Jump to content

αχρησιμοποίητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αχρησιμοποίητος (achrisimopoíitosm (feminine αχρησιμοποίητη, neuter αχρησιμοποίητο)

  1. unused, not used

Declension

[edit]
Declension of αχρησιμοποίητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αχρησιμοποίητος (achrisimopoíitos) αχρησιμοποίητη (achrisimopoíiti) αχρησιμοποίητο (achrisimopoíito) αχρησιμοποίητοι (achrisimopoíitoi) αχρησιμοποίητες (achrisimopoíites) αχρησιμοποίητα (achrisimopoíita)
genitive αχρησιμοποίητου (achrisimopoíitou) αχρησιμοποίητης (achrisimopoíitis) αχρησιμοποίητου (achrisimopoíitou) αχρησιμοποίητων (achrisimopoíiton) αχρησιμοποίητων (achrisimopoíiton) αχρησιμοποίητων (achrisimopoíiton)
accusative αχρησιμοποίητο (achrisimopoíito) αχρησιμοποίητη (achrisimopoíiti) αχρησιμοποίητο (achrisimopoíito) αχρησιμοποίητους (achrisimopoíitous) αχρησιμοποίητες (achrisimopoíites) αχρησιμοποίητα (achrisimopoíita)
vocative αχρησιμοποίητε (achrisimopoíite) αχρησιμοποίητη (achrisimopoíiti) αχρησιμοποίητο (achrisimopoíito) αχρησιμοποίητοι (achrisimopoíitoi) αχρησιμοποίητες (achrisimopoíites) αχρησιμοποίητα (achrisimopoíita)

Synonyms

[edit]