Abkürzung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Abkürzung | die | Abkürzungen |
γενική | der | Abkürzung | der | Abkürzungen |
δοτική | der | Abkürzung | den | Abkürzungen |
αιτιατική | die | Abkürzung | die | Abkürzungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Abkürzung (de) θηλυκό
- συντομογραφία
- παράκαμψη ή συντόμευση διαδρομής
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη abkürzen