abismo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abismo | abismoj |
αιτιατική | abismon | abismojn |
abismo (eo)
- η άβυσσος
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- abismo < δημώδης λατινική *abismus < αρχαία ελληνική ἄβυσσος
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]abismo (es) αρσενικό
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- abismo < λατινική abyssus < αρχαία ελληνική ἄβυσσος
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]abismo (pt) αρσενικό
Κατηγορίες:
- Γλώσσα εσπεράντο
- Ουσιαστικά (εσπεράντο)
- Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (ισπανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ισπανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ισπανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (ισπανικά)
- Ισπανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (πορτογαλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (πορτογαλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πορτογαλικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πορτογαλικά)