Δημοσκόπηση
Δημοσκόπηση είναι η ποσοτική ερευνητική μέθοδος για την αποτύπωση και τη διερεύνηση των διαθέσεων, γνωμών ή συμπεριφορών του πληθυσμού ή ομάδων πληθυσμού μέσω επιλεγμένων, γραπτών ή προφορικών, ερωτημάτων. Διενεργείται από εξειδικευμένο προσωπικό, το οποίο υποβάλλει τα ερωτήματα σε επιλεγμένο δείγμα ανθρώπων με σκοπό την καταγραφή των απαντήσεών τους, τη στατιστική τους επεξεργασία και την εξαγωγή συμπερασμάτων. Εναλλακτικά ονομάζεται και «γκάλοπ», από τον Τζορτζ Γκάλοπ (George Gallup), ιδρυτή του Αμερικανικού Ιδρύματος Κοινής Γνώμης (American Institute of Public Opinion, μετέπειτα The Gallup Organization), ενός πολύ γνωστού ειδικού στα θέματα των δημοσκοπήσεων.
Οι κατηγορίες των δημοσκοπήσεων που διενεργούνται είναι δύο. Η πρώτη περιλαμβάνει τις δημόσιες δημοσκοπήσεις (public opinion polls) για τη διερεύνηση των απόψεων της κοινής γνώμης για τα ζητήματα της επικαιρότητας και τον προσδιορισμό της πρόθεσης ψήφου των πολιτών. Διεξάγονται εκ μέρους των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης σε τακτά χρονικά διαστήματα.[1][2] Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις ιδιωτικές δημοσκοπήσεις (private opinion polls) που αφορούν σε ιδιώτες, κόμματα, επιχειρήσεις, διαφημιστικές εταιρείες (έρευνες αγοράς) κτλ., και οι οποίες συνήθως δε δημοσιεύονται. Τα τελευταία χρόνια, οι ιδιωτικές δημοσκοπήσεις κομμάτων βρίσκονται σε ιδιαίτερη άνθιση, ειδικά στην Αμερική.[3][4][5]
Νομοθετικό πλαίσιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην Ελλάδα οι δημοσκοπήσεις διεξάγονται μέσα στο πλαίσιο που καθορίζεται από τον Ν. 3603/2007 και έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με κοινοβουλευτικές εκλογές, δημοψηφίσματα, εκλογές για την ανάδειξη αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά και εκλογές που διεξάγονται σε νομαρχιακό, δημοτικό και κοινοτικό επίπεδο.[6]
Στην περίπτωση των βουλευτικών εκλογών, ο νόμος επιτρέπει στις εταιρείες που διεξάγουν τις δημοσκοπήσεις να δημοσιοποιούν τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων μέχρι και μία μέρα πριν τις εκλογές,[7] αλλά απαγορεύει να δημοσιοποιούνται ή να μεταδίδονται τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων που διενεργούνται κατά την έξοδο των εκλογέων (exit polls) από τα εκλογικά καταστήματα κατά τη μέρα της ψηφοφορίας, παρά μόνο αφού κλείσουν οι κάλπες.[8]
Είδη δημοσκοπήσεων πρόθεσης ψήφου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα είδη των δημοσκοπήσεων για τον προσδιορισμό της πρόθεσης ψήφου είναι τρία και χρησιμοποιούνται ανάλογα με την περίπτωση.[9][10] Τέτοια είναι:
Κυλιόμενες δημοσκοπήσεις (rolling polls)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Είναι οι δημοσκοπήσεις, οι οποίες πραγματοποιούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα (π.χ. κάθε μήνα) σε διάστημα μεταξύ των δύο βουλευτικών εκλογών. Οι δημοσκοπήσεις αυτές έχουν μεγάλο περιθώριο σφάλματος, λόγω άρνησης συμμετοχής των πολιτών, κακής δειγματοληψίας εκ μέρους των δημοσκόπων, αλλά και λανθασμένης πρόβλεψης εξαιτίας των υψηλών ποσοστών αδιευκρίνιστης ψήφου.
Δημοσκοπήσεις εξόδου (exit polls)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Είναι οι δημοσκοπήσεις που πραγματοποιούνται τη μέρα των εκλογών, έξω από τα εκλογικά κέντρα. Στην περίπτωση αυτή, καθοριστικό ρόλο παίζει η σωστή δειγματοληψία. Εάν το δείγμα έχει παρθεί σωστά, το περιθώριο σφάλματος είναι πολύ μικρό και έχει να κάνει κυρίως με τη διατύπωση των ερωτήσεων. Ένα πρόβλημα που μπορεί να ανακύψει είναι με τους πολίτες που δε θέλησαν να συνεργαστούν, έτσι ώστε η εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος να πρέπει να σταθμιστεί με τη χρήση των στατιστικών μοντέλων.
Δημοσκοπήσεις για την πρόβλεψη του εκλογικού αποτελέσματος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Είναι οι δημοσκοπήσεις που γίνονται τη μέρα των εκλογών για την εκτίμηση και πρόβλεψη των αποτελεσμάτων με βάση τα πρώτα δεδομένα (π.χ. πρώτα καταγεγραμμένα ψηφοδέλτια) που προέκυψαν από τις εκλογές. Η εκτίμηση γίνεται με εφαρμογή στατιστικών μοντέλων. Είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να προσφέρουν πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια μέτρησης σε σχέση με τις κυλιόμενες δημοσκοπήσεις.
Λάθη και μεροληψίες στις δημοσκοπήσεις πρόθεσης ψήφου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με την πάροδο του χρόνου, έχουν αναπτυχθεί συγκεκριμένες απόψεις για τους λόγους για τους οποίους γίνεται λανθασμένη εκτίμηση των εκλογικών αποτελεσμάτων. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι κάποια από τα λάθη προέρχονται από την κακή σχεδίαση της δημοσκοπικής μεθοδολογίας (π.χ. στις ερωτήσεις, δειγματοληψία, αναλύσεις κτλ.) εκ μέρους των δημοσκόπων, κάποια άλλα είναι στατιστικοί περιορισμοί της ερευνητικής μεθόδου και τέλος, υπάρχει και η παραπλάνηση και απόκρυψη της πρόθεσης ψήφου εκ μέρους των πολιτών.[11][9]
Λάθη στη διατύπωση των ερωτήσεων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η διατύπωση των ερωτήσεων, η σειρά με την οποία τοποθετούνται και ο αριθμός των επιλογών απάντησης μπορούν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων. Η ξεκάθαρη διατύπωση των ερωτήσεων με ουδέτερο λεξιλόγιο, το οποίο όλοι οι ερωτώμενοι να κατανοούν με τον ίδιο τρόπο, μπορεί να αποκαλύψει τις πραγματικές διαθέσεις και συμπεριφορές της κοινής γνώμης. Μια κοινή τεχνική για να περιοριστεί η μεροληψία και να εξασφαλιστούν όσο το δυνατόν πιο ειλικρινείς απαντήσεις είναι η αλλαγή της σειράς των ερωτήσεων και η διαίρεση του δείγματος. Αυτό περιλαμβάνει δύο διαφορετικές εκδοχές μια ερώτησης (π.χ. μέσω παράφρασης), με την κάθε εκδοχή να παρουσιάζεται σε ένα από τα δύο μέρη του δείγματος.[12][13]
Δειγματοληπτικό σφάλμα (sampling error)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η δειγματοληψία είναι μία τεχνική επιλογής δείγματος στην οποία σημαντικό ρόλο παίζει το μέγεθος. Όσο πιο μεγάλο είναι το δείγμα, τόσο πιο αξιόπιστα τα συμπεράσματα σε σχέση με το πραγματικό ποσοστό που τελικά θα προκύψει. Το περιθώριο σφάλματος (ή στατιστικό σφάλμα) είναι ένα μέτρο για να δείξει πόσο κοντά είναι πιθανό να είναι το παρατηρηθέν ποσοστό από το πραγματικό ποσοστό, που είναι το ποσοστό όλου του πληθυσμού.[14] Για παράδειγμα, σε δείγμα 1.200 ατόμων, το στατιστικό σφάλμα είναι της τάξης των ± 2.9%, αντίθετα σε ένα δείγμα 7.709 ατόμων (από exit polls), το σφάλμα είναι ± 1% (με διάστημα εμπιστοσύνης 95%).[15]
