Greek

edit

Alternative forms

edit

Adjective

edit

αδελφικός (adelfikósm (feminine αδελφική, neuter αδελφικό)

  1. brotherly, fraternal
    αδελφική αγάπηadelfikí agápibrotherly love

Declension

edit
Declension of αδελφικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδελφικός (adelfikós) αδελφική (adelfikí) αδελφικό (adelfikó) αδελφικοί (adelfikoí) αδελφικές (adelfikés) αδελφικά (adelfiká)
genitive αδελφικού (adelfikoú) αδελφικής (adelfikís) αδελφικού (adelfikoú) αδελφικών (adelfikón) αδελφικών (adelfikón) αδελφικών (adelfikón)
accusative αδελφικό (adelfikó) αδελφική (adelfikí) αδελφικό (adelfikó) αδελφικούς (adelfikoús) αδελφικές (adelfikés) αδελφικά (adelfiká)
vocative αδελφικέ (adelfiké) αδελφική (adelfikí) αδελφικό (adelfikó) αδελφικοί (adelfikoí) αδελφικές (adelfikés) αδελφικά (adelfiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδελφικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδελφικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδελφικότερος (adelfikóteros) αδελφικότερη (adelfikóteri) αδελφικότερο (adelfikótero) αδελφικότεροι (adelfikóteroi) αδελφικότερες (adelfikóteres) αδελφικότερα (adelfikótera)
genitive αδελφικότερου (adelfikóterou) αδελφικότερης (adelfikóteris) αδελφικότερου (adelfikóterou) αδελφικότερων (adelfikóteron) αδελφικότερων (adelfikóteron) αδελφικότερων (adelfikóteron)
accusative αδελφικότερο (adelfikótero) αδελφικότερη (adelfikóteri) αδελφικότερο (adelfikótero) αδελφικότερους (adelfikóterous) αδελφικότερες (adelfikóteres) αδελφικότερα (adelfikótera)
vocative αδελφικότερε (adelfikótere) αδελφικότερη (adelfikóteri) αδελφικότερο (adelfikótero) αδελφικότεροι (adelfikóteroi) αδελφικότερες (adelfikóteres) αδελφικότερα (adelfikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αδελφικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδελφικότατος (adelfikótatos) αδελφικότατη (adelfikótati) αδελφικότατο (adelfikótato) αδελφικότατοι (adelfikótatoi) αδελφικότατες (adelfikótates) αδελφικότατα (adelfikótata)
genitive αδελφικότατου (adelfikótatou) αδελφικότατης (adelfikótatis) αδελφικότατου (adelfikótatou) αδελφικότατων (adelfikótaton) αδελφικότατων (adelfikótaton) αδελφικότατων (adelfikótaton)
accusative αδελφικότατο (adelfikótato) αδελφικότατη (adelfikótati) αδελφικότατο (adelfikótato) αδελφικότατους (adelfikótatous) αδελφικότατες (adelfikótates) αδελφικότατα (adelfikótata)
vocative αδελφικότατε (adelfikótate) αδελφικότατη (adelfikótati) αδελφικότατο (adelfikótato) αδελφικότατοι (adelfikótatoi) αδελφικότατες (adelfikótates) αδελφικότατα (adelfikótata)
edit