αρσενικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αρσενικός

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρσενικό τα αρσενικά
      γενική του αρσενικού των αρσενικών
    αιτιατική το αρσενικό τα αρσενικά
     κλητική αρσενικό αρσενικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αρσενικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αρσενικός. Εννοείται η λέξη γένος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αρσενικό ουδέτερο

  1. (γραμματική) το γένος ονομάτων ουσιαστικών ή επιθέτων, αντωνυμιών που αντιστοιχεί στο βιολογικό γένος του αρσενικού. Για πράγματα και αφηρημένες έννοιες η αντιστοιχία είναι αυθαίρετη
    ⮡  το «πόλεμος», «αθλητισμός», «άντρας», «κορίτσαρος», «Θεσσαλονικός» είναι αρσενικά
    ⮡  το αρσενικό της αντωνυμίας καμία είναι κανένας
  2. ο άντρας αντιπροσωπευτικός του φύλου του με έντονα αντρικά χαρακτηριστικά
    ⮡  Μα τι αρσενικό είν' αυτός! Όλα τα κορίτσια τρέχουν ξωπίσω του.
    άλλες μορφές: σερνικό (δημοτική)
  3. οποιοδήποτε αρσενικό μέρος εξαρτήματος
    ⮡  Δε θα δουλέψει η μηχανή αν δε βάλεις το αρσενικό σωστά
    → δείτε τη λέξη αρσενικός

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

γραμματική:

  • συντομογραφία: αρσ. ή α.
  • συντομογραφία λατινική: masc. η m.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
Ορυκτό αρσενικό
  • Χημικό στοιχείο: As
  • Ατομικός αριθμός : 33
  • Προηγούμενο = Ge
  • Επόμενο = Se

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

αρσενικό < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀρσενικόν < σημιτικής προέλευσης -συγκρίνετε τη κλασική συριακή ܠܐ ܙܐܦܢܝܐ (a(l)-zarnīḵā)- < περσικής προέλευσης με παρετυμολογία προς το αρσενικός[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αρσενικό ουδέτερο

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το αρσενικό
      γενική του αρσενικού
    αιτιατική το αρσενικό
     κλητική αρσενικό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
  1. (χημεία) χημικό στοιχείο, που ανήκει στα μεταλλοειδή, με ατομιθό αριθμό 33 και χημικό σύμβολο το As, με σταχτί χρώμα και μεταλλική λάμψη, το οποίο σχηματίζει τοξικές ενώσεις
  2. ονομασία διάφορων τοξικών ενώσεων του στοιχείου που χρησιμοποιούνται σαν δηλητήρια

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 3

[επεξεργασία]
αρσενικό: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αρσενικό

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.