εφάπτομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εφάπτομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐφάπτομαι[1]
Ρήμα
[επεξεργασία]εφάπτομαι
- για επιφάνεια που έρχεται σε επαφή με ένα ή πολλά σημεία μιας άλλης επιφάνειας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εφάπτομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας