Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ολυμπιονίκων

Από Βικιθήκη
Ολυμπιόνικοι
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Ιωάννης Γρυπάρης


Πρωτότυπο του Πινδάρου: Ολυμπιόνικοι

Ιέρωνι Συρακοσίω, κέλητι

[Επεξεργασία]


Πρώτο μες σ' όλα το νερό, και το χρυσάφι
σαν μες στη νύχτα λαμπερή φωτιά,
περίσσια ξεχωρίζει
απ' τους μεγαλοδύναμους τους θησαυρούς.
Μ' αν, ω ψυχή μου, αγώνες λαχταράς
να ψάλεις, μη ζητάς άλλο άστρο την ημέρα
απο τον ήλιοα φλογερότερο
μέσα στον έρημον αιθέρα
μηδ' απ' της Ολυμπίας άλλον πιο τρανό
αγώνα θα'χομε να πούμε απ' όπου
ο ύμνος ο μυριολάλητος
στις φρένες περιχύνεται των ποιητών
κι έρχουνται να δοξολογήσουν
το γιό του Κρόνου, εδώ στην πλούσια
του Ιέρωνα κι ευτυχισμένη εστία
που κυβερνά στη Σικελία την πολυπρόβατη
το σκήπτρο της δικαιοσύνης
τρυγώντας όλων τις κορφές των αρετών,
μα ξέρει και να χαίρεται
τ' άνθη των τραγουδιών,
καθώς του παίζομε συχνά
γύρω στα φιλικά του εμείς τραπέζια.
Μα έλα ξεκρέμνα απ' το καρφί
τη δωρική τη λύρα σου, αν η δόξα
της Ολυμπίας και του Φερένικου
τοου νού σου σ' έγνιες έριξε γλυκύτατες,
όταν χυμούσε στ' Αλφειού πλάι στις όχτες
ακέντητο στο δρόμο δίνοντας κορμί
κι οδήγαε τον αφέντη του στη νίκη
τον ιππόθροφο Συρακόσιο βασιλιά.
Και λάμπ' η δόξα του στην πολυφήμιστη
την αποικία του λυδού Πέλοπα,
που ο παντοδύναμος τον ερωτεύτηκε
ο κοσμοζώστης Ποσειδώνας
γιατί απο την καθαρή λεκάνη του λουτρού
τον έβγαλε ωριοφάνταχτο η Κλωθώ
με ξέλαμπρον ελεφαντένιο νώμο.
Θαύματ' αλήθεια είναι πολλά,
και κάποιυ κι όσα οι άνθρωποι ιστορούνε
έξω απο κάθε αλήθειας βγαίνουν νόημα.
Τα παραμύθια, με λογής λογής
ψέματα ξεμπολιασμένα, μας ξεγελούνε

Η τέχνης, που χαρίζ' η χάρη της
όλα που των ανθρώπων τη ζωή γλυκαίνουν,
δίνει τιμή και κάνει τα πιό απίστευτα
πολλές φορές να τα πιστεύουν
μα έρχουνται οι μέρες οι κατοπινές
αλάθευτα να μαρτυρήσουν την αλήθεια.
Για τους θεούς ταιριάζει ο άνθρωπος
όλο καλά θα'ναι ο κίντυνος.
Γιέ του Ταντάλου, μα για σένα εγώ θα πώ
τα ενάντια απο τους πριν: πώς όταν
προσκάλεσε ο πατέρας σου στο Σίπυλο
σ' ευσεβέστατο δείπνο τους θεούς
το φίλεμά τους αντιμεύοντας κι αυτός,
σ' άρπαξε τότε ο Λαμπροτρίαινος
απο τον έρωτά σου δαμασμένος
κι απάνω στα χρυσά του αλόγατα σ' ανέβασε
στα ουράνια δώματα του ύψιστου Δία,
όπου και γι' αυτόν ήρθε σ' υστερώτερους καιρούς
για το ίδιο χρέος κι ο Γανυμήδης.
Κι έτσι ως καθώς έγινες άφαντος
και πίσω στη μητέρα σου δε σ' έφεραν,
όσο και να σε γύρεψαν παντού,
είπ' ευτύς κάποιος απ' τους φτονερούς
κρυφά γειτόνους, πώς με σε νερό που κόχλαζε
σε δυνατή φωτιά σε κόψανε
λιανίζοντας τα μέλη με μαχαίρι
και στα στερνά μεράσαν στα τραπέζια ολόγυρα
και φάγανε τα κρέατά σου.

