τον Αξονα, αλλά προσπάθησε να το δικαιολογήσει και ανέφερε ότι όλες οι ομάδες κατά τον πόλεμο συνεργάστηκαν.[214]
Τον Μάρτιο του 2004 η Εθνοσυνέλευση της Σερβίας ψήφισε νέο νόμο που εξίσωνε τους Τσέτνικ και τους Παρτιζάνους ως εξ ίσου αντιφασίστες[215] [216], με 176 ψήφους υπέρ, 24 κατά και 4 αποχές. Ο Βόισλαβ Μιχαήλοβιτς, αντιπρόεδρος του Σερβικού Κοινοβουλίου και εγγονός του Ντράζα Μιχαήλοβιτς, δήλωσε ότι ήταν «καθυστερημένο, αλλά ικανοποιεί μια σημαντική μερίδα της Σερβίας, τους απογόνους τους. Δεν θα λάβουν οικονομικούς πόρους, αλλά θα έχουν την ικανοποίηση ότι οι παππούδες και πατέρες τους ήταν αληθινοί αγωνιστές για μια ελεύθερη Σερβία».[217] Οι ενώσεις των Παρτιζάνων βετεράνων πολέμου επέκριναν τον νόμο και δήλωσαν ότι η Σερβία ήταν« η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που ανακήρυξε ένα κίνημα κουίσλιγκ ως απελευθερωτικό και αντιφασιστικό».[218] Το 2009 τα σερβικά δικαστήρια αποκατέστησαν έναν από τους επικεφαλής ιδεολόγους των Τσέτνικ Ντράγκισα Βάσιτς.[219] Τον Σεπτέμβριο του 2012 το Συνταγματικό Δικαστήριο της Σερβίας κήρυξε τον νόμο του 2004 αντισυνταγματικό ότι οι βετεράνοι Τσέτνικ δεν είχαν δικαίωμα επιδόματος και ιατρικής βοήθειας διατηρώντας παράλληλα τα δικαιώματά τους για σύνταξη και αποκατάσταση[220].
Ο Σέρβος μπασκετμπολίστας Mίλαν Γκούροβιτς έχει ένα τατουάζ του Μιχαήλοβιτς στο αριστερό του χέρι, με αποτέλεσμα απαγόρευση από το 2004 να παίζει στην Κροατία όπου αυτό θεωρείται «υποκίνηση ... φυλετικού, εθνικού ή θρησκευτικού μίσους»[221]. Αργότερα η Βοσνία και Ερζεγοβίνη και η Τουρκία θέσπισαν μια ανάλογη απαγόρευση.[222] Ο Σέρβος ροκ μουσικός και ποιητής Μπόρα Τζόρτζεβιτς, ηγέτης του πολύ δημοφιλούς ροκ συγκροτήματος Ρίμπλια Τσόρμπα, είναι επίσης ένας αυτοανακηρυχθείς Τσέτνικ, αλλά τους ονομάζει «εθνικό κίνημα πολύ παλιότερο από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», προσθέτοντας ότι δεν μισεί άλλα έθνη και ποτέ δεν ήταν μέλος του SRS, ούτε υποστήριξε τη Μεγάλη Σερβία[223]
Μαυροβούνιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Μάιο του 2002, προετοιμάστηκαν σχέδια για ένα μνημειακό συγκρότημα της «Μαυροβουνιακής Ράβνα Γκόρα», κοντά στο Μπέρανε. Το συγκρότημα επρόκειτο να αφιερωθεί στον Τζούρισιτς, που όχι μόνο πέρασε ένα μέρος της νεότητάς του στο Μπέρανε αλλά είχε επίσης την έδρα του κατά τον πόλεμο εκεί[224]. Τον Ιούνιο του 2003 η Υπουργός Πολιτισμού του Μαυροβουνίου Βέσνα Κιλίμπαρντα απαγόρευσε την κατασκευή του μνημείου, λέγοντας ότι στο Υπουργείο Πολιτισμού δεν είχε υποβληθεί αίτηση για έγκριση της κατασκευής του[225].
Ο Σύνδεσμος Βετεράνων Πολέμου του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού (SUBNOR) αντιτάχθηκε στην κατασκευή του μνημείου λέγοντας ότι ο Τζούρισιτς ήταν εγκληματίας πολέμου, υπεύθυνος για τον θάνατο πολλών συναδέλφων του συνδέσμου τους και 7.000 Μουσουλμάνων[226]. Ο σύλλογος ανησύχησε επίσης για τις οργανώσεις που υποστήριξαν την κατασκευή του, συμπεριλαμβανομένης της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και του τμήματός της του Μαυροβουνίου, υπό τον Μητροπολίτη Αμφιλοχίου[227]. Η Μουσουλμανική Ένωση του Μαυροβουνίου καταδίκασε την κατασκευή και δήλωσε ότι «αυτή είναι μια προσπάθεια να τον αποκαταστήσουν και μια μεγάλη προσβολή στα παιδιά των αθώων θυμάτων και του Μουσουλμανικού λαού στο Μαυροβούνιο».[228] Στις 4 Ιουλίου η κυβέρνηση του Μαυροβουνίου απαγόρευσε τα αποκαλυπτήρια του μνημείου, δηλώνοντας ότι «προκάλεσε δημόσια ανησυχία, ενθάρρυνε τον διχασμό μεταξύ των πολιτών του Μαυροβουνίου και υποκίνησε το εθνικό και θρησκευτικό μίσος και τη μισαλλοδοξία».[229] Ένα δελτίο τύπου από την αρμόδια για την κατασκευή του μνημείου επιτροπή ανέφερε ότι οι ενέργειες της κυβέρνησης ήταν «απολύτως παράνομες και απαράδεκτες».[230] Στις 7 Ιουλίου το βάθρο που προετοιμάστηκε για την ανέγερση του μνημείου αφαιρέθηκε από την αστυνομία.[231][232]
Το 2011 το Σερβικό πολιτικό κόμμα του Μαυροβουνίου Νέα Σερβική Δημοκρατία (NOVA) ανανέωσε τις προσπάθειές του για την κατασκευή ενός μνημείου και δήλωσε ότι ο Τζούρισιτς και άλλοι βασιλικοί Γιουγκοσλάβοι αξιωματικοί ήταν «ηγέτες της εξέγερσης της 13ης Ιουλίου» και ότι «συνέχισαν τον αγώνα τους για την απελευθέρωση της χώρας υπό την ηγεσία του Βασιλιά Πέτρου και της Κυβέρνησης του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας».[233]
Βοσνία και Ερζεγοβίνη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 22 Ιουλίου 1996 η οντότητα της Σερβικής Δημοκρατίας στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη ψήφισε ένα νόμο για τα δικαιώματα των βετεράνων, που κάλυπτε ρητά τους πρώην Τσέτνικ, αλλά δεν συμπεριλάμβανε πρώην Παρτιζάνους[234].
Κατά τον Πόλεμο της Βοσνίας ο κεντρικός δρόμος του Μπρτσκο μετονομάστηκε σε "Λεωφόρο Στρατηγού Ντράζα Μιχαήλοβιτς" και στις 8 Σεπτεμβρίου 1997 ένα άγαλμα του Μιχαήλοβιτς στήθηκε στο κέντρο της πόλης.[235] Το 2000 ο δρόμος μετονομάστηκε σε «Λεωφόρο της Ειρήνης»[236]. και το 2004, μετά από άσκηση πίεσης από Βόσνιους επαναπατρισθέντες και παρέμβαση του Γραφείου του Ύπατου Εκπροσώπου, το άγαλμα μεταφέρθηκε σε ορθόδοξο νεκροταφείο που βρίσκεται στα περίχωρα του Μπρτσκο.[237] Απομακρύνθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2005 και στις 18 Αυγούστου 2013 τοποθετήθηκε στο Βίσεγκραντ[238].
