ελίσσομαι
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
ελίσσομαι
<
αρχαία ελληνική
ἑλίσσομαι
Ρήμα
[
επεξεργασία
]
ελίσσομαι
(
αποθετικό ρήμα
)
(
κυριολεκτικά
) (
μεταφορικά
)
κινούμαι
κάνοντας
ελιγμούς
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
ανελικτικός
ανέλιξη
ανελίσσομαι
ανελισσόμενος
ανεξέλικτα
ανεξέλικτος
αντελιγμός
αυτοεξελίσσομαι
εξελίσσομαι
εξέλιξη
εξελικτικός
εξελικτισμός
ελιγμός
ευέλικτα
ευέλικτος
ευελιξία
μετεξέλιξη
μετεξελίσσομαι
περιέλιξη
περιελίσσσω
→
δείτε
τη λέξη
έλικας
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
ελίσσομαι
αγγλικά
:
manoeuvre
(en)
γαλλικά
:
manœuvrer
(fr)
Κατηγορίες
:
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Ρήματα (νέα ελληνικά)
Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες