αγροτοδασικός

Greek

edit

Etymology

edit

αγροτο- (agroto-, agrarian, rural) +‎ δασικός (dasikós, forest)

Adjective

edit

αγροτοδασικός (agrotodasikósm (feminine αγροτοδασική, neuter αγροτοδασικό)

  1. (neologism) forest
    αγροτοδασική πυρκαγιάagrotodasikí pyrkagiáforest fire

Declension

edit
Declension of αγροτοδασικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγροτοδασικός (agrotodasikós) αγροτοδασική (agrotodasikí) αγροτοδασικό (agrotodasikó) αγροτοδασικοί (agrotodasikoí) αγροτοδασικές (agrotodasikés) αγροτοδασικά (agrotodasiká)
genitive αγροτοδασικού (agrotodasikoú) αγροτοδασικής (agrotodasikís) αγροτοδασικού (agrotodasikoú) αγροτοδασικών (agrotodasikón) αγροτοδασικών (agrotodasikón) αγροτοδασικών (agrotodasikón)
accusative αγροτοδασικό (agrotodasikó) αγροτοδασική (agrotodasikí) αγροτοδασικό (agrotodasikó) αγροτοδασικούς (agrotodasikoús) αγροτοδασικές (agrotodasikés) αγροτοδασικά (agrotodasiká)
vocative αγροτοδασικέ (agrotodasiké) αγροτοδασική (agrotodasikí) αγροτοδασικό (agrotodasikó) αγροτοδασικοί (agrotodasikoí) αγροτοδασικές (agrotodasikés) αγροτοδασικά (agrotodasiká)