ιταλικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ιταλικά | ||
γενική | των | ιταλικών | ||
αιτιατική | τα | ιταλικά | ||
κλητική | ιταλικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]ιταλικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ιταλικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιταλικά ουδέτερο πληθυντικός
- (γλώσσα) η ιταλική γλώσσα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιταλικά
Επίρρημα
[επεξεργασία]ιταλικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιταλικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ιταλικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ιταλικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)