Δοβρουτσά
Η Δοβρουτσά, Δόβρουτζα ή Ντομπρουτζά[1] (ρουμανική γλώσσα: Dobrogea, βουλγαρική γλώσσα: Добруджа) είναι ιστορική περιοχή της δυτικής ακτής της Μαύρης Θάλασσας μεταξύ του Κάτω Δούναβη και της ακτής που σήμερα μοιράζεται μεταξύ Ρουμανίας και Βουλγαρίας (Βόρεια και Νότια Δοβρουτσά αντίστοιχα). Κυριότερη πόλη - λιμένας της επαρχίας αυτής είναι η Κωνστάντζα που συνδέεται με πετρελαιαγωγούς με τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές.
Η ρουμανική Δοβρουτσά χωρίζεται στις επαρχίες της Κωστάντζας και της Τούλτσεας με συνολική έκταση 15.500 χμ² και πληθυσμό της τάξης του ενός εκατομμυρίου κατοίκων· κύριες πόλεις της και παραδοσιακά κέντρα είναι η Κωστάντζα, η Τουλσέα και η Καλλάτις. Στην αντίστοιχη βουλγαρική εντοπίζονται οι επαρχίες του Ντόμπριτς και της Σιλίστρα, με συνολική έκταση 7.565 τ.χλμ. και πληθυσμό 350.000 κατοίκους.
Οι κάτοικοι είναι κυρίως Βούλγαροι και Ρουμάνοι, με κάποιες μειονότητες Τούρκων στη Βουλγαρία, ενώ στη Ρουμανία ζουν και κάποιοι Έλληνες. Παλαιότερα υπήρχαν μεγάλες κοινότητες στο Σουλινά και την Κωνστάντζα.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οθωμανική περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η οθωμανική κυριαρχία ξεκίνησε τον 15ο αιώνα. Την περίοδο αυτή η Δοβρουτσά υπήρξε σημαντική παραμεθόριος περιοχή της αυτοκρατορίας. Ο διπλός της ρόλος περιελάμβανε την προστασία του βόρειου (από την πεδιάδα της Ουκρανίας) και δυτικού (μέσω του Δούναβη) διαδρόμου προς τη δυτική ακτή της Μαύρης Θάλασσας και επομένως την Κωνσταντινούπολη, τη διατήρηση της χερσαίας επικοινωνίας με το κράτος των Τατάρων της Κριμαίας. Βάση της οικονομίας της ήταν η κτηνοτροφία, ενώ εκεί κατέληγαν οι πορείες των βαλκανικών κοπαδιών εποχιακής μετακίνησης.[2]
Μετά την οθωμανική κατάκτηση η περιοχή εποικίσθηκε με μουσουλμάνους της Μικράς Ασίας και της Κριμαίας. Τον 18ο και 19ο αιώνα, πλήθος βουλγαρόφωνων και ρουμανόφωνων βοσκών από τη Βλαχία και τη Βεσσαραβία μετεγκαταστάθηκε στην επαρχία μαζί με Ρώσους και Γερμανούς. Η παρουσία Ελλήνων, Εβραίων και Αρμένιων στις πόλεις ενίσχυσε τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της.[2] Ο κύριος όγκος των μουσουλμάνων αποχώρησε μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78.
Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία άρχισαν να δείχνουν ενδιαφέρον για την περιοχή με αποτέλεσμα η Οθωμανική αυτοκρατορία να επιτρέψει την εγκατάσταση εταιρειών με σκοπό τη βελτίωσή της.[3] Το 1857 η βρετανική The Black Sea to Danube Railway Company έλαβε την άδεια να ξεκινήσει τις εργασίες για τη σιδηροδρομική ένωση του λιμανιού της Κωνστάντζας με το λιμάνι της Τσερναβόντα στον Δούναβη.[4] Η γραμμή εγκαινιάστηκε το 1860, κάτι που την έκανε την πρώτη χρονικά σιδηροδρομική γραμμή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο πληθυσμός της περιοχής ανερχόταν στις 100.000, στους οποίους προστέθηκαν άλλες 100.000 Τατάρων και Τσερκέζων που εγκαταστάθηκαν στα σύνορα μετά τον πόλεμο.[5] Η ρωσική ήττα στον Κριμαϊκό πόλεμο επέτρεψε την άμεση εμπλοκή των ευρωπαϊκών δυνάμεων στο καθεστώς της ναυσιπλοΐας στον κάτω Δούναβη με τον αποκλεισμό της Ρωσίας και την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του Δούναβη και της Σουλίνα (αγγλ.: European Commission of the Danube and Sulina)[6], που βελτίωσε ιδιαίτερα την πόλη του Σουλινά, την έδρα της επιτροπής, που εξελίχθηκε από ένα αδιάφορο χωριό σε σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο.[7]
Η ενσωμάτωση στη Ρουμανία και ο διεθνής έλεγχος του Δούναβη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1878 η περιοχή πέρασε υπό τον έλεγχο της Ρουμανίας, η οποία λειτούργησε υπό το σκεπτικό της συνθήκης του Βερολίνου ως αντίβαρο στην επανάκτηση της Βεσαρραβίας από τη Ρωσία, που λόγω της αδυναμίας της θα ήταν πιο σίγουρος για τον έλεγχό της από τις μεγάλες δυνάμεις.[8] Η Επιτροπή ούτως η άλλως λειτουργούσε ανεξάρτητα των ρουμανικών νόμων.
Οι ρουμανικές αρχές εφάρμοσαν ένα ευρύ πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της περιοχής. Επίκεντρο των προσπαθειών της ήταν η Κωστάντζα.[9] Η απόλυτη απουσία συγκοινωνιακών συνδέσεων της κατεξοχήν Ρουμανίας με την περιοχή επιλύθηκε με την κατασκευή της γέφυρα Βασιλιάς Κάρολος, τη μεγαλύτερη της Ευρώπης της εποχής.[10] Η σύνδεση αυτή ανέδειξε την Κωνστάντζα ως τον κύριο εμπορικό σύνδεσμο της νέας χώρας με το εξωτερικό. Σταδιακά οι Ρουμάνοι κυριάρχησαν πληθυσμιακά αν και στην Τούλτσεα μέχρι τις αρχές του 1905 οι Βούλγαροι κατείχαν το ένα τρίτο των εδαφών της.[11]
Το 1913 κατά τη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, η Ρουμανία ενσωμάτωσε και τη νότια Δοβρουτσά. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά την περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της γέφυρας «Βασιλέας Κάρολος» και του λιμανιού της Κωστάντζας.[12] Η συμμαχική νίκη επιβεβαίωσε τη ρουμανική κυριαρχία στην περιοχή που είχε αμφισβητηθεί στιγμιαία από τη Βουλγαρία και επεξέτεινε τη λειτουργία της Επιτροπής κάτω από την αιγίδα της Συμφωνίας του Δούναβη του 1921.
Εντούτοις σταδιακά η ρουμανική κυβέρνηση ξεκίνησε τον αγώνα κατάργησης των Επιτροπών που περιόριζαν τη ρουμανική εθνική κυριαρχία. Τον Μάρτιο το 1939 υπό τον πίεση της Γερμανίας που έγινε δεκτή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή του Δούναβη, η Ρουμανία έλαβε τον πλήρη έλεγχο του Σουλινά.[13] Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου η Γερμανία ήλεγξε το σύνολο του Δούναβη, η επίθεση του Κόκκινου Στρατού στη Ρουμανία είδε την Κωστάντζα να μετατρέπεται στο επιχειρησιακό κέντρο του.[14] Η Δοβρουτσά έγινε η πρώτη κολεκτιβοποιημένη περιοχή της Ρουμανίας.[15]
Ο διαχωρισμός της Δοβρουτσάς και η κομμουνιστική περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στον Β' Π.Π. με τη συνθήκη της Κραϊόβας, στις 7 Σεπτεμβρίου του 1940, το νότιο τμήμα της Δοβρουτσάς, έκτασης 7.600 τ.χλμ., μαζί με τον υφιστάμενο πληθυσμό περίπου 350.000 κατοίκους, εκχωρήθηκε στη Βουλγαρία. Στο τμήμα αυτό περιλαμβάνονταν και οι λιμένες της Σιλίστρας στο Δούναβη και του Μπάλτσικ στον Εύξεινο Πόντο, διατηρώντας έτσι οι Ρουμάνοι τη Βόρεια Δοβρουτσά. Με τη μεταβολή αυτή επήλθε πλήρης αποκατάσταση της ρουμανο-βουλγαρικής μεθορίου του 1912. Η εκχώρηση της νότιας Δοβρουτσάς στη Βουλγαρία αναγνωρίσθηκε - επικυρώθηκε με νεότερη συνθήκη στις 10 Φεβρουαρίου του 1947.
Το 1945 συμφωνήθηκε η διάνοιξη του Καναλιού Δούναβη-Μαύρης Θάλασσας μήκους 400 χιλιομέτρων που ακολουθήθηκε από σχέδια για την κατασκευή στρατιωτικών εγκαταστάσεων στη Μανγκάλια. Τα έργα σταμάτησαν με τον θάνατο του Στάλιν το 1953 αλλά συνεχίστηκαν επί Τσαουσέσκου. Το κανάλι ολοκληρώθηκε το 1984 και συνέδεε τη Τσερναβόντα με το νέο λιμάνι της Κωνστάνζας. Το καθεστώς του Τσαουσέσκου κατάφερε να ενσωματώσει ολοκληρωτικά τη Δοβρουτσά στην εθνική οικονομία. Η Κωνστάντσα εξελίχθηκε στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ρουμανίας ενώ το λιμάνι της είναι σταθερά ένα από τα μεγαλύτερα σε διακίνηση εμπορευμάτων της Μαύρης Θάλασσας. Αντίθετά, ο Σουλινάς πλέον έχει οικονομικά ατροφήσει, όντας μια κωμόπολη της τάξης των 5.000 κατοίκων.[16]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Περιοδ. Αρχαιολογία, «Ο Εύξεινος Πόντος και η Προποντίδα: Aπό τα πρώιμα αρχαϊκά χρόνια ως την ύστερη αρχαιότητα (630 π.X.-330 μ.X.)», Ο Ίστρος-Δούναβης και η μητροπολιτική Ίστρια, Τεύχος 40: Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα, Επιμ. Μαριάννα Κορομηλά, Σεπτέμβριος 1991, σ. 19, ISBN 0817948821
- ↑ 2,0 2,1 Iordachi 2010: 161.
- ↑ Iordachi 2010: 163.
- ↑ Iordachi 2010: 164.
- ↑ Iordachi 2010: 165.
- ↑ Iordachi 2010: 167.
- ↑ Iordachi 2010: 169.
- ↑ Iordachi 2010: 170.
- ↑ Iordachi 2010: 171.
- ↑ Iordachi 2010: 172.
- ↑ Iordachi 2010: 173.
- ↑ Iordachi 2010: 175.
- ↑ Iordachi 2010: 176.
- ↑ Iordachi 2010: 177.
- ↑ Iordachi 2010: 178.
- ↑ Iordachi 2010: 180.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια τομ.Β΄ (συμπλήρωμα), σελ.703.
- Constantin Iordachi: «Global Networks, Regional Hegemony, and Seaport Modernization on the Lower Danube» στο Biray Kolluoğlu και Meltem Toksöz (επιμ.) (2010), Cities of the Mediterranean. I.B. Tauris, Λονδίνο - Νέα Υόρκη.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Dobruja στο Wikimedia Commons