Μη αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος (coverage bias)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν το δείγμα δεν είναι αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού, μπορεί να αλλοιώσει τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης. Για να περιοριστεί η μεροληψία, οι δημοσκοπικές εταιρείες χρησιμοποιούν την τηλεφωνική συνέντευξη με τη χρήση υπολογιστών (CATI = Computer Aided Telephone Interviewing) σε συνδυασμό με τη μέθοδο τυχαίας επιλογής αριθμών (random digit dialing). Με τον τρόπο αυτό προσπαθούν να αυξήσουν την ποιότητα τυχαίων δειγμάτων και να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη γεωγραφική διασπορά του δείγματος.[16] Το πρόβλημα όμως παραμένει, επειδή οι δημοσκοπήσεις πραγματοποιούνται κυρίως μέσω σταθερού τηλεφώνου, κάτι το οποίο μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα στο να υποεκπροσωπούνται τα νεαρότερα μέλη της κοινωνίας, τα οποία συνήθως χρησιμοποιούν κινητό τηλέφωνο.[17][9][18]
Άρνηση συμμετοχής (nonresponse bias)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σε πολλές έρευνες προσδιορισμού πρόθεσης ψήφου οι πολίτες αρνούνται να συμμετάσχουν, δημιουργώντας έτσι το πρόβλημα της μη απόκρισης. Με τα χρόνια, το ποσοστό απόκρισης στις δημοσκοπήσεις έχει μειωθεί, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της κρίσης. Έτσι, το 2013, το ποσοστό αυτό ήταν της τάξης του 8%.[16] Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αλλοιώνονται τα χαρακτηριστικά του δείγματος, γιατί αυτοί που αρνούνται να συμμετάσχουν, οι οποίοι είναι και οι περισσότεροι, μπορεί να έχουν εντελώς αντίθετη άποψη από αυτούς που συμμετέχουν. Το σφάλμα που προκύπτει λόγω μεροληψίας δεν εξαλείφεται με μεγαλύτερο δείγμα, καθώς το ίδιο πρόβλημα απλά επαναλαμβάνεται σε μεγαλύτερη κλίμακα. Γι’ αυτό το λόγο η κάθε εταιρεία δημοσκόπησης, για να περιορίσει τη μεροληψία, χρησιμοποιεί τις δικές της τεχνικές στάθμισης των δεδομένων.[9]
Απόκρυψη πραγματικών προθέσεων (response bias)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τέλος, τα αποτελέσματα των δημοσκοπικών ερευνών και κατ’ επέκταση η εγκυρότητά τους (validity) μπορούν να επηρεαστούν από την απόκρυψη των πραγματικών προθέσεων των πολιτών.[19][20] Αυτό οφείλεται σε μια σειρά από λόγους. Πρώτον, η απόκρυψη πραγματοποιείται όταν οι πολίτες πιστεύουν ότι οι ερωτήσεις μπορεί να είναι κατευθυνόμενες για παράγουν συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Δεύτερον, το πρόβλημα δημιουργείται ως αποτέλεσμα λανθασμένης επιλογής λέξεων ή σειράς ερωτήσεων. Τρίτον, όταν οι ερωτηθέντες προσπαθούν σκόπιμα να χειραγωγήσουν το αποτέλεσμα μιας δημοσκόπησης, επιλέγοντας πιο ακραίες απόψεις για να ενισχύσουν την πλευρά τους. Τέταρτον, όταν δίνουν γρήγορες και λανθασμένες απαντήσεις για να κλείσουν τη συζήτηση. Πέμπτον, όταν έχουν να επιλέξουν μέσα από συγκεκριμένες απαντήσεις που δεν τούς αντιπροσωπεύουν. Έκτον, όταν δεν καταλαβαίνουν την ερώτηση και δεν επιτρέπονται οι διευκρινίσεις, και γι’ αυτό το λόγο κάνουν μια τυχαία επιλογή. Τέλος, όταν θέλουν να αποφύγουν να δώσουν μία μη δημοφιλή απάντηση, π.χ. στην περίπτωση ρατσιστικών ή σεξιστικών στερεοτύπων.[21][22]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Holtz-Batcha, Christina· Stromback, Jesper (2012). Opinion Polls and the media: Reflecting and shaping public opinion. London UK: Palgrave McMillan. σελ. 308.
