angioscope
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
angioscope | angioscopes |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]angioscope (en)
- (ιατρική) το αγγειοσκόπιο
ενικός | πληθυντικός |
angioscope | angioscopes |
angioscope (en)