Μα εγώ, δεν είναι τρόπος για να πώ
κανέν' απ' τους θεούς λιμάρη
μακριά απο μέ! κέρδος αζήλευτο
τους βλάστημους συχνά τους περιμένει.
Αν κάποιο απ' τους θνητούς τιμήσανε
οι κύριοι του Ολύμπου, ήταν ο Τάνταλος αυτός
μα όμως δεν το δυνάστηκε
την τόση του ευτυχία να χωνέψει
κι απ' την αχορταγιά του έσυρ' επάνω του
συμφορά δίχως γλιτωμό,
το βράχο εκείνο τον τρανό,
που απάνωθέ του κρέμασε ο Δίας πατέρας,
κι όλο την έγνια του έχοντας
πώς να τον αποφύγει απ' το κεφάλι του,
μακριά απο τη χαρά πλανιέται.

Και την αλύτρωτη έχει αυτή ζωή
παντοτεινά, μυριοτυραγνισμένη
μ' αυτό και μ' άλλα τρία παιδέματα,
γιατ' έκλεψε απο τους αθάνατους
κι έδωσε σ' ομοτράπεζους συντρόφους του
το νέχταρ και την αμβροσία,
που αθάνατο μ' αυτά τον έκαμαν
μα όποιος ελπίζει πως κρυφό απο το θεό
θα μείνει ό,τι να κάμει, βγαίνει γελασμένος
γι' αυτό του στείλανε και οι αθάνατοι
πίσω το γιό του, ανάμεσα ξανά
στους άλλους τους λιγόζωους τους ανθρώπους.
Κι αυτός, όταν κοντά στα ολόανθα νιάτα του
το πρώτο χνούδι μαύριζε στα μάγουλά του,
γάμο έτοιμο στο νου του αναμελέτησε:

Απ' τον Πισάτη τον πατέρα της
την ξακουστή Ιπποδάμεια να κερδίσει.
Κι ήρθε στην αφροκύματη κοντά τη θάλασσα
μονάχος, μες στη σκοτεινιά της νύχτας
κι έκραζε το βαρύχτυπο το Λαμπροτρίαινο
κι αυτός στα πόδια μπρος του φανερώθηκε
κι εκείνος του'πε: "Έλα, κι αν έχουνε
καμιά για σένα χάρη, Ποσειδώνα,
τα δώρα τ' ακριβά της Κύπριδας,
στόμωσε το κοντάρι του Οινομάου το χάλκινο
και μένα με το γρηγορώτερο άρμα σου
πήγαινέ με στην Ήλιδα
και ρίξε με στην αγκαλιά της νίκης
γιατί δεκατρείς ήρωες μνηστήρες σκότωσε
ως τώρα κι όλο αναβάλλει το γάμο
της κόρης του μα ο μέγας κίντυνος
δεν πιάνει τους δειλόκαρδους τους άντρες.
Αφού έτσι κι έτσι ανάγκη να πεθάνομε,
γιατί να κάθεται κανείς στη σκοτεινιά,
κι άδικα τ' άδοξά του γηρατειά να βράζει
ξένος απ' όλα τα καλά;
Μα εγώ θα πάρω απάνω μου τον άθλο αυτό
και σύ πιά δίνε καλά τέλη".
Έτσ' είπε, ουδέ τον άγγιξε
μ' άκαρπα λόγια και για να τον δοξάσει
του'δωκε δίφρον ο θεός χρυσό
κι ακαταπόνετα γοργόφτερ' άτια

Και νίκησε τη δύναμη του Οινόμαου
και πήρε για γυναίκα του την κόρη,
που έξη του γέννησε βασιλικούς βλαστούς
στην αντρειοσύνη ξακουστούς.
Τώρα λαμπρές θυσίες νεκρικές
στ' Αλφειού δέχεται γερμένος την ποριά
έχοντας τύμβο μυριοσύχναστο
πλάι στον κοσμοπλημμύριστο βωμό.
Κι η δόξα λάμπει απο μακριά του Πέλοπα
στους στίβους των Ολυμπιάδων,
όπου τα πόδια συνερίζουνται τα γρήγορα
και της θρασύμαχης αντρείας ο αθέρας,
που όποιος νικά σ' όλη του την επίλοιπη ζωή
έχει γλυκιά σα μέλι γαληνιά
όσο γι αγώνες γιατί ένα καλό
που βαστά πάντα μέρα με τη μέρα
είναι το πιό μεγάλο τ' αγαθό
για τον καθ' άνθρωπο. Κι εγώ
πρέπει το νικητή να στεφανώσω αυτόν
μ' αιολικό, στον ίππειο νόμον, άσμα.
Και βέβαιος είμαι πως κανένα σαν κι αυτόν,
πού, σύγκαιρα, και του καλού την γνώση να'χει
και να'ναι και στη δύναμη τρανύτερος
- όσο απ' τους τωρινούς- δε θα στολίσουν
των ύμνων μου οι λαμπρές πτυχές.
Ένας Θεός, που είναι προστάτης σου,
δουλειά του κάνοντάς το έχει την έγνια
για όσα στο νού σου μελετάς, Ιέρωνα,
κι αν δεν σε παρατήσει γρήγορα
κι ακόμα πιο γλυκύτερη ελπίζω νίκη
μ' άρμα γοργό να υμνήσω, βρίσκοντας
το δρόμο βολικό για τα τραγούδια
κάτω στο Κρόνιο το προσήλιο που θα'ρθώ
γιατί για μένα θρέφει η Μούσα
το βέλος το γερώτερο σε δύναμη
πάλι άλλοι σ' άλλα είναι μεγάλοι,
μ' απ' όλες τη (ν) ψηλότερη κορφή
κρατούνε οι βασιλιάδες.
Μη ζητάς πιο μακριά να δείς,
άμποτε τούτη τη ζωή
και σύ έτσι πάντα να πατάς ψηλά
και γώ να στέκω ωστόσο πλάι
σε κείνους που νικούν και να'μαι για την τέχνη μου
πρόφαντος μέσα σ' όλη την Ελλάδα.

Θήρωνι Ακραγαντίνω, άρματι

[Επεξεργασία]

 
Ύμνοι, της λύρας κυβερνήτες, ποιό Θεό,
ποιόν ήρωα, ποιόν άντρα θενά κελαδήσομε;
Ο Δίας έχει την Πίσα ο Ηρακλής
έστησε την Ολυμπιάδα
της νίκης του πρωτόλουβο καρπό.
Του Θήρωνα πρέπει να υμνήσομε
το θρίαμβο της τεθριπποδρομίας
που της ξενίας τα δίκια σέβεται
και, στήριγμα του Ακράγαντα, ορθή
την πόλη του στυλώνει,
προγόνων κοσμολόγητων ανθοκορφή
Πού βάσαν' αφού τράβηξαν πολλά,
την άγια πήραν κατοικιά του ποταμού
και το φως έγιναν της Σικελίας,
γιατί τους ακλοθούσε η Μοίρα στη ζωή
πλούτη σωριάζοντας και δόξα
πάνω στις γνήσιές των αρετές.
Μα ω Κρόνιε γιέ της Ρέας, που κυβερνάς
τον ψηλόν Όλυμπο και των αγώνων την κορφή
και τ' Αλφειού το ρέμα,
σαν θα σ'ευφραίνει το τραγούδι μου,
μ' όλη σου δίνε την καρδιά να φυλαχτούν
τα πατρογονικά αγαθά τους
κι ως τη στερνή τους τη γενιά
κι όσο για κείναι, που είτε δίκια είτ' άδικα,
έχουνε γίνει, ούδε κι ο Χρόνος, ο πατέρας όλων,
δε θα μπορούσε να τα κάμει αγένητα
μια που πήρανε τέλος μπορεί μόνο
μπορεί να φέρει μια μακαριστή ευτυχία.
Γιατ' από τις γλυκιές χαρές η παλινόργητη
συμφορά πεθαίνει δαμασμένη,
όταν η Μοίρα του θεού πάνω πολύ ψηλά
σηκώνει την ευδαιμονία ενός ανθρώπου.
Κι αυτός ο λόγος πιάνει τις καλλίθρονες
του Κάδμου θυγατέρες, πόπαθαν
μεγάλες συμφορές, μα το βαρύ τους πένθος
κάτω απο δυνατότερα πέφτει αγαθά.
Ζεί ανάμεσα στου Ολύμπου τους θεούς
αφού απ' τον βρόντο πήε του κεραυνού
η ομορφοπλέξουδ' η Σεμέλη
και πάντα η Αθηνά την αγαπά
κι ο Δίας πατέρας την παρ' αγαπά
κι ο κοσσοστέφανος την αγαπάει ο γιός της.
  
Λέγουν ακόμα πως μέσα στα κύματα
μαζί με τις θαλασσοκόρες του Νηρέα
έχει οριστεί και στην Ινώ ζωή άφθαρτη,
αιώνια πάντα μα όσο για τους θνητούς
είναι άκριτο το τέρμα του θανάτου,
κι ούτε που ξέρομε ποτέ αν περάσομε
τη μέρα, που γεννιέται με τον ήλιο,
ειρηνική και μ' ευτυχία ατάραχτη
μα κάθε φορά κι άλλα ρέματα
πότε χαρές μας φέρνουν, πότε πίκρες.

Έτσι κι η Μοίρα που την καλορίζικη
την τύχη αυτής της γενεάς φυλάγει,
μια άλλη φορά και κάποια πισωδρόμητη
τους στέλνει συμφορά απο τότε
που απάντησε και σκότωσε ο μοιρόγραφτος
το Λάιο γιός του, για να βγάλει αληθινό
τον παλιό πόδωσε χρησμό η Πυθώνα.
Κι άμα είδε η Ερινύα η οξύθωρη,
του ξέκαμε την πολεμόχαρή του γέννα
μ' αλληλοσκοτωμό και μοναχός απόμεινε
απ' το ξολοθρεμό του Πολυνείκη
ο Θέρσανδρος που δόξ' απόχτησε
στης νιότης τους αγώνες και στον πόλεμο
και βοήθησε ν' αναζήσουν των Αδραστιδών,
βλαστάρι των στερνό, τα σπίτια.
Απο το σπέρμ' αυτού τη ρίζα του έχοντας
του Αίνησιδάμου ο γιός, του πρέπουνε
εγκώμια τραγουδιών να δέχεται και λύρας.

Γιατί στην Ολυμπία πήρε ο ίδιος
τ' άθλα της νίκης και στα Πύθια πάλι
και στην Ισθμία κοινές οι Χάριτες
στον αδερφό του τον ολόκληρο έφεραν
τ' άνθια των δωδεκάδρομων τεθρίππων.
Η νίκη στον αγώνα, που θα πάρει απάνω του
κανείς, απ' την ανήσυχη έγνια τον λυτρώνει
μα ο πλούτος όμως, στολισμένος μ' αρετές,
δίνει την ευκαιρία σ' άλλα κι άλλα
βάζοντας μες στο νου βαθιά
φροντίδα, που τον σπρώχνει στα μεγάλα,
ολόφαντο άστρο, αληθινότατο
φέγγος στον άνθρωπο, αν εκείνος που τον έχει
ξέρει το μέλλον: πώς όταν πεθάνουμε
στον κόσμο εδώ οι αμαρτωλές ψυχές
ευτύς πλερώνουμε τα κρίματά τους
κι όσα άδικα έπραξαν σ' αυτό
του Δία το βασίλειο, τα δικάζει
ένας κριτής κάτω απ' τη γη
βγάζοντας την απόφαση με σκληρή ανάγκη.

Μα όμοιες τις νύχτες κι όμοιες τις ημέρες των
ο ήλιος φωτίζοντας, χαίρουνται οι δίκαιοι
ακόπιαστη ζωή με δίχως βάσανα,
χωρίς τη γη ν' αναταράζουν
μ' όλη των των χεριώ τη δύναμη,
ούτε και τα νερά της θάλασσας,
για μια άθλια κακομοιριασμένη ζήση
μα πλάι στους τιμημένους των θεών
όσοι την αγιοσύνη φύλαγαν των όρκων
περνούνε τώρ' αδάκρυτη ζωή,
μα οι άλλοι πάθια αθώρητα τραβούνε
Κι όσοι σταθήκανε ικανοί.
μένοντας απο τρείς φορές
στον ένα και στον άλλο κόσμο,
να φυλαχτούν ολότελ' απο τ' άδικα,
του Δία το δρόμο βγάλανε ως την άκρη του
προς τον ψηλό του Κρόνου πύργο
εκεί όπου οι αύρες πνέουνε του Ωκεανού
στα νησιά γύρω των Μακάρων
κι άνθια χρυσά φεγγοβολούν
άλλα απο δέντρα ολόλαμπρα, στη γη
(κι) άλλα που το νερό τα θρέφει
και μ' αυτά πλέκουνε γιρλάντες για τα χέρια των
και για τις κεφαλές στεφάνια
κατά τη δίκαιη κρίση του Ραδάμανθη,
που πρόθυμό του πάρεδρο τον έχει ο μέγας
πατέρας, ο, άντρας της Ρέας, της θεάς
με τον απ' όλους πιο ψηλό το θρόνο.
Μαζί μ' αυτούς κι ο Κάδμος κι ο Πηλέας λογιάζουνται,
κι έφερε και τον Αχιλλέα εκεί η μητέρα του,
αφού την καρδιά λύγισε
του Δία με τα θερμά της παρακάλια.

Αυτόν, πόστρωσε καταγής τον Έχτορα
τον άσειστο κι ανίκητο στύλο της Τροίας,
που και τον Κύκνον έστειλε
και τον Αιθίοπα, της Αυγής το γιό, στον Άδη,
Πλήθια κρατάω μες στη φερέτρα μου
κατ' απο τον αγκώνα γοργά βέλη,
που έχουν φωνή να τη νογούν οι γνωστικοί,
μα για τον όχλο θένε εξηγητάδες.
Σοφός, είν' όποιος ξέρει τα πολλ' απο φυσικό,
μα όσοι τα μάθανε με τη σπουδή,
με λάλο στόμα, ακράτηγοι
σαν τα κοράκια κρώζουνε του κάκου,
μπροστά στο θεϊκό του Δία πουλί,
Στρέψε το τόξο τώρα στο σημάδι
εμπρός, ψυχή ποιό να χτυπήσομε
ρίχνοντας απο φιλική πάλι καρδιά
τα βέλη μας τα ξακουστά;
Επάνω στον Ακράγαντα
τη νευρά θα τεντώσω και θα πω
δεμένο μ' όρκο λόγο αληθινό:
πώς απεδώ κι εκατό χρόνια
άλλον δε γέννησεν η χώρα αυτή
πιό για τους φίλους καλοθελητή
και μ' ανοιχτότερο το χέρι
απο το Θήρωνα μα ο φτόνος ρίχτηκε
στον έπαινό του αντίμαχος
χωρίς να'χει μαζί του και το δίκιο,
μα έτοιμος πάντα με το στόμα των αδιάντροπων
να βαβουρίζει ασύφταστα, για να σκεπάσει
με το σκοτάδι τα έργα τα λαμπρά.
Μ' αφού ξεφεύγ' η άμμος κάθε μετρημό,
όσες χαρές στους άλλους έδωσε κι αυτός,
να πει ποιός θα μπορέσει;

Ψαύμιδι Καμαριναίω, άρματι

[Επεξεργασία]


Ύψιστε Δία, που λάμνεις της βροντής
το άρμα το φτερωτό,
οι κόρες σου οι Ώρες, που με της μυριόφωνης
καθάρας το σκοπό
φέρνουνε γύρα το χορό τους
να διαλαλήσω μ' έστειλαν
τους πιο υψηλούς θριάμβους
γιατί στην ευτυχία των φίλων των
οι ευγενικές καρδιές σκιρτούνε ευτύς
απο χαρά για το γλυκό το μήνυμα.
Μά, ω γιέ του Κρόνου, κύριε
της ανεμοδαρμένης Αίτνας, που πλακώνει
μ' όλο το βάρος της το φοβερό
με τα εκατό κεφάλια του Τυφώνα,
δέξου, με των Χαρίτων την τιμή,
τον ύμνο αυτό του Ολυμπιονίκη.
Που με το φως το πιο πολύχρονο
μεγάλα κατορθώματα λαμπρύνει
γιατ' απ' του Ψαύμη έρχεται
το αμάξι, που στεφανωμένος
με την ελιά της Πίσας
πετάει απ' τη λαχτάρα του
με δόξα την Καμάρινα να υψώσει.
Άμποτε ο θεός καλόβουλος
να δέχεται και τις επίλοιπες ευχές του.
Εγώ εγκωμιάζω τον πολύ το ζήλο του
πόχει γι' αγώνες άλογα να θρέφει
και τη χαρά του στα φιλόξενα τραπέζια του
να δέχετ' ένα πλήθος κόσμο,
έτσι καθώς με γνώμη καθαρή
είναι δοσμένος στη φιλόπολ' Ησυχία.
Με ψέμα εν θα υγράνω εγώ τ' αχείλι μου
η δοκιμή τους ξεσκεπάζει τους ανθρώπους.
Αυτή και του Κλυμένου γλίτωσε το γιό
απο των Λημνιάδων γυναικών
την καταφρόνια
γιατί όταν μες στη χάλκινή του φορεσιά
στου δρόμου τον αγώνα ήρθε πρώτος,
είπε στην Υψιπύλεια,
σαν πήγε για το στέφανο μπροστά της:

Τέτοιος στο τρέξιμο είμ' εγώ,
τα χέρια κι η καρδιά δεν πάνε πίσω,
μα και στους νέους συχνά
φυτρώνουνε ψαρά μαλλιά
και πριν απ' το σωστό καιρό της ηλικίας.

Ψαύμιδι Καμαριναίω, απήνη

[Επεξεργασία]


Υψηλών ύμνον αρετών
άνθος γλυκό στεφάνων απ' την Ολυμπία,
με καρδιά δέξου γαλήνη,
του Ωκεανού θυγατέρα,
δώρο απ' το φτερωτότροχο
του Ψαύμη αμάξι.
Πού μεγαλύνοντας Καμάρινα,
τη λαοτρόφα σου την πόλη
τους εξ διπλούς των θεών βωμούς ετίμησε
στις πιο μεγάλες τις γιορτές των
με θυσίες βοδιών και τους αγώνες του
των πέντε ημερών.
Με άρμα, με μούλες, με άτι μονοχάλινο
και νικητής με δόξα
σε στόλισε ακριβή
και τον πατέρα του Άκρωνα διαλάλησε
μαζί με την ξανανιωμένη του πατρίδα
κι απ' του Οινομάου και του Πέλοπα
γυρνώντας τους χαριτωμένους τόπους
ψάλλει, ως Αθηνά προστάτισσα
και το δικό σου το σεβάσμιο τ΄άλσος
και το ποτάμι του Ώαννη
και την εγχώρια λίμνη
και τα ιερά τα ρέματα
που ο Ίππαρης ποτίζει το λαό σου
καιγρήγορα ψηλώνει το αψηλόροφο
των στερών σπιτιών το δάσος
βγάζοντας απ' την απορία στο φως
της χώρας το λαό
Δία σωτήρα ψηλοσύγνεφε
που κάθεσαι στον Κρόνιο το λόφο
και που τιμάς τον πλατυρέματο Αλφειό
και το ιερό της Ίδας άντρο,
σε σένα ικέτης έρχομαι
με των αυλών των λυδικών τον ήχο,
να σου ζητήσω να στολίζεις πάντ' αυτή
την (ν) πόλη μ' ένδοξους θριάμβους
κι άμποτε και σε σένα Ολυμπιόνικε,
να δίνει ως τη στερνή τη μέρα
γαλήνια γηρατειά, την ίδια βρίσκοντας
πάντα χαρά στου Ποσειδώνα τ' άτια
τριγυρισμένος, Ψαύμη, απο γιούς
μ' αν κανείς θρέφει μια σωστή ευτυχία
έχοντας πλούτη όσα του αρκούν
και σ' αυτά κι όνομα καλό προστέσει,
θεός να γίνει ας μη γυρέψει.

Διαγόρα Ροδίω, πύκτη

[Επεξεργασία]


Καθώς ένας με πλούσιο το χέρι πατέρας
παίρνει ολόχρυση κούπα, που μέσα
κοχλάζει η δροσιά του αμπελιού
κι αφού, απ' το σπίτι του, πιεί στην υγειά
των σπιτιών του γαμπρού,
τη χαρίζει του νιού, σαν τον πιό
διαλεχτό θησαυρό του,
κι έδωσ' έτσι τιμή στη λαμπρή του μαζί τη γιορτή
και στον άξιο που παίρνει γαμπρό
ζηλευτό κάνοντάς τον και στους
καλεσμένους του φίλους
για μία τέτοια παντρειά ταιριασμένη.
Έτσι κι εγώ, στέλλοντας νέχταρ χυτό,
Μουσών δόση, γλυκό των φρενών μου καρπό,
ιλαρώνων αθλοφόρων αντρών την καρδιά,
που στα Ολύμπια και στα Πύθια νικούνε
κι είν' αλήθεια μακάριος αυτός
που η περίλαμπρη Φήμη αγκαλιάζει
μα άλλον άλλη φορά
η ζωοπάροχη γνιάζεται η Χάρη
με γλυκόλαλης λύρας μαζί συνοδειά
και μ' όργαν' αυλών πολυφώνων.

