κλωσσώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλωσσώ < ελληνιστική κοινή κλώσσω < αρχαία ελληνική κλώζω < (ηχομιμητική λέξη)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kloˈso/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλωσ‐σώ

κλωσσώ[2]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)