Τον Μάιο του 1998 ιδρύθηκε το Κίνημα Τσέτνικ της Ράβνα Γκόρα της Σερβικής Δημοκρατίας και αυτοανακηρύχθηκε στρατιωτικός βραχίονας της SDS και του SRS. Τον Απρίλιο του 1998 υπήρξε η «ημερομηνία-κλειδί στην πρόσφατη ιστορία του» όταν ο Σέσελι μίλησε για μια συνάντηση στο Μπρτσκο με εκπροσώπους της SDS, του SRS, της Σερβικής Εθνικής Συμμαχίας (SNS), της Συνέλευσης των Σέρβων Αδελφών της Μητέρας Γεβρόσιμα, του Ανώτατυο Συμβούλιου των Βετεράνων Τσέτνικ της Σερβικής Δημοκρατίας και του Κίνηματος Τσέτνικ της Ράβνα Γκόρα της Σερβίας. Τον Απρίλιο του 1999 αναγνωρίστηκε νόμιμα και αργότερα μετονομάστηκε σε Σερβικό Εθνικό Πατριωτικό Κίνημα. Σημαντικά πρόσωπα στις απαρχές της ήταν οι Kάρατζιτς, Μλάντιτς, Nίκολα Πόπλασεν, Ντράγκαν Τσάβιτς, Μίρκο Μπάνιατς, Μίρκο Μπλαγκόγεβιτς, Βέλιμπορ Οστογιτς, Βόικο Μαξίμοβιτς και Μπόζινταρ Βουτσούρεβιτς. Λειτουργούσε σε δεκατέσσερις περιοχές όπου τα μέλη εργάζονταν σε "τρόικες", διεισδύοντας σε διάφορες πολιτικές οργανώσεις[239]. Στις 5 Μαΐου 2001 διέκοψε τις τελετές τοποθέτησης του ακρογωνιαίου λίθου για την ανοικοδόμηση του κατεστραμμένου τζαμού του Ομέρ Πασά στο Τρεμπίνιε[240] και στις 7 Μαΐου για το κατεστραμμένο τζαμί Φερχάτ Πασά στην Μπάνια Λούκα[239]. Το βοσνιακό περιοδικό Dani που συνδέεται με την εφημερίδα Oslobođenje ισχυρίστηκε ότι η "διεθνής κοινότητα" και ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη το χαρακτήρισαν τρομοκρατική και φιλοφασιστική οργάνωση[239]. Το 2005 ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Τζορτζ Μπους εξέδωσε διαταγή και τα περιουσιακά του στοιχεία στις ΗΠΑ, μαζί με εκείνα άλλων οργανώσεων, μπλοκαρίστηκαν λόγω της αντίθεσής του στη Συμφωνία του Ντέιτον[241].
Στις 12 Ιουλίου 2007, μια μέρα μετά τη 12η επέτειο της Σφαγής της Σρεμπρένιτσα και την ταφή 465 ακόμη θυμάτων, μια ομάδα ανδρών ντυμένων με στολές των Τσέτνικ παρέλασε στους δρόμους της Σρεμπρένιτσα. Όλοι φορούσαν εμβλήματα των στρατιωτικών μονάδων που διέπραξαν τη σφαγή τον Ιούλιο του 1995.[242] Στις 11 Ιουλίου 2009, μετά την ταφή 543 θυμάτων στη Σρεμπρένιτσα, μέλη του Κινήματος Τσέτνικ της Ράβνα Γκόρα έκαψαν τη σημαία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, διέσχισαν τους δρόμους φορώντας μπλουζάκια με το πρόσωπο του Μλάντιτς και τραγουδούσαν τραγούδια των Τσέτνικ[243].[244] [245] Μια ομάδα ανδρών και γυναικών συνδεόμενων με τη Σερβική ακροδεξιά ομάδα Όμπραζ «τραγουδούσε υβριστικά εναντίον των θυμάτων και υπέρ του κινήματος των Τσέτνικ, ζητώντας την εξάλειψη του Ισλάμ».[246]. Μια πλήρης αναφορά του συμβάντος υποβλήθηκε στο τοπική Εισαγγελία, αλλά κανείς δεν διώχθηκε.[247] Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης έχει αγωνιστεί για την ψήφιση νόμου που θα θέτει την ομάδα εκτός νόμου στη Βοσνία [248].
Κροατία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Mίλοραντ Πόποβατς του Ανεξάρτητου Δημοκρατικού Σερβικού Κόμματος στην Κροατία (ο σημερινός ηγέτης των Σέρβων της Κροατίας και μέλος του Κροατικού Κοινοβουλίου) περιέγραψε την οργάνωση ως "φασίστες δωσίλογους"[249].
Ηνωμένες Πολιτείες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Σερβοαμερικανοί έστησαν ένα μνημείο αφιερωμένο στον Πάβλε Τζούρισιτς στο Σερβικό νεκροταφείο στο Λιμπέριβιλ του Ιλινόι. Η διοίκηση και οι παίκτες της ποδοσφαιρικής ομάδας Ερυθρός Αστέρας Βελιγραδίου το επισκέφθηκαν στις 23 Μαΐου 2010.[250]
Ουκρανία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Μάρτιο του 2014 Σέρβοι εθελοντές αυτοαποκαλούμενοι Τσέτνικ, με επικεφαλής τον Σέρβο εθνικιστή Μπράτισλαβ Ζίβκοβιτς, ταξίδεψαν στη Σεβαστούπολη της Κριμαίας για να στηρίξουν τη φιλορωσική πλευρά στην κρίση της Κριμαίας. Μιλούσαν για «κοινό σλαβικό αίμα και ορθόδοξη πίστη», αναφέρθηκαν σε ομοιότητες με τους Κοζάκους και ισχυρίστηκαν ότι ανταπέδωσαν την υποστήριξη των Ρώσων εθελοντών που πολέμησαν στο πλευρό των Σέρβων κατά τους Γιουγκοσλαβικούς Πολέμους [251]. Συμμετέχοντας στις συνεχιζόμενες μάχες στην ανατολική Ουκρανία από την έναρξή τους στις αρχές του 2014, αναφέρθηκε τον Αύγουστο του 2014 ότι οι Τσέτνικ σκότωσαν 23 Ουκρανούς στρατιώτες και κατέλαβαν «σημαντικό αριθμό τεθωρακισμένων οχημάτων» κατά τη διάρκεια συγκρούσεων με τον Ουκρανικό στρατό.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Milazzo 1975, σελίδες 103–05.
- ↑ Milazzo 1975, σελ. 182.
- ↑ Milazzo 1975, σελ. 140.
- ↑ Milazzo 1975, σελίδες 185–86.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 Ramet 2006, σελ. 145.
- ↑ Ramet 2006, σελ. 147, Tomasevich 1975, σελίδες 224–25, Macdonald 2002, σελίδες 140–42, Pavlowitch 2007, σελίδες 65–67
- ↑ Milazzo 1975, σελίδες preface.
- ↑ Hehn 1971, σελ. 350· Pavlowitch 2002, σελ. 141, official name of the occupied territory.
- ↑ 9,0 9,1 Tomasevich 1975, σελ. 196.
- ↑ Blic, Decenijama palio sveću zaboravljenom heroju, blic.rs; accessed 09 March 2018.[χρειάζεται καλύτερη πηγή]
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 146.
- ↑ Milazzo 1975, σελ. 31.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελ. 63.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 246.
- ↑ Djokic, Dejan. "Coming To Terms With The Past: Former Yugoslavia." History Today 54.6 (2004): 17-19. History Reference Center. Web. 3 Mar. 2015.
- ↑ 16,0 16,1 Tomasevich 1975, σελ. 259.
- ↑ 17,0 17,1 Tomasevich 1975, σελίδες 256–261.
- ↑ MacDonald 2002, σελ. 142.
- ↑ Glenny, Misha (2001). THE BALKANS, Nationalism, War, and the Great Powers, 1804-1999. New York, U.S.A: PENGUIN BOOKS. σελ. 530.
- ↑ KUPAROVNA, MARCIA (2010). SHADOWS ON THE MOUNTAIN, The Allies, the Resistance, and the Rivalries That Doomed WWII Yugoslavia. New Jersey, U.S.A: John Wiley & Sons, Inc. σελ. 230,231.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 125.
- ↑ Online Etymology Dictionary 2011a.
- ↑ «Cakra». sanskritdictionary.com.
- ↑ Online Etymology Dictionary 2011b.
- ↑ 25,0 25,1 25,2 25,3 Roberts 1987, σελ. 21.
- ↑ Biliarsky 2007, σελίδες 316–317.
- ↑ Krakov 1990, σελίδες 147–166.
- ↑ Krakov 1990, σελίδες 168–172.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 116.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 117.
- ↑ Tomasevich 1975, σελίδες 117–118.
- ↑ Mitrović 2007, σελίδες 248–259.
- ↑ Mitrović 2007, σελίδες 261–273.
- ↑ Hupchick 1995, σελ. 143.
- ↑ Ramet 2006, σελίδες 46–48.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 118.
- ↑ 37,0 37,1 37,2 Tomasevich 1975, σελ. 119.
- ↑ Glas Javnosti & 26 May 2003.
- ↑ Ramet 2006, σελ. 89.
- ↑ Singleton 1985, σελ. 188.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελ. 52.
- ↑ Trbovich 2008, σελ. 133.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελ. 54.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 123.
- ↑ Roberts 1987, σελ. 67.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελ. 64.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 169.
- ↑ Judah 2000, σελίδες 121–122.
- ↑ Judah 2000, σελίδες 121–22.
- ↑ Tomasevich 1975, σελίδες 167–171.
- ↑ 51,0 51,1 Hoare 2006, σελ. 143.
- ↑ 52,0 52,1 52,2 Tomasevich 1975, σελ. 170.
- ↑ 53,0 53,1 53,2 53,3 Tomasevich 1975, σελ. 171.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελ. 112.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 172.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 174.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 261.
- ↑ 58,0 58,1 Ramet 2006, σελ. 143.
- ↑ Bailey 1998, σελ. 80.
- ↑ Tomasevich 2001, σελ. 142.
- ↑ Ramet 2006, σελ. 144.
- ↑ 62,0 62,1 Ramet 2006, σελ. 152.
- ↑ Ramet 2006, σελίδες 144–45.
- ↑ 64,0 64,1 64,2 64,3 64,4 Ramet 2006, σελ. 147.
- ↑ Roberts 1987, σελίδες 34–35.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 173–74.
- ↑ Milazzo 1975, σελ. 186.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 177.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 173–174.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 158.
- ↑ http://pdfs.jta.org/1942/1942-08-09_182.pdf?_ga=2.37106784.153683060.1535205071-485291335.1535205071
- ↑ 72,0 72,1 Cohen 1996, σελίδες 76–77.
- ↑ 73,0 73,1 73,2 Tomasevich 1969, σελ. 97.
- ↑ Tomasevich 2001, σελ. 492.
- ↑ 75,0 75,1 Velikonja 2003, σελ. 167.
- ↑ Tomasevich 1975, σελίδες 216–17.
- ↑ Tomasevich 2001, σελ. 494.
- ↑ Redžić 2005, σελίδες 145–146.
- ↑ Judah 2000, σελ. 122.
- ↑ Tomasevich 2001, σελ. 501.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 222.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 224.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 225.
- ↑ Tomasevich 2001, σελ. 125.
- ↑ Shub 1943, σελίδες 110–11.
- ↑ Tomasevich 1975, σελίδες 187–188.
- ↑ 87,00 87,01 87,02 87,03 87,04 87,05 87,06 87,07 87,08 87,09 87,10 87,11 87,12 87,13 Tomasevich 1975, σελ. 226.
- ↑ 88,0 88,1 88,2 Cohen 1996, σελ. 40.
- ↑ Velikonja 2003, σελίδες 166–67.
- ↑ 90,0 90,1 Tomasevich 1975, σελ. 352.
- ↑ Redžić 2005, σελ. 141.
- ↑ Roberts 1987, σελ. 20.
- ↑ Roberts 1987, σελ. 26.
- ↑ Roberts 1987, σελ. 27.
- ↑ 95,0 95,1 Tomasevich 2001, σελ. 308.
- ↑ Röhr 1994, σελ. 358.
- ↑ Ramet 2006, σελίδες 133–135.
- ↑ Tomasevich 2001, σελίδες 214–16.
- ↑ 99,0 99,1 99,2 Ramet 2006, σελίδες 133–35.
- ↑ Cohen 1996, σελ. 57.
- ↑ Macartney 1957, σελίδες 145-47.
- ↑ Macartney 1957, σελ. 180.
- ↑ Macartney 1957, σελ. 265.
- ↑ Macartney 1957, σελ. 355.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 173.
- ↑ Tomasevich 1975, σελίδες 256–57.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 47–49.
- ↑ Malcolm 1994, σελ. 175.
- ↑ Judah 2000, σελ. 120.
- ↑ Tomasevich 1975, σελίδες 171, 210, 256.
- ↑ Milazzo 1975, σελ. 64.
- ↑ Cigar 1995, σελ. 18.
- ↑ Karchmar 1987, σελ. 397.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελ. 80.
- ↑ Cigar 1995, σελ. 19.
- ↑ Hoare 2006, σελίδες 143-45.
- ↑ Hoare 2006, σελ. 145.
- ↑ 118,0 118,1 Tomasevich 1975, σελίδες 256–61.
- ↑ 119,0 119,1 Hoare 2006, σελίδες 146-47.
- ↑ 120,0 120,1 120,2 120,3 Tomasevich 1975, σελίδες 258–59.