- ↑ Bethlehem, Jelke (2017). Understanding Public Opinion Polls. London UK: Chapman and Hall/CRC. σελ. 290.
- ↑ Φαρμάκης, Νίκος (2009). Δημοσκοπήσεις και δεοντολογία. Αθήνα: Χριστοδουλίδης. σελ. 181.
- ↑ Μαυρής, Γιάννης. «Πολιτικά Κόμματα, ΜΜΕ και Δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα» (PDF). publicissue.gr. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουλίου 2020.
- ↑ Χαλικιάς, Μιλτιάδης. «Μεθοδολογία έρευνας για διοικητικά στελέχη: Δημοσκοπήσεις» (PDF). class.teipir.gr (Slides). Ανακτήθηκε στις 7 Ιουλίου 2020.
- ↑ «Ν. 3603/2007, ΦΕΚ Α΄ 188/08-08-2007 (Άρθρο 1)» (PDF). Εθνικό Τυπογραφείο.
- ↑ «Άρθρο 32 - Ν. 4315/2014». lawspot.gr. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουνίου 2020.
- ↑ «Άρθρο 49 - Προεδρικό Διάταγμα 26/2012». lawspot.gr. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουλίου 2020.
- ↑ 9,0 9,1 9,2 9,3 Παναγιωτίδου, Γεωργία (2014). Μέθοδοι πρόβλεψης εκλογικών αποτελεσμάτων - Συγκριτική μελέτη εργαλείων του διαδικτύου (PDF). Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ. σελ. 260.
- ↑ Χαλικιάς, Μιλτιάδης. «Μεθοδολογία έρευνας για διοικητικά στελέχη: Δημοσκοπήσεις» (PDF). class.teipir.gr (Εκπαιδευτικό υλικό). Ανακτήθηκε στις 7 Ιουλίου 2020.
- ↑ Μαυρής, Γιάννης· Συμεωνίδης, Γιώργος (2016). Δημοσκοπήσεις και πρόβλεψη των εκλογών στην Ελλάδα 2004-2015. Αθήνα: Εκδότης ιδιωτικός. σελ. 552.
- ↑ Fowler, Floyd (1995). Improving survey questions: Design and evaluation. California US: Sage Publications Inc. σελ. 200.
- ↑ «The effect of the question of survey responses: A review». Journal of the Royal Statistical Society 45 (1): 42-73. 1982. https://deepblue.lib.umich.edu/bitstream/handle/2027.42/146916/rssa04317.pdf?sequence=1. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2020.
- ↑ Χαρίσης, Κώστας (1997). Θεωρία δειγματοληψίας και εφαρμογές. Αθήνα: Interbooks. σελ. 23.
- ↑ Μαυρής, Γιάννης· Συμεωνίδης, Γιώργος. «Δημοσκοπήσεις και εκλογές 2012: Ο απολογισμός της Public Issue» (PDF). publicissue.gr. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2020.
- ↑ 16,0 16,1 Βερναρδάκης, Χριστόφορος. «Η Ποιότητα συλλογής δεδομένων στις σημερινές πολιτικές – εκλογικές ερευνες: Μεθοδολογικά προβλήματα και επιδράσεις της οικονομικής κρίσης». vernardakis.gr. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2020.
- ↑ Moon, Nick (1999). Opinion polls. History, theory and practice. Manchester: Manchester University Press. σελ. 240.
- ↑ Δημόπουλος, Ι. «Μεθοδολογία έρευνας» (PDF). vclass.uop.gr (Slides). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 10 Ιουλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2020.
- ↑ Furnham, Andrian (1986). «Response bias, social desirability and dissimulation». Personality and Individual Differences 7 (3): 385-400. https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/0191886986900140. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου.
- ↑ Nederhof, Anton (1985). «Methods of coping with social desirability bias: A review». European Journal of Social Psychology July/September. doi: .
- ↑ Epstein, William (2006). «Response bias in opinion polls and American social welfare». The Social Science Journal 43 (1): 99-110. https://archive.org/details/sim_social-science-journal_2006_43_1/page/99.
- ↑ Lavrakas, Paul (2008). «Response bias». Encyclopedia of Survey Research Methods (Sage Publications). doi: .