Μ' αυτά τώρα εγώ και τα δυό
μαζί με τον Διαγόρα κατέβηκε εδώ,
την πελαγίσια ανυμνώντας την κόρη
της Αφροδίτης και του Ήλιου γυναίκα, τη Ρόδω
για να εγκωμιάσω αθλητή γιγαντόσωμο
και στην μάχη αντράνταχτο,
για της πυγμής τα στεφάνια, που κέρδισε
στου Αλφειού πλάι στις όχτες και πλάι στις πηγές
της Κασταλίας
και μαζί τον πατέρα του
το Δαμάγητο, φίλος της Δίκης ακριβό,
που με Αργείτη λαό πολεμόχαρο
κατοικούν το νησί με τις τρείς πολιτείες
αντικρύ στης απέραντης Ασίας τη σφήνα.
   
Θα θελήσω γι' αυτούς, ξεκινώντας
απ' αρχής, απ' αυτόν τον Τληπόλεμο,
την κοινή ν' ανορθώσω ιστορία
της τρανοδύναμης τούτης γενιάς του Ηρακλή
γιατί απο πατέρα το Δία φημίζουνται
κι Αμυντορίδες απο μητέρα Αστυδάμεια.
Άλλα κρέμουνται πλάνες αρίθμητες
στων ανθρώπων τις φρένες τριγύρω
και δεν είναι να βρεί κανείς εύκολο,
ποιό δε να'ναι γι' αυτόν το καλύτερο
και για τώρα κι αφού πάρει τέλος.
Έτσι κι αυτής της χώρας ο οικιστής
μια φορά, στου θυμού του το ανάβρασμ' απάνω,
μ' ελιάς χτύπησε ράβδα σκληρή το Λικύμνιο,
της Αλκμήνης το νόθο αδερφό,
πού 'χ' ερθεί απ' της Μηδέας τα σπίτια στην Τίρυνθα,
και τον σκότωσε οι αντράλες του νου
και σοφούς ξεστρατίζουνε ακόμα.
Πήγε λοιπόν να ζητήσει χρησμό απ' το θεό

Κι ο Χρυσοκόμης απ' το άδυτο μέσα
του ευωδιασμένου ναού του τον πρόσταξε
ίσα να κάμει πανιά απ' τους Λερναίους γιαλούς
προς τη θαλασσόζωστη ολόγυρα χώρα,
που έναν καιρόν ο μεγάλος των θεών βασιλιάς
έβρεξε απάνω της χιόνι χρυσό,
τοτε που χάρη στην τέχνη του Ηφαίστου
με τη μιά του χαλκού πελεκιού του χτυπιά
ξετινάχτηκε μέσα η Αθήνα απ' την κορφή
του πατέρα της Δία αλαλάζοντας
με τέτοια μακρόσυρτη βούη, που την έφριξαν
ο Ουρανός κι η μητέρα μας Γη.
Τότε κι ο φωτοδότης θεός, του Υπερίονα ο γιός,
στ' ακριβά τα παιδιά τουπαράγγελνε
το μελλούμενο αυτό να φυλάξουνε χρέος:
πρώτοι να χτίσουν βωμό στη θεά μεγαλόφαντο
και σεμνή κάνοντάς της θυσία
την καρδιά του πατέρα και της
πολεμόχαρης κόρης να ευφράνουν.
Δίνει αξία και χαρές στους ανθρώπους, αλήθεια,
του Προμηθέα το σέβας.

Μα κατεβαίνει και κάπου ανεπάντεχα
της Λήθης το σύννεφο κι όξω το νου
παρασέρνει απ' τον ίσιο το δρόμο.
Έτσι και κείνοι ξεχνώντας ανέβηκαν
λαμπερής σπέρμα φλόγας να πάρουν μαζί τους,
και ιερό στην Ακρόπολη χτίσανε
για θυσίες με δίχως φωτιά.
Μα ο Δίας ξανθό σύννεφο στέλνοντας
πολύ χρυσάφι τους έβρεξε,
κι η ίδια η Γλυκόματη κόρη τους έδωσε
να'ναι σ' όλες τις τέχνες οι πρώτοι
μες στους ανθρώπους
με την άφταστη δουλειά των χεριών τους
κι ήταν οι δρόμοι γιομάτοι απο έργα τους
που ζωντανά και σα να βάδιζαν μοιάζαν
Βαθιά είχαν δόξα η σοφία
που κατέχει κανείς με τη μάθηση,
μεγαλύτερη δείχνεται ακόμα
όταν η άδολη θα'ναι.
Λένε οι παλιοί των ανθρώπων οι μύθοι,
πως όταν ο Δίας και οι αθάνατοι,
τη γη μεταξύ τους μοιράζουνταν,
δε φαινόντανε η Ρόδος ακόμα
στης θάλασσας πάνω την άπλα,
μα στους αρμυρούς του πελάου τους βυθούς
το νησί ήταν κρυμμένο.
Και, καθώς έλειπε ο Ήλιος, κανείς δε θυμήθηκε
να του βάλουνε κλήρο και κείνου,
μα έτσι ακλήρωτο αφήσανε,
δίχως χώρα καμιά, τον αγνό το θεό
Και σαν τους το θύμησε, ο Δίας ετοιμάζονταν
να κάμει απ' αρχής μερασιά,
μα εκείνος δεν άφησε γιατ' είπε πως βλέπει
ν' αναδίνεται μες απ' τα βάθια
της ολάφριστης θάλασσας μιά χώρα,
που κι ανθρώπους θα θρέφει πολλούς
και πλήθια θα χαίρεται κοπάδια.

Και προσκάλεσ' ευτύς τη χρυσόπεπλη Λάχεση
να σηκώσει το χέρι κι ανεπίβουλα
των θεών το μεγάλο τον όρκο να πει
και να ομώσει μαζί με του Κρόνου το γιό
πως, αφού στολαμπρόφωτο αιθέρα φανεί,
κλήρα θα'ταν για πάντα δική του.
Έτσι και πήρανε τέλος
απ' της αλήθειας πεσμένες στο στόμα
της συμφωνίας οι κορφές:
Βλάστησε μες απ' την άρμη της θάλασσας
το νησί, και δικό του είναι τώρα του θεού
που γεννά τς οξιές τις αχτίνες,
του βασιλιά των φλογόπνοων αλόγων.
Εκεί σμίγοντας έναν καιρό με τη Ρόδω
εφτά γέννησε γιούς, απο απο κείνον δέχτηκανε
την πιο μεγάλη μες όλους τους τότε σοφία.
Κι απ' αυτούς ένας τον Κάμιρο γέννησε, πρώτο,
και τ' αδέρφια του Λίνδο κι Ιάλυσο
που αφού σε τρία τη μέρασαν
την πατρική τους τη γή,
χωριστά είχε την πόλη που του έλαχε
ο καθένας τους έδρα
κι έχοουν πάρει απ' αυτούς τ' όνομά των.

Κι είν' εκεί, που γλυκιά ξαγορά
για την πικρή συμφορά του Τληπόλεμου,
του Τιρύνθιου του άρχοντα,
του έχουν στηθεί, σα θεού: λιτανείες
με θυσίες κνισσωτές και άθλων κρίσεις
που με τ' άνθη των δυό ο Διαγόρας φορές
στεφανώθηκε τέσσαρεις άλλες
στον ξακουσμένο νικώντας Ισθμό
και μιά πάνω στην άλλη στα Νέμεα,
και στην τραχιά την Αθήνα.

Και του Άργους ο χαλκός τόνε γνώρισε
και της Αρκαδίας και της Θήβας τα έπαθλα
κι οι ντόπιοι Βοιώτιοι αγώνες
κι η Πελλήνη στην Αίγινα νίκησε
έξι φορές και στα Μέγαρ' αλλιώς δε μιλά
της πέτρινης στήλης ο ψήφος.
Μα ώ Δία πατέρα, που απάνω θρονιάζεις
στου Αταβύριου τις ράχες,
με τιμή δέχου κι αυτόν μου
το θεσπισμένο Ολυμπιόνικον ύμνο
και τον άντρα που πήρε της νίκης τη δόξα
με την πυγμή του και δίνε
πάντα νά'χει τιμή πολυσέβαστη
κι απ' τους δικούς κι απ' τους ξένους
γιατ' ίσια το δρόμο τραβά, που ν' εχθρός
της ξαδιάντροπης έπαρσης,
και ξέρει καλά να φυλάει σα χρησμούς
τις σοφές διδαχές που του μάθανε
οι ευγενείς πρόγονοί του
Μην αφήσεις ποτέ να σκεπάσ' η σκοτεινιά
το κοινό απ' τον Καλλιάναχτα σπέρμα
με των Ερατιδών τις χαρές
έχει κι η πόλη γιορτές και ξεφάντωσες.
Μα κάποτε μες σε μιάν ώρα μικρή
κι ενάντιες ανέμων πνοές μπορεί να φυσήξουν.