ψαύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Ετυμολογία

ψαύω < αρχαία ελληνική ψαύω

Ρήμα

ψαύω

  1. αγγίζω ελαφρά ή οριακά
  2. ψηλαφίζω
    ο ένας μελέτησε την αρχαία τέχνη από σχετική απόσταση και ο άλλος την προσέγγισε όσο πιο σωματικά του ήταν δυνατό εκείνη την εποχή, ψαύοντας –ως αδιάψευστος και αυτόπτης μάρτυρας– τα μάρμαρα στο Βατικανό και στη Ρώμη. (Χρήστος Αστερίου, Περί αυτοψίας, Βιβλίο, ένθετο στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 11 Μαΐου 2014)

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Ετυμολογία

ψαύω < θέμα ψαυ- που προκύπτει από το το ψαϝ

Ρήμα

ψαύω

  1. ψηλαφώ, αγγίζω
  2. εφάπτομαι

Συγγενικά


Αρχικοί Χρόνοι Ενεργητική Φωνή Μέση-Παθητική Φωνή
Ενεστώτας ψαύω ψαύομαι
Παρατατικός ἔψαυον
Μέλλοντας ψαύσω
Αόριστος ἔψαυσα ἐψαύσθην
Παρακείμενος ἔψαυκα ἔψαυσμαι
Παρατηρήσεις σε παρένθεση οι μεταγενέστεροι τύποι και όσοι απαντούν σύνθετοι