- ↑ Hoare 2006, σελ. 331.
- ↑ Hoare 2013, σελ. 355.
- ↑ Čutura, Vlado. «Rađa se novi život na mučeničkoj krvi». Glas Koncila. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2015.
- ↑ Ramet 2006, σελ. 146.
- ↑ Vladimir Geiger. "Human Losses of the Croats in World War II and the Immediate Post-War Period Caused by the Chetniks (Yugoslav Army in the Fatherand) and the Partisans (People's Liberation Army and the Partisan Detachments of Yugoslavia/Yugoslav Army) and the Communist Authorities: Numerical Indicators". Croatian Institute of History: 85–87.
- ↑ Ramet 2006, σελ. 146.
- ↑ Mennecke 2012, σελ. 483.
- ↑ Τomasevich 1975, σσ. 259–61.
- ↑ Tomasevich 1975, σσ. 256–61.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 260.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 226.
- ↑ Tomasevich 1969, σσ. 101–02.
- ↑ 133,0 133,1 Tomasevich 2001, σελ. 228.
- ↑ Ramet 2006, σελ. 158.
- ↑ Cohen 1996, σελ. 48..
- ↑ Tomasevich 1975, σσ. 378–380.
- ↑ Cohen 1996, σελ. 48.
- ↑ σελ. 470.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 391.
- ↑ Timofejev 2010, σελ. 87.
- ↑ 141,0 141,1 Tomasevich 1975, σελ. 392.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 393.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 394.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 461..
- ↑ 145,0 145,1 Washington Times & 14 September 1999
- ↑ .Popović, Lolić & Latas 1988, σελ. 7.
- ↑ 147,0 147,1 Binder 1999.
- ↑ 148,0 148,1 Hockenos 2003, σσ. 116–19.
- ↑ Ramet 2006, σσ. 188–89
- ↑ 150,0 150,1 150,2 150,3 Totten & Bartrop 2008, σελ. 68.
- ↑ 151,0 151,1 Ramet 2006, σελ. 420.
- ↑ 152,0 152,1 Tanner 2001, σελ. 218.
- ↑ Cohen 1996, σελ. 207.
- ↑ Velikonja 2003, σελ. 246
- ↑ Magaš & Žanić 2001, σελ. 347.
- ↑ Bartrop 2012, σελ. 294.
- ↑ 157,0 157,1 Cigar 1995, σελ. 201.
- ↑ Toal & Dahlman 2011, σελ. 57
- ↑ 159,0 159,1 Ramet 2006, σελ. 359
- ↑ Bugajski 2002, σσ. 415–16.
- ↑ Ramet 2006, σελ. 398.
- ↑ Pavlaković 2005, σελ. 19.
- ↑ Thomas 1999, σελ. 212.
- ↑ 164,0 164,1 164,2 164,3 Lukic & Lynch 1996, σελ. 190.
- ↑ 165,0 165,1 Ron 2003, σελ. 48.
- ↑ Totten & Bartrop 2008, σελ. 68
- ↑ Thomas 1999, σελ. xix.
- ↑ 168,0 168,1 Toal & Dahlman 2011, σελ. 58.
- ↑ Hoare 2001, σελ. 182.
- ↑ Ramet 2006, σελ. 427.
- ↑ Velikonja 2003, σελ. 268.
- ↑ 172,0 172,1 172,2 Bartrop 2012, σελ. 193.
- ↑ Goldstein 1999, σελ. 240.
- ↑ Thomas 1999, σελ. 98.
- ↑ Allen 1996, σελ. 155.
- ↑ Ramet 2006, σελ. 429.
- ↑ Allen 1996, σελ. 57.
- ↑ Lukic & Lynch 1996, σελ. 204.
- ↑ Engelberg & 10 December 1991.
- ↑ Burns & 10 May 1992
- ↑ Goldstein 1999, σελ. 242.
- ↑ Ramet 2006, σελ. 428.
- ↑ Allen 1996, σελ. 59.
- ↑ Bugajski 2002, σελ. 411.
- ↑ Cigar 1995, σελ. 193.
- ↑ Sells 1998, σσ. 80, 187.
- ↑ "Hockenos 2003, σελ. 119.
- ↑ Silber 1993.
- ↑ Bartrop 2012, σσ. 270–72.
- ↑ 190,0 190,1 190,2 Bianchini 2010, σελ. 95.
- ↑ Jungvirth & 14 June 2013.
- ↑ 192,0 192,1 Phillips & 23 July 2008.
- ↑ Strauss & 29 December 2003.
- ↑ Bartrop 2012, σελ. 194.
- ↑ Emmert, Thomas; Ingrao, Charles (2013). Conflict in Southeastern Europe at the End of the Twentieth Century: A" Scholars' Initiative" Assesses Some of the Controversies. Routledge. σελ. 42. ISBN 9781317970163.
- ↑ Drapac, Vesna (2014). "Catholic resistance and collaboration in the Second World War: From Master Narrative to Practical Application". In Rutar, Sabine. Beyond the Balkans: Towards an Inclusive History of Southeastern Europe. LIT Verlag. σελ. 282. ISBN 9783643106582.
- ↑ MacDonald 2002, σελ. 138.
- ↑ Ramet, Sabrina P. (2005). Serbia since 1989: Politics and Society under Milopevic and After. University of Washington Press. σελ. 129. ISBN 9780295802077.
- ↑ Subotic, Jelena (2015). "The Mythologizing of Communist Violence". In Stan, Lavinia; Nedelsky, Nadya. Post-communist Transitional Justice: Lessons from Twenty-five Years of Experience. Cambridge University Press. σελ. 201. ISBN 9781107065567.
- ↑ Finney, Patrick (2010). "Land of Ghosts: Memories of War in the Balkans". In Buckley, John; Kassimeris, George. The Ashgate research companion to modern warfare. Routledge. σελ. 353. ISBN 9781409499534.
- ↑ Bećirević 2014, σελ. 46.
- ↑ Ramet 2010a, σελ. 275.
- ↑ 203,0 203,1 203,2 Ramet & Wagner 2010, σελ. 27.
- ↑ 204,0 204,1 B92 & 13 May 2006.
- ↑ Stojanović 2010, σσ. 233–234.
- ↑ HRT & 17 May 2005.
- ↑ B92 & 13 May 2007.
- ↑ Bartrop 2012, σελ. 217.
- ↑ Bakke 2010, σσ. 82–83.
- ↑ 210,0 210,1 Höpken 2007, σελ. 184.
- ↑ 211,0 211,1 Stojanović 2010, σελ. 234.
- ↑ 212,0 212,1 Stojanović 2010, σσ. 234–236.
- ↑ Stojanović 2010, σσ. 236–237.
- ↑ Stojanović 2010, σσ. 234–235.
- ↑ Ramet 2008, σελ. 143.
- ↑ B92 & 23 December 2004.
- ↑ Ćirić & 23 December 2004.
- ↑ Ramet 2010b, σελ. 299.
- ↑ Blic & 15 December 2009.
- ↑ Dalje & 29 September 2012.
- ↑ ESPN & 13 November 2004.
- ↑ Dnevnik & 27 August 2010.
- ↑ .Dnevnik & 22 January 2007.
- ↑ Prijović 2002.
- ↑ B92 & 11 June 2003.
- ↑ Sekulović 2003.
- ↑ BBC & 19 May 2003.
- ↑ BBC & 20 June 2003.
- ↑ B92 & 4 July 2003.
- ↑ Prijović 2003.
- ↑ B92 & 7 July 2003.
- ↑ BBC & 7 July 2003.Vijesti & 13 August 2011.
- ↑ Hoare 2007, σελ. 355.
- ↑ Hoare 2007, p. 355.
- ↑ Jeffrey 2006, pp. 206, 211.
- ↑ Jeffrey 2006, p. 219
- ↑ Jeffrey 2006, p. 222.
- ↑ Kusmuk 2013.
- ↑ 239,0 239,1 239,2 Pećanin & 2 August 2002.
- ↑ U.S. Department of State & 4 March 2002.
- ↑ Kebo & 1 May 2005.
- ↑ Voloder 2007.
- ↑ Horvat 2009.
- ↑ Slobodna Dalamacija & 13 July 2009.
- ↑ Index & 13 July 2009.
- ↑ B92 & 13 July 2009.
- ↑ 24 sata & 7 August 2009.
- ↑ sata & 24 February 2010.
- ↑ B92 & 17 May 2005.
- ↑ Gudžević 2010.
- ↑ Ristic & 6 March 2014.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Chetniks στο Wikimedia Commons