Jump to content

αμβλύς

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἀμβλύς

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ἀμβλύς (amblús).

Adjective

[edit]

αμβλύς (amvlýsm (feminine αμβλεία, neuter αμβλύ)

  1. blunt, dull (not sharp)
  2. slow-witted, dull
  3. (geometry) obtuse
    αμβλεία γωνίαamvleía goníaobtuse angle

Declension

[edit]
Declension of αμβλύς
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμβλύς (amvlýs) αμβλεία (amvleía) αμβλύ (amvlý) αμβλείς (amvleís) αμβλείες (amvleíes) αμβλέα (amvléa)
genitive αμβλέος (amvléos)
αμβλύ (amvlý)
αμβλείας (amvleías) αμβλύ (amvlý)
αμβλέος (amvléos)
αμβλέων (amvléon) αμβλειών (amvleión) αμβλέων (amvléon)
accusative αμβλύ (amvlý) αμβλεία (amvleía) αμβλύ (amvlý) αμβλείς (amvleís) αμβλείες (amvleíes) αμβλέα (amvléa)
vocative αμβλύ (amvlý) αμβλεία (amvleía) αμβλύ (amvlý) αμβλείς (amvleís) αμβλείες (amvleíes) αμβλέα (amvléa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αμβλύς, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αμβλύς, etc.)

Antonyms

[edit]